Το ευρωπαϊκό πλαίσιο, εν όψει των εκλογών του Ιουνίου, αλλά και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τέθηκαν επί τάπητος, μεταξύ άλλων θεμάτων, στη συνέντευξη του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάση Κοντογεώργη, στο ertnews.
Με αφορμή ότι, προ της συνέντευξης του υφυπουργού, μεταδόθηκε ρεπορτάζ από τη Λέσβο και τη μαζική άφιξη τουριστών από την Τουρκία, ο Θ. Κοντογεώργης αναφέρθηκε στο πρόγραμμα 7ήμερης βίζας σε Τούρκους επισκέπτες: πέραν των προφανών ωφελειών, το πρόγραμμα «ενισχύει τους διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας, εντάσσονται και σε ένα γενικότερο κλίμα, το οποίο και οι δύο πλευρές σε ένα βαθμό επιθυμούμε και επιδιώκουμε. Τους δώδεκα μήνες φαίνεται ότι υπάρχει μια άμβλυνση της όξυνσης, μια αποκλιμάκωση της έντασης» ανέφερε και προσέθεσε: «Τα ζητήματα που αφορούν τις κυβερνήσεις και τις πάγιες θέσεις των δύο πλευρών είναι γνωστά, δεν παύει όμως να προσπαθούμε για τον παραγωγικό διάλογο σε ένα ήπιο κλίμα να προσπαθούμε να διευκολύνουμε τη συνεργασία των δυο χωρών».
Αναφερόμενος, εξ άλλου, στη Συνδιάσκεψη, την επόμενη εβδομάδα, για την προστασία των ωκεανών με τη συμμετοχή 113 κυβερνήσεων, επεσήμανε ότι «στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, υπάρχουν κάποιες δράσεις που αφορούν την πράσινη μετάβαση της Μεσογείου, την προστασία των ωκεανών από τα μικροπλαστικά, τη μετάβαση της ναυτιλίας σε ένα νέο μοντέλο - και εκεί, η ελληνική κυβέρνηση έχει ένα πλαίσιο δικών της δράσεων, μεταξύ των οποίων και τα δύο θαλάσσια πάρκα».
Ερωτηθείς δε, για την ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ επέμεινε τα πάρκα ότι είναι «ένα περιβαλλοντικό θέμα που ανταποκρίνεται στη Διακήρυξη των Αθηνών». Και, για την επικείμενη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τουρκία, επεσήμανε ότι «ο πρωθυπουργός ανταποδίδει την επίσκεψη του Προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα, μέσα στο πλαίσιο και το πνεύμα συνεννόησης».
Αλλάζοντας θέμα, στα ευρωπαϊκά ζητήματα, υπογράμμισε ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το αναγκαίο και το καλύτερο περιβάλλον για να διασφαλίσουμε τα συμφέροντά μας - και αυτό προϋποθέτει διαπραγματευτική ικανότητα, η οποία χτίζεται με την αξιοπιστία. Καταβάλλαμε, μετά από μια πολύχρονη κρίση, σημαντική προσπάθεια προκειμένου η χώρα μας να έχει έναν παραγωγικό ρόλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και να μην αντιμετωπίζεται ως παρίας».
Εν συνεχεία, όμως, άσκησε κριτική στους αντιπάλους της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας πως «στην όποια απόπειρα να συζητήσουμε πολιτικά, πώς η οικονομική ανάπτυξη βελτιώνει την καθημερινότητα των πολιτών, ποια είναι τα ζητήματα για την Ευρώπη την επόμενη ημέρα, γίνεται προσπάθεια για τοξικό περιβάλλον στην πολιτική αυτή συζήτηση», στην οποία συζήτηση «δεν μπορούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις να αντιπαρατεθούν, δυστυχώς δεν υπάρχουν προτάσεις, αναλώνονται σε μια εύκολη για τον κόσμο συνθηματολογία».
Για την ακρίβεια δε, δήλωσε: «Αν όχι κορυφαία, από τις κεντρικές στοχεύσεις είναι η σταθερή αύξηση των εισοδημάτων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και η βαθμιαία μείωση των ανισοτήτων. Αυτή είναι μια σταθερή επιδίωξη, στο επίκεντρο της οποίας είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος της ακρίβειας». Πιο αναλυτικά, «βλέπουμε κάποια αποτελέσματα χωρίς να λύνεται το πρόβλημα, υπάρχει μια αποκλιμάκωση ειδικά στις τιμές τροφίμων το τελευταίο διάστημα». Και την ίδια στιγμή, αυξάνεται ο κατώτατος μισθός, διατηρείται η ανάπτυξη, που «είναι το βασικό εργαλείο για να γεννώνται θέσεις εργασίας».
Επιστρέφοντας στο ευρωπαϊκό πεδίο, αναγνώρισε ότι στις αποφάσεις της «η Ευρώπη καθυστερεί παρά πολύ, στο τέλος μπορεί να λαμβάνει τη βέλτιστη απόφαση, όχι πάντα αλλά τις περισσότερες φορές. Στο μεσοδιάστημα όμως, για αυτό χρειάζονται ισχυροί εκπρόσωποι στο ευρωκοινοβούλιο και ισχυρή κυβέρνηση και ισχυρός πρωθυπουργός. Εμείς στο μεσοδιάστημα θα πρέπει να επηρεάζουμε την κατεύθυνση της Ευρώπης μέχρι να φθάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα» ήταν ένα άλλο σημείο που ανέδειξε με τη συνέντευξή του.
Στο θέμα της ασφάλειας, ο Θ. Κοντογεώργης διαβεβαίωσε ότι «αναδιοργανώνοντας, ενισχύοντας την ΕΛΑΣ, με στοχευμένες πολιτικές προσπαθούμε οι πολίτες να αισθάνονται στην καθημερινότητά τους ασφαλείς».
Με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών, διατύπωσε τη θέση ότι «δικαιοσύνη, κράτος, κόμματα πρέπει να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και ο καθένας να κάνει τη δουλειά του. Εμείς εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της και πιστεύουμε ότι την κάνει». Τέλος, ότι «τα κόμματα δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τέτοια γεγονότα για μικροπολιτικές στοχεύσεις».