«Νομίζω ότι προσθέτει μεγάλα αποθέματα πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας να γνωρίζουν όλοι ότι ο εκλογικός κύκλος είναι σταθερός», επισημαίνει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής». Τονίζει ότι «η πρόοδος είναι πάνω απ' όλα η αλλαγή, είναι η δυνατότητα προσαρμογής σε έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει με πολύ γρήγορους ρυθμούς». Ακόμη εξηγεί τι σημαίνει για τον ίδιο «πραγματική προοδευτική διακυβέρνηση», επισημαίνει πως αναζητά «ένα πολιτικό σύστημα το οποίο να είναι ανταγωνιστικό στο επίπεδο των εκλογών», αλλά και ότι «μια αυτοδύναμη κυβέρνηση έχει άλλες δυνατότητες ευελιξίας και ταχύτητας στην εφαρμογή της πολιτικής της».
Ο πρωθυπουργός απαντά επίσης σχετικά με το ενδεχόμενο εξαγωγής της κρίσης που διέρχεται η Τουρκία αλλά και για τα πολύ σημαντικά ζητήματα της πανδημίας.
Επισημαίνει ότι «λυπάται για την ποιότητα της αντιπολίτευσης», υπογραμμίζει τον δυναμικό χαρακτήρα τού υγειονομικού εφιάλτη που ζούμε αλλά και τις δυνατότητες αναπροσαρμογής που έχει επιδείξει η κυβέρνηση και μιλά επίσης αναλυτικά για τις εξελίξεις στην οικονομία, υπογραμμίζοντας πως σκοπός της κυβέρνησης είναι «να πάμε από μια ταχύτατη ανάκαμψη σε μια διατηρήσιμη ανάπτυξη προς όφελος όλων των πολιτών».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει ακόμη απαντήσεις για την παγκόσμια κρίση τιμών και τις πρωτοβουλίες-παρεμβάσεις της κυβέρνησης προς αντιμετώπιση των συνεπειών της, για τις προτάσεις που έχει καταθέσει για το Σύμφωνο Σταθερότητας αλλά και για τις «ενεργητικές πολιτικές εργασίας» που όπως λέει «εκεί θέλω να διαθέσουμε πολλούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης».
«Εμμένω στην άποψή μου ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας» επανέλαβε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε:« Έχουμε ακόμα 18 μήνες εντατικής δουλειάς μπροστά μας και θέλω να αξιολογηθούμε συνολικά για το έργο το οποίο παραγάγαμε, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε τις πολλαπλές κρίσεις που μας προέκυψαν αλλά και για τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις, σημαντικές αλλαγές που έχουμε κάνει, που πιστεύω ότι ήδη έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στη ζωή των Ελλήνων»
Για την οικονομία
Σκοπός μας είναι να πάμε από μία ταχύτατη ανάκαμψη, σε μία υψηλή διατηρήσιμη ανάπτυξη προς όφελος όλων των πολιτών. Αυτό το οποίο με ικανοποιεί ιδιαίτερα δεν είναι μόνο ο απόλυτος ρυθμός της ανάπτυξης, αλλά κυρίως η σύνθεση της ανάπτυξης.
Μία ανάπτυξη η οποία προέρχεται ολοένα και περισσότερο από επενδύσεις και από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Στέκομαι στις υπηρεσίες, διότι πολλοί είχαν σπεύσει -κυρίως από την αντιπολίτευση- να καταστροφολογήσουν και να θεωρήσουν περίπου χαμένη και τη φετινή τουριστική περίοδο. Αντιθέτως, η τουριστική περίοδος ήταν εξαιρετική και αποδείξαμε ότι μπορούμε να φιλοξενήσουμε ξένους επισκέπτες με ασφάλεια και με σημαντικό οικονομικό όφελος για τη χώρα. Επαναπρογραμματίζουμε ουσιαστικά όλο το DNA της ελληνικής οικονομίας. Αλλάζουμε τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί, δίνοντας έμφαση στην εξωστρέφεια, στην καινοτομία, στην κατάρτιση, στο εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό το οποίο διαθέτουμε και κάνουμε την Ελλάδα μια χώρα ελκυστική όχι μόνο για να την επισκέπτεται κάποιος το καλοκαίρι, αλλά μία χώρα ελκυστική για να επενδύει, αρκεί να κατοικεί σε αυτήν, ενδεχομένως να έρχεται αφού βγει στη σύνταξη στην Ελλάδα. Και αυτό, βέβαια, είναι κάτι το οποίο αναγνωρίζεται διεθνώς.
Έχουμε κάθε λόγο ως Έλληνες να είμαστε υπερήφανοι για τα εύσημα τα οποία αποδίδονται στην Ελλάδα και νομίζω ότι σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και παρά τις κρίσεις που έπρεπε να διαχειριστούμε, έχουμε αλλάξει δραστικά την εικόνα της χώρας εντός και εκτός Ελλάδος και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Η αλλαγή της εικόνας έχει άμεσο οικονομικό αντίκτυπο. Είμαστε μια αξιόπιστη χώρα η οποία κάνει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και βελτιώνει την ανταγωνιστικότητά της. Αυτό έχει αντίκρισμα στο κόστος δανεισμού, στην ταχύτητα με την οποία εκταμιεύονται οι ευρωπαϊκοί πόροι, στην άνεση με την οποία μπορούμε πια να μιλάμε σε ξένους επενδυτές και να τους πείθουμε να επενδύουν στην Ελλάδα.
Όλα αυτά σε τι μεταφράζονται, τελικά; Όχι σε έναν ψυχρό δείκτη ανάπτυξης αλλά σε δουλειές και σε καλύτερο διαθέσιμο εισόδημα για όλους τους Έλληνες. Αυτό, τελικά, είναι το μέτρο της επιτυχίας. Την ανάπτυξη πρέπει να την αισθανθεί το κάθε νοικοκυριό στην καθημερινότητά του και στον οικογενειακό του προϋπολογισμό.
Για το σύμφωνο σταθερότητας
Έχουμε ήδη καταθέσει τις προτάσεις μας για το Σύμφωνο Σταθερότητας. Θα έχω την ευκαιρία σύντομα να μιλήσω πιο αναλυτικά για την ελληνική θέση και για τις αρχές με τις οποίες προσερχόμαστε σε αυτήν τη διαπραγμάτευση.
Είναι δεδομένο, νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε σε αυτό, ότι οι προηγούμενοι κανόνες δεν ανταποκρίνονται στις προκλήσεις μιας ευρωπαϊκής οικονομίας η οποία στηρίζεται σε ένα κοινό νόμισμα και σε μια κοινή νομισματική πολιτική. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όχι μόνο τα διδάγματα της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και την ανάγκη να χρηματοδοτήσουμε τώρα με σημαντικότατους πόρους δημόσιες επενδύσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, ενδεχομένως και με την υποστήριξη της ιδέας της στρατηγικής αυτονομίας. Αυτήν τη στιγμή δεν μπορούμε να μιλάμε για στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης. Και είμαστε διατεθειμένοι να επενδύσουμε πόρους στην οικοδόμηση αυτής της στρατηγικής αυτονομίας.
Για τη μείωση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ 24%
Είχαμε δεσμευτεί, και ήμασταν απόλυτα συνεπείς σε αυτό το οποίο είχαμε πει, ότι θα ξεκινήσουμε με τη μείωση των φόρων στην ακίνητη περιουσία. Το κάναμε. Θα ακολουθούσε η μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις. Το κάναμε. Θα ακολουθούσε η μείωση των φόρων στην εργασία. Το κάναμε. Θα συμπληρώναμε όλες αυτές τις πολιτικές με ένα πλέγμα φορολογικών κινήτρων που θα είναι φιλικές προς τις επενδύσεις και προς την προσέλκυση εργαζόμενων Ελλήνων αλλά και ξένων, τους οποίους θέλουμε πίσω στη χώρα μας. Το έχουμε κάνει. Απομένουν ακόμα οι φόροι στην κατανάλωση. Όλα αυτά θα τα αξιολογήσουμε με πολλή προσοχή στα πλαίσια του νέου μεσοπρόθεσμου προγράμματος. Και, βέβαια, θα εξαρτηθούν αφενός από τον δημοσιονομικό χώρο ο οποίος θα προκύψει από τη ρωμαλέα ανάπτυξη και από την άλλη από τη συζήτηση που αφορά το πλαίσιο, το νέο δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας, άρα και από τους δημοσιονομικούς στόχους που θα έχουμε από το '23 και μετά.