Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης ανέφερε, ότι δεν έχει τεθεί θέμα αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών και το θέμα αυτό δεν συνδέεται μετά όρια συνταξιοδότησης των λοιπών εργαζομένων, τα οποία θα παραμείνουν τα ίδια, κατά τις εργασίες της ετήσιας γενικής συνέλευσης των μελών της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ).
Αναλυτικότερα, ο κ. Φλωρίδης ανέφερε: «Η συζήτηση για τη Συνταγματική αναθεώρηση θα εκκινήσει προς το τέλος του 2025, αλλά αυτό βέβαια δεν αφαιρεί τη δυνατότητα από όλους μας να θέσουμε αυτά τα ζητήματα. Το λέω από τώρα για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Δεν έχει τεθεί θέμα αύξησης του ορίου ηλικίας παραμονής στο σώμα και αν αυξηθεί το όριο παραμονής για τους δικαστές θα γίνει σε εθελοντική βάση.
Αλλά και αν τεθεί θέμα αυτό δεν συνδέεται με τα όρια συνταξιοδότησης τα σημερινά που ισχύουν για τους λοιπούς εργαζόμενους καθώς αυτά θα παραμείνουν τα ίδια».
Ακόμη, ο υπουργός Δικαιοσύνης, ανέφερε ότι «πράγματι υπάρχει το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά θέλω να διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει θέμα υποκατάστασης του φυσικού δικαστή από την τεχνητή νοημοσύνη, δεν πρόκειται να γίνει αυτό από την κυβέρνηση» και προσέθεσε:
«Είναι ένα εργαλείο για να διευκολύνει. Εμείς εξετάζουμε να εισαχθεί στη μετάφραση κειμένων και για τη διερμηνεία, έτσι ώστε να επισπευστούν χρονικά οι διαδικασίες και οι εκδόσεις των αποφάσεων».
Τέλος, ο κ. Φλωρίδης ανέφερε ότι την άνοιξη θα υπάρξει νέα νομοθετική ρύθμιση, δηλαδή ένα πλήρες νομοθέτημα για τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών, έτσι ώστε μια σειρά από υποθέσεις να μπορούν να επιλυθούν έξω από τα δικαστήρια, ωστόσο θα παραμείνει κρίσιμος ρόλος των δικηγόρων.
Ο πρόεδρος της ΕΔΕ Χριστόφορος Σεβαστίδης, σχετικά με την αύξηση του ορίου ηλικίας εξόδου από το δικαστικό σώμα, ανέφερε:
«Φτάνουν στα αυτιά μας όλο και συχνότερα μηνύματα πως τα όρια συνταξιοδότησης θα τεθούν σε νέα βάση σε σχέση με τα 67 έτη που ορίζει σήμερα το Σύνταγμα. Με επιχειρήματα υπέρ της ενεργούς γήρανσης του πληθυσμού, της αδυναμίας των ασφαλιστικών συστημάτων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, καλλιεργείται εδώ και καιρό στην Ευρώπη ο σχεδιασμός για παράταση του εργάσιμου βίου.
Παρουσιάζεται μάλιστα ως οικειοθελής επιλογή των εργαζομένων η δουλειά μέχρι τα 70 ή και 72 έτη, τη στιγμή που είναι σε όλους γνωστό πως οι συντάξεις δεν επαρκούν πλέον να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες» και προσέθεσε:
«Γνωρίζουμε καλά και κατανοούμε πως η αύξηση του ηλικιακού ορίου αποχώρησης από την υπηρεσία για τους δικαστικούς λειτουργούς δεν είναι ο αυτοσκοπός αλλά το όχημα για να οδηγηθεί ολόκληρος ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας σε μια ανάλογη αύξηση.
Τα ηλικιακά όρια αποχώρησης των δικαστών από την υπηρεσία τους δεν είναι ζήτημα στενά συντεχνιακό αλλά βαθύτερα κοινωνικό και απαιτεί σύμπλευση και ενιαία στάση όλων των εργαζομένων».
Παράλληλα, ο πρόεδρος της Ένωσης, συνέδεσε την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, με την ανάληψη νέων καθηκόντων των δικαστικών στις Αρχές κ.λπ., μόλις συνταξιοδοτηθούν, υπογραμμίζοντας:
«'Αμεσα συνδέεται και το αίτημα για συνταγματική απαγόρευση ανάληψης δημόσιας θέσης από αφυπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς τουλάχιστον για διάστημα δύο ή τριών ετών μετά την αφυπηρέτηση. Ένα αίτημα του Δικαστικού Σώματος αρκετά προωθημένο και πρωτόγνωρο για την ελληνική κοινωνία, που ζητάει αυτοπεριορισμό για χάρη της ορθής λειτουργίας του πολιτεύματος» και επισήμανε:
«Εφόσον η κυβέρνηση αναγνωρίζει έμμεσα πως ο διορισμός δικαστικών λειτουργών σε θέσεις διοικητικές αμέσως μετά την συνταξιοδότησή τους θέτει σε αμφισβήτηση μία δικαστική σταδιοδρομία δεκαετιών και δημιουργεί υποψίες στην κοινωνία για το κατά πόσο η θεωρία των περιστρεφόμενων θυρών αγγίζει και τον τρίτο πυλώνα εξουσίας, είναι χρέος της Πολιτείας να προστατέψει τη Δικαιοσύνη στο ανώτατο επίπεδο θεσμικής κατοχύρωσης».
Ακόμη, ο κ. Σεβαστίδης αντιτάχθηκε στην εισαγωγή της τεχνικής νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη, κάτι το οποίο χαρακτήρισε «αναμφίβολα ζήτημα αιχμής» και επανέλαβε την αναγκαιότητα επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού (δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα θερινής άδειας).
Κατά τον χαιρετισμό του, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος επισήμανε ότι «υπάρχει τεράστιο πρόβλημα εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη και ο καθένας έχει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, αλλά και οι δικαστές έχουν μεγάλο μερίδιο» και συνέχισε:
«Που οφείλεται; Στο ότι οι δικαστές δεν ανταποκρίνονται σε εύλογο χρόνο στη διεκπεραίωση υποθέσεων, στην αντιμετώπιση των διαδίκων στο ακροατήριο, στην αλόγιστη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στις συνεχείς μισθολογικές διεκδικήσεις. Πολύ ορθά χτες το Μισθοδικείο εξέδωσε απόφαση ότι δεν εξαιρούνται οι δικαστές από την εισφορά αλληλεγγύης. Πρέπει κάποια στιγμή στη χώρα να υπάρξει το αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεν μπορεί ο διπλανός μας να παίρνει 700 ευρώ και εμείς να ζητάμε πάντα παραπάνω.
Ο ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων δεν πρέπει να είναι διεκδικητικός μόνο αλλά και στοχαστικός. Έχουμε ευθύνη ανάλογη του νομοθέτη. Ο λαός περιμένει σοβαρότητα. Πρέπει να έχουμε μια συμπεριφορά που να συνάδει σε δικαστικούς λειτουργούς».
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός, ανέφερε ότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ δείχνουν την προβληματική στάση του ΣτΕ, με την κυβέρνηση να αγνοεί παντελώς το δικηγορικό σώμα στην οικεία επιτροπή.
Σύμφωνα με τον κ. Βερβεσό, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ Ζουμπουλίδη και Τσιώλη κατά Ελλάδας καταδικάζουν το νομικό φορμαλισμό και την ακραία τυπολατρία.Τέλος, ο πρόεδρος του ΔΣΑ προσέθεσε ότι «το ΣτΕ παραμένει το πιο αργό δικαστήριο της Ευρώπης στην έκδοση αποφάσεων και η καθυστέρηση φτάνει και συχνά ξεπερνά τα όρια της αρνησιδικίας».