Στη διαπίστωση πως «έχουν μεταβληθεί οι παράμετροι της τουρκικής συμπεριφοράς απέναντί μας» προχωρά σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας. «Αμέσως μετά την τραγωδία των σεισμών στην Τουρκία και την επίσκεψή μου εκεί, η τουρκική παραβατικότητα έχει μετατραπεί σε κάτι το ανύπαρκτο. Δεν υπάρχουν παραβιάσεις στο Αιγαίο, δεν υπάρχουν υπερπτήσεις, δεν υπάρχει τοξική διατύπωση λόγου, δεν υπάρχει λεκτική επιθετικότητα, δεν υπάρχει απειλή χρήσης βίας» αναφέρει χαρακτηριστικά. Τη νέα αυτή πραγματικότητα, κατά τον υπουργό Εξωτερικών, αποτυπώνει η Κοινή Δήλωση Ελλάδας - Τουρκίας μετά την 4η Συνάντηση Θετικής Ατζέντας, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα στις 22 Μαρτίου, όπως άλλωστε και η πρόσφατη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, στις Βρυξέλλες. Παράλληλα, διαβεβαιώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει πλήρη επίγνωση των δυσκολιών των ελληνοτουρκικών σχέσεων και προσβλέπει στο ότι η Τουρκία θα ανταποκριθεί με συνέπεια και με καλή πίστη, σε σχέση με τις νέες προοπτικές που διαφαίνονται για μία ευοίωνη πορεία στις διμερείς μας σχέσεις, όχι μόνο στο εγγύς μέλλον, αλλά και μακροπρόθεσμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Νίκος Δένδιας αφού τονίζει πως η Ελλάδα πάντοτε έλεγε ότι επιδιώκει τον διάλογο κάτω ακριβώς απ' αυτές τις συνθήκες, διαμηνύει πως «οφείλουμε, έχουμε υποχρέωση, να ανταποκριθούμε σε μια τέτοια τουρκική συμπεριφορά».
Σχετικά με το αν διαρκέσει η τουρκική αυτή συμπεριφορά, ο Νίκος Δένδιας απαντά πως δεν μπορεί να το ξέρει και προσθέτει: «Αλλά φανταστείτε πόσο άσχημο θα ήταν εάν η Τουρκία τείνει χείρα συνεννόησης προς την Ελλάδα, η Ελλάδα να την αρνηθεί, δηλαδή να είναι ανακόλουθη με όσα η ίδια έλεγε μέχρι τώρα».
Στην κατεύθυνση αυτή, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον «τεράστιο συμβολισμό» της τουρκικής στήριξης στην ελληνική υποψηφιότητα για το Συμβούλιο Ασφαλείας. «Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είναι ό,τι εγγύτερο έχει η ανθρωπότητα σε μια παγκόσμια κυβέρνηση και είναι ακριβώς ο θεματοφύλακας του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του Διεθνούς Δικαίου», υπογραμμίζει.
Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, κάνει λόγο για παράθυρο ευκαιρίας και επαναλαμβάνει πως «η Ελλάδα είχε απόλυτη υποχρέωση να περάσει μέσα απ' αυτή την "πόρτα" που η Τουρκία άνοιξε και προσθέτει: Αν αυτό θα έχει μια ευτυχή κατάληξη ή είναι απλώς ένα παροδικό φαινόμενο, αυτό μόνο ο χρόνος μπορεί να το δείξει, αλλά θα ήταν ασυγχώρητο από την ελληνική πλευρά να μην επιχειρήσει να αξιοποιήσει αυτήν την αλλαγή".
Σε ό,τι αφορά την ελληνική στήριξη στην υποψηφιότητα των Τούρκων για τη θέση του Γενικού Γραμματέα του IMO, «θέση την οποία κατείχε και η Ελλάδα με έναν εξαιρετικό γενικό γραμματέα, τον ναύαρχο Ευθύμη Μητρόπουλο», ο υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει πως «είναι η γενική γραμματεία ενός Οργανισμού στον οποίο και εμείς μετέχουμε, στο Εκτελεστικό Συμβούλιο» και πως «είναι κάτι το παντελώς διαφορετικό». Απαντώντας στην κριτική ότι η στήριξη της τουρκικής υποψηφιότητας για τον Διεθνή Οργανισμό Ναυτιλίας είναι εσφαλμένα γενναιόδωρη με δεδομένο ότι η Άγκυρα δεν δέχεται το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και έχει κλειστά τα λιμάνια της για τα πλοία με σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Νίκος Δένδιας αναφέρει ότι σε κάθε σημαντική απόφαση στην εξωτερική μας πολιτική, σε σχεδόν κάθε συμφωνία που κάνει η Ελλάδα, όπως οι συμφωνίες με την Ιταλία, την Αίγυπτο, τη Γαλλία, τα ΗΑΕ, την Αλβανία, υπάρχουν κάποιοι που ισχυρίζονται ότι «έχουμε χάσει». «Στις διεθνείς σχέσεις τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία κατανόηση με ιδιαίτερα θετικό πρόσημο. Πιστεύω ότι είναι αναμφίβολα ένα βήμα το οποίο συμβάλλει στη δημιουργία ενός ηπιότερου κλίματος, που είναι απαραίτητο για να εξομαλυνθούν σε κάποιο βαθμό οι σχέσεις μας. Το αν θα υπάρξει συνέχεια εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από τις περαιτέρω κινήσεις της τουρκικής πλευράς» εξηγεί.
Ερωτηθείς αν στόχος της νέας σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης με την Τουρκία είναι τα «ήρεμα νερά» μέχρι τις εκλογές στις δύο χώρες ή μπορούμε να προσδοκούμε επίλυση της μοναδικής διαφοράς για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, ο Νίκος Δένδιας απαντά πως επιθυμία και στόχος της Ελλάδας είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με όλες τις γειτονικές χώρες, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. «Το πράξαμε με την Ιταλία και την Αίγυπτο, το δρομολογήσαμε με την Αλβανία. Θέλουμε να συνεχίσουμε τον σχετικό διάλογο με τη Λιβύη, μετά τον σχηματισμό δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης στη χώρα αυτή. Και προφανώς θέλουμε να το κάνουμε και με την Τουρκία, μέσα από έναν εποικοδομητικό διάλογο, ο οποίος, επαναλαμβάνω, θα πρέπει να διεξαχθεί στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας» καθιστά σαφές.
Μάλιστα, εκφράζει την ελπίδα το κλίμα αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε πρόσφατα μεταξύ των δύο κοινωνιών, να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι «είναι ακόμα νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα αν αυτό θα συμβεί». Ωστόσο, αναγνωρίζει «όσα έχουν επιτευχθεί μεταξύ των δύο χωρών την τελευταία περίοδο έχουν τη δική τους αξία, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε που βρισκόμασταν μόλις πριν μερικές εβδομάδες», και τονίζει πως «οφείλουμε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για την διατήρηση αυτού του κλίματος».
Απαντώντας στην ερώτηση αν είναι προτιμότερη η απευθείας συνεννόηση με την Τουρκία για τα φλέγοντα ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών ή θεωρεί ως αποτελεσματικότερη την μεσολάβηση φίλων και συμμάχων για τον κατευνασμό του τουρκικού επεκτατισμού, ο υπουργός Εξωτερικών ξεκαθαρίζει πως οι επαφές αυτές και η οποιαδήποτε συζήτηση πρέπει να γίνονται εντός ενός αυστηρού πλαισίου που διέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Από εκεί και πέρα, επισημαίνει πως η Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, έχει καταφέρει να καταστήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μέρος των ευρω-τουρκικών και αυτό της προσφέρει ένα ευρύτερο πλαίσιο δραστηριοποίησης. Στο σημείο αυτό, κάνει ειδική μνεία στο πλέγμα των σχέσεων και συμμαχιών που έχει διαμορφώσει η χώρα μας με κράτη στην ευρύτερη περιοχή, με τα οποία μοιράζεται κοινές θεωρήσεις. «Κάτι που, κατά τη γνώμη μου, μας παρέχει περαιτέρω εχέγγυα για την αντιμετώπιση των ζητημάτων της περιοχής» υπογραμμίζει και εκφράζει την πεποίθηση ότι «δρώντας από κοινού με έναν ευρύ κύκλο κρατών, συνδιαμορφώνουμε ένα περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας, ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα, τη θέση της χώρας και αυξάνοντας το γεωπολιτικό της αποτύπωμα. Θα ήταν σημαντικό σε αυτόν τον κύκλο να ενταχθεί και η Τουρκία».