«Οι "12 φοροελαφρύνσεις και τα 12 μέτρα εισοδηματικών ενισχύσεων" που διαφημίζει η κυβέρνηση και περιλαμβάνονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για το 2025 δεν μπορούν να εξωραΐσουν τον άδικο χαρακτήρα της ασκούμενης εδώ και έξι χρόνια φορολογικής πολιτικής. Ούτε απαντά πειστικά στα μεγάλα ζητήματα της χώρας, όπως είναι το δημογραφικό, το στεγαστικό, η κλιματική κρίση, η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος», σχολιάζει ο ΠΑΣΟΚ με αφορμή την κατάθεση του προσχεδίου.
Επιπλέον, όπως αποτυπώνεται και στους πολύ χαμηλούς μακροχρόνιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ -που σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο θα κινούνται στο 1% κατά μέσο όρο έως το 2038-, η κυβέρνηση σπατάλησε τη μεγάλη ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης για αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας. Με ποια αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα, λοιπόν, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προσδοκά αύξηση των επενδύσεων 8,4% για το 2025, ενώ το 2024 αναμένεται να αυξηθούν μόλις 6,7% την ώρα που στον προϋπολογισμό του 2024 η πρόβλεψη ήταν για 15,1%;
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η πραγματικότητα είναι ότι οι συνεχείς υπερβάσεις των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν οφείλονται στο δήθεν αναπτυξιακό «θαύμα», που διαφημίζει το κυβερνητικό επιτελείο, αλλά στη φορολογική αφαίμαξη των πιο ευάλωτων στρωμάτων και της μεσαίας τάξης.
Η μεγάλη εικόνα είναι ξεκάθαρη: Το πραγματικό ΑΕΠ του 2024 αυξάνεται κατά 10% περίπου σε σχέση με το 2019, αλλά τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν την ίδια περίοδο με πολλαπλάσια ταχύτητα, άνω του 22%. Τα έσοδα, δε, από τον ΦΠΑ το 2024 αναμένεται να είναι 38% σχεδόν υψηλότερα από το 2019. Όπως έχει επισημάνει και το ΚΕΠΕ σε πρόσφατη έκθεσή του, το φορολογικό μας σύστημα χαρακτηριστικά «τριτοκοσμικής χώρας που αδυνατεί να φορολογήσει δίκαια με βάση τη φοροδοτική ικανότητα των ατόμων».
Είναι προφανές πως η κυβέρνηση έχει μετατρέψει τον πληθωρισμό και τα υπερέσοδα από τους έμμεσους φόρους σε εργαλείο άσκησης της οικονομικής της πολιτικής, φουσκώνοντας τα έσοδα και τα ονομαστικά μεγέθη της ανάπτυξης που συμβάλλουν καθοριστικά στη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ.
Η σημαντικότερη όμως επίπτωση από την ασκούμενη οικονομική πολιτική αφορά την εν εξελίξει μεγάλη αναδιανομή πλούτου που συμβαίνει στη χώρα, εις βάρος του κόσμου της εργασίας. Το μερίδιο των κερδών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 40,7% το 2019 σε 45,1% το 2023. Την ίδια ώρα μάλιστα, που το ένα τρίτο των μισθωτών έχουν μισθό κάτω από 800 ευρώ μικτά και το 53% έχουν μικτό μισθό έως 1.000 ευρώ. Με άλλα λόγια, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού παρότι εργάζεται, αδυνατεί να τα βγάλει πέρα.
Έχει έρθει η ώρα για μια άλλη, προοδευτική οικονομική πολιτική. Για το ΠΑΣΟΚ, υπάρχει ένα ριζικά διαφορετικό κριτήριο επιτυχίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Στο επίκεντρο της δικής μας ατζέντας δεν βρίσκονται τα κέρδη των ολιγοπωλίων, αλλά μια δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη με αύξηση της απασχόλησης μέσα από τη δημιουργία καλά αμειβόμενων και ποιοτικών θέσεων εργασίας. Μόνο έτσι, οι νέες γενιές θα αποκτήσουν ξανά ελπίδα και προοπτική.