Απαντήσεις σχετικά με δημοσίευμα των New York Times για την υπόθεση των παρακολουθήσεων στην Ελλάδα στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η Γενική Γραμματεία Οικονομικής Διπλωματίας και Εξωστρέφειας του ΥΠΕΞ έδωσε στην Intellexa δύο άδειες εξαγωγής στη Μαδαγασκάρη έδωσε ο Υφυπουργός Εξωτερικών για την Οικονομική Διπλωματία και Εξωστρέφεια Κώστας Φραγκογιάννης σε συνέντευξή του στην ΕΡΤnews.
Κατ'αρχάς ο κ. Φραγκογιάννης εξήγησε ότι πρόκειται για προϊόντα διττής υπόστασης, αυτά δηλαδή που χρειάζονται άδεια για να εξαχθούν καθώς πρόκειται για προϊόντα που μπορεί να λειτουργούν καλόβουλα ή κακόβουλα. Στην κατηγορία αυτή εντάσονται και τα προϊόντα λογισμικού. Επισήμανε ότι το ΥΠΕΞ δίνει εκατοντάδες άδειες" καθώς και ότι υπάρχουν διαδικασίες ελέγχου που θεσπίζονται από ευρωπαικούς και εθνικούς κανονισμούς.
"Εγώ έμαθα πριν από δυόμιση- τρεις μήνες από δημοσιέυματα στον Τύπο ότι η εταιρία Intellexa είχε ζητήσει και είχε πάρει δύο άδειες εξαγωγής" αποσαφήνισε ο υφυπουργός και πρόσθεσε ότι "δεν υπάρχει καμμία άδεια λογισμικού προιόντος που να φέρει τη δική μου υπογραφή ή την υπογραφή οποιουδήποτε υπουργού της κυβέρνησης".
Στο πλαίσιο αυτό τόνισε ότι "οι άδειες εξαγωγής είναι μία υπηρεσιακή υπόθεση" και "δίνονται από υπηρεσιακούς παράγοντες": "γίνεται μία αίτηση, γίνεται ένας έλεγχος με βάση τον ευρωπαικό και τον εθνικό κανονισμό και υπογράφεται η άδεια της εξαγωγής".
Επισήμανε ότι ο ίδιος λαμβάνει γνώση μόνο για τις αιτήσεις οι οποίες απορρίπτονται. Ο κ. Φραγκογιάννης είπε επίσης ότι μετά την πληροφόρησή του από τα δημοσιεύματα του Τύπου ζήτησε στις 16/11 να γίνει μία ένορκη διοικητική εξέταση, μία έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο τηρήθηκαν οι ευρωπαικοί και εθνικοί κανόνες που αφορούν την εξαγωγή των προιόντων. Έρευνα που, όπως είπε, είναι απόρρητη και διεξάγεται εσωτερικά στο ΥΠΕΞ.
"Ζήτησα να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια και οταν η έρευνα αυτή ολοκληρωθεί, ελπίζω σύντομα, με το πόρισμα το οποίο θα προκύψει, περιμένω να δω κατά πόσο ακολουθήθηκαν όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται από τους ευρωπαικούς κανονισμούς. Αν υπάρχουν ευθύνες θα αποδοθούν" τόνισε χαρακτηριστικά.
Τι λέει το δημοσίευμα των New York Times
Όπως σχολιάζουν οι NYT «μια εταιρεία, η οποία πουλάει ένα εργαλείο hacking που ονομάζεται Predator και διοικείται από έναν πρώην ισραηλινό στρατηγό από γραφεία στην Ελλάδα, βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολιτικού σκανδάλου στην Αθήνα σχετικά με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού εναντίον πολιτικών και δημοσιογράφων.»
«Μετά από ερωτήσεις των New York Times, η ελληνική κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι έδωσε στην εταιρεία Intellexa άδειες για την πώληση του Predator σε τουλάχιστον μία χώρα με ιστορικό καταστολής, τη Μαδαγασκάρη. Οι Times έχουν επίσης στην κατοχή τους μια επιχειρηματική πρόταση που έκανε η Intellexa για να πουλήσει τα προϊόντα της στην Ουκρανία, η οποία απέρριψε την πρόταση πώλησης.
Ο Αλέξανδρος Παπαϊωάννου, εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, επιβεβαίωσε ότι ένα τμήμα του υπουργείου εξέδωσε δύο άδειες εξαγωγής στην Intellexa στις 15 Νοεμβρίου 2021. Συγκεκριμένα είπε πως αρμόδια αρχή για την έκδοση αδειών εξαγωγής είναι η Γενική Γραμματεία Οικονομικής Διπλωματίας του υπουργείου Εξωτερικών (σ.σ. δηλαδή η υπηρεσία που υπάγεται στον υφυπουργό Κ. Φραγκογιάννη).
Σε μια ένδειξη της πίεσης που δέχεται η χώρα, ο κ. Παπαϊωάννου δήλωσε ότι ο γενικός επιθεωρητής του υπουργείου ξεκίνησε εσωτερική έρευνα μετά από δημοσιεύματα στον εγχώριο Τύπο σχετικά με την εταιρεία. Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζει το κατασκοπευτικό λογισμικό ως δυνητικό όπλο και ζητεί από τις αρχές να χορηγούν άδειες εξαγωγής μετά από τη δέουσα επιμέλεια για την αποτροπή της κατάχρησής του.
Διαπιστώθηκε ότι το Predator έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλες δώδεκα χώρες από το 2021, γεγονός που καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη ζήτηση μεταξύ των κυβερνήσεων και την έλλειψη ισχυρών διεθνών προσπαθειών για τον περιορισμό της χρήσης τέτοιων εργαλείων.
Η έρευνα των Times βασίζεται στην εξέταση χιλιάδων σελίδων εγγράφων -συμπεριλαμβανομένων σφραγισμένων δικαστικών εγγράφων στην Κύπρο, απόρρητων κοινοβουλευτικών καταθέσεων στην Ελλάδα και μιας μυστικής έρευνας της ισραηλινής στρατιωτικής αστυνομίας- καθώς και συνεντεύξεων με περισσότερους από 24 κυβερνητικούς και δικαστικούς αξιωματούχους, πράκτορες των υπηρεσιών επιβολής του νόμου, στελέχη επιχειρήσεων και θύματα hacking σε πέντε χώρες.»