Την άποψη ότι «ακόμη και σ' αυτή την περίοδο, που τα λαϊκά νοικοκυριά πλήττονται από γενικευμένη κρίση ακρίβειας, η παρέμβαση του κ. Μητσοτάκη στον ΕΝΦΙΑ αφορά κυρίως τις μεγάλες ακίνητες περιουσίες» εκφράζει σε δήλωσή της η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Έφη Αχτσιόγλου.
Συγκεκριμένα, η Έ. Αχτσιόγλου τονίζει ότι «το κυρίαρχο στοιχείο των εξαγγελιών του είναι η ουσιαστική κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου για τις μεγάλες ιδιοκτησίες» και σχολιάζει πως «για ακόμη μια φορά η ΝΔ κάνει μια μονομερή επιλογή που ευνοεί τα ανώτερα εισοδήματα».
Επιπρόσθετα, σημειώνει πως «οι εξαγγελίες δεν μεταβάλλουν τα ισχύοντα για τις χαμηλές περιουσίες έως 60.000 ευρώ», επισημαίνοντας ότι «το δημοσιονομικό αποτύπωμα της ουσιαστικής κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου ανέρχεται στα 360 εκατ., όσο δηλαδή και το συνολικό αποτύπωμα της παρέμβασης στον ΕΝΦΙΑ». «Ακόμη κι αν η παρέμβαση δεν εξαντλείται στον συμπληρωματικό φόρο, είναι προφανές ότι η μερίδα του λέοντος αφορά αυτόν, δηλαδή τα ανώτατα εισοδήματα», προσθέτει.
Η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστηρίζει δε, πως «για να θολώσει την εικόνα η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη προβαίνει σε συγκρίσεις με το 2018 και οικειοποιείται τη μείωση στον ΕΝΦΙΑ που έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2019». «Μόνο που τότε η μείωση αφορούσε κυρίως τις χαμηλές περιουσίες και η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη την αντέστρεψε ώστε και πάλι να ευνοηθούν οι μεγαλύτερες ακίνητες περιουσίες» υπογραμμίζει.
«Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης δεν ελαφρύνουν, απλώς επιχειρούν να μετριάσουν την επιβάρυνση στη φορολόγηση των ακινήτων από τη μεγάλη αύξηση των αντικειμενικών αξιών. Το κόστος διαβίωσης για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα αυξάνεται δυσβάσταχτα μέρα με τη μέρα», αναφέρει και καταλήγει:
«Για την κυβέρνηση της ΝΔ δημοσιονομικά περιθώρια υπάρχουν όταν πρόκειται για τις μεγάλες περιουσίες, αλλά δεν υπάρχουν για τις ανάγκες των λαϊκών νοικοκυριών».