Στο διακύβευμα των Ευρωεκλογών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο αναφέρθηκε ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας μιλώντας σήμερα στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών κατά τη διάρκεια συζήτησης που είχε με το δημοσιογράφο Απόστολο Μαγγηριάδη. Ο πρώην Πρωθυπουργός επιβεβαίωσε και τις φήμες που κυκλοφορούσαν για τη δημιουργία του Ινστιτούτου «Αλέξης Τσίπρας».
Όσον αφορά την Ευρώπη γενικά, ο Αλ. Τσίπρας στάθηκε στην «αξιοπρόσεκτη και επικίνδυνη άνοδο ενός ακροδεξιού λαϊκισμού», τονίζοντας πως οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στο «αίσθημα ανασφάλειας και φόβου» που έχει αναπτυχθεί εντός ενός σκηνικού αλλεπάλληλων κρίσεων, από την κρίση χρέους μέχρι τη γεωπολιτική κρίση και με φόντο την ευρύτερη κλιματική κρίση. Επίσης, αναφέρθηκε ως αιτία της ανόδου της Ακροδεξιάς στην «απαξίωση της πολιτικής», καλώντας την Αριστερά να «επαναπροσεγγίσει» την πολιτική και να εμπνεύσει «όραμα», «επαναπατρίζοντας» την «ασφάλεια». Συγκεκριμένα, συνέδεσε τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς με τα ζητούμενα της «οικονομικής ασφάλειας», της «κλιματικής ασφάλειας» και της «γεωπολιτικής ασφάλειας».
Για την Ελλάδα, σημείωσε, ότι εκτός από τον «ορατό και εδώ κίνδυνο της Ακροδεξιάς», το διακύβευμα είναι να «επανισορροπήσει το πολιτικό σύστημα», υπογραμμίζοντας την ανάγκη να αναδειχθεί η αξιωματική αντιπολίτευση ως μια δύναμη που μπορεί να «διεκδικήσει με αξιώσεις την κυβέρνηση». Έκανε λόγο επίσης, για «φθορά» της κυβέρνησης, με «καθυστέρηση ενός χρόνου, η οποία είναι «ευκαιρία» για την αξιωματική αντιπολίτευση. Προέβλεψε, μάλιστα ότι θα είναι «πρόβλημα» για την κυβέρνηση, εάν πάρει πολύ χαμηλότερο ποσοστό από τις εθνικές εκλογές, ανεξαρτήτως των ποσοστών των άλλων κομμάτων.
Ερωτηθείς σχετικά με την οικονομία, είπε πως αναμφίβολα η εικόνα των μακροοικονομικών μεγεθών είναι «θετική», κάτι για το οποίο, όπως τόνισε, οι προϋποθέσεις είχαν τεθεί την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με την ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές και της αξιοπιστίας, το μαξιλάρι, τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και της συμφωνίας για το χρέος. «Χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε κανένα περιθώριο αισιοδοξίας», σχολίασε.
Ωστόσο, εξέφρασε την ανησυχία του για τη μεσομακροπρόθεσμη περίοδο και τις «δυνατότητες διατήρησης των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης», όπως και για το «υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών» που έχει ως αποτέλεσμα ένα παραγωγικό μοντέλο που δεν είναι «ανταγωνιστικό». Υπογράμμισε, δε, ότι αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης «δεν διαχέονται με δικαιοσύνη στην ελληνική κοινωνία», ενώ υπενθύμισε ότι το 2007 η Ελλάδα ήταν στο 77% του μέσου όρου της ευρωζώνης όσον αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα και το 2022-23 έχει κατρακυλήσει στο 46%.
Κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις στην ΕΕ όσον αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, χαρακτήρισε «κρίσιμη» την έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας της εξωτερικής πολιτική της ΕΕ», διευκρινίζοντας, όμως, ότι δεν διασφαλίζεται μόνο με την «ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας», ασκώντας κριτική στην ΕΕ όσον αφορά τη μη λήψη διπλωματικών πρωτοβουλιών για την ειρήνη τόσο στον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα.
Σχετικά με τη συζήτηση για το ευρωομόλογο, πάντως, σημείωσε πως είναι κάτι που πρέπει να αναδειχθεί ως «εργαλείο αλληλεγγύης και συνεκτικότητας», τόσο για την άμυνα όσο και για την κλιματική κρίση, για τη διασφάλιση της δίκαιης μετάβασης αλλά και την αντιμετώπιση του δημογραφικού, μέσα από την ενίσχυση των ασφαλιστικών συστημάτων.
Για το ενδεχόμενο επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, ο Αλ. Τσίπρας δεν προέβλεψε κάποια «τρομακτική αλλαγή» όσον αφορά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ωστόσο, υπογράμμισε ότι αυτό που έχει σημασία απέναντι στις πολιτικές του είναι η «στρατηγική» που έχει η κάθε χώρα προκειμένου να «επωφεληθεί» κι αυτή, φέρνοντας ως παράδειγμα τις συμφωνίες που πέτυχε η Ελλάδα επί Τραμπ κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Σχολίασε, επίσης, ότι η Ευρώπη πρέπει «να ανησυχεί περισσότερο για ενδεχόμενη εκλογή της Λεπέν στη Γαλλία, παρά του Τραμπ».
Αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά, επισήμανε ότι η Τουρκία έχει «σαφή στρατηγική», αντίθετα με την Ελλάδα, σημειώνοντας ότι αυτήν την περίοδο η Τουρκία έχει «αποκλιμακώσει» την ένταση με την Ελλάδα για να πετύχει «όσα θέλει» με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Ως εκ τούτου, εκτίμησε πως η Ελλάδα θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί αυτήν την περίοδο για να «επισπεύσει» μια «λύση» στη βάση του διεθνούς δικαίου, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη «σύνδεσης» της προοπτικής της Χάγης με την αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης». «Αυτή θα έπρεπε να είναι η στρατηγική μας, αλλά δεν το βλέπω», είπε χαρακτηριστικά.
Ερωτηθείς σχετικά με τα αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που αναφέρονταν στο πρόσωπό του, σημείωσε ότι είχε το «θάρρος να πει τα πράγματα με το όνομά τους», παρόλο που είχε «εμμονή» με την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ -γιατί είχε ρίξει όλο του το «πολιτικό βάρος» εκεί για να «κρύψει τις ευθύνες» της γερμανικής κυβέρνησης. Μάλιστα, είπε πως υπάρχει «αντίστιξη ανάμεσα σε αυτά που καταγράφει ο Σόιμπλε στα απομνημονεύματά του» και σε αυτά που «εγχώριοι υποστηρικτές του» έλεγαν όλο το προηγούμενο διάστημα για τη στάση του στο δημοψήφισμα και συγκεκριμένα αναφέρθηκε στα περί «κωλοτούμπας» την ώρα που ο Σόιμπλε αναγνώρισε «αξιοπρόσεκτο ελιγμό» και μια «γενναία θέση». «Εγώ του είπα θα μείνω στην ευρωζώνη, αλλά θα πολεμήσω τη λιτότητα», είπε χαρακτηριστικά ο Αλ.Τσίπρας, ενώ επισήμανε ότι αυτό που «κατάφερε η Ελλάδα το 2018», δηλαδή να παραμείνει στην ευρωζώνη και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα, δεν ήταν καν στο «τραπέζι των διαπραγματεύσεων το 2015» και δεν θα συνέβαινε χωρίς «τη δραματοποίηση του 2015».
Κλείνοντας, ο Αλ. Τσίπρας αναφέρθηκε στα σχέδιά του για το μέλλον, τονίζοντας πως έχει μεν παραιτηθεί από την πρώτη γραμμή, ωστόσο δεν έχει παραιτηθεί από την πολιτική. «Είμαι ενεργός πολιτικά, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, με τα λάθη και τα σωστά. Έχουμε παρακαταθήκη πίσω μας σημαντική, στην οποία πρέπει να αναστοχαστούμε», είπε και εξήγησε πως δεν διεκδικεί πλέον κάτι για εκείνον, αλλά διεκδικεί τον ρόλο της «παραγωγής πολιτικής μέσα από τη δημιουργία του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας». «Δεν είμαι μόνο το Τικ Τοκ πολιτική. Να εμπνεύσουμε οράματα, ιδέες, αξίες».
Στο πλαίσιο, αυτό, είπε έρχεται σε επαφή με Έλληνες και ξένους συνεργάτες και έτσι τέθηκε το ζήτημα "rebranding Alexis Tsipras", ωστόσο ξεκαθάρισε ότι δεν θα κάνει rebranding στις «αξίες» που «πρεσβεύει και υπηρετεί».