Το όραμα της ελληνικής κυβέρνησης είναι μια ενιαία αμυντική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό τόνισε ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, Γιάννης Κεφαλογιάννης, οποίος συμμετείχε χτες, Πέμπτη 30 Ιανουαρίου, στο 3ο Delphi Brussels Forum, όπου συζητήθηκαν οι τρέχουσες προκλήσεις της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι προοπτικές ενίσχυσης των στρατηγικών συμμαχιών.
Υπογράμμισε ότι η στρατιωτική επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχει αναδείξει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, με το ζήτημα των εξοπλισμών να έχει αποκτήσει κεντρική σημασία.
«Γνωρίζουμε», συνέχισε, «ότι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ συμφώνησαν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες και να ενισχύσουν την καινοτομία μέσω της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας».
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε επίσης στρατηγικό ενδιαφέρον για την ανάπτυξη μιας βιομηχανίας που μπορεί να παρέχει λειτουργικά και ολοκληρωμένα οπλικά συστήματα στους στρατούς των χωρών της ΕΕ» προσέθεσε.
«Έχει», συνέχισε, «καταστεί επείγον να καθοριστεί πώς θα αυξηθεί η παραγωγική ικανότητα, πώς θα μειωθεί το κόστος, πώς η Ευρώπη θα ενισχύσει τις βασικές στρατιωτικο-τεχνολογικές της δυνατότητες και πώς θα κινητοποιηθούν οι αναγκαίοι δημοσιονομικοί πόροι».
«Η επίτευξη κλίμακας και αποδοτικότητας», συμπλήρωσε, «απαιτεί κεφάλαια, τόσο για τη ζήτηση όσο και για την προσφορά. Από την πλευρά της ζήτησης, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί των ευρωπαϊκών χωρών επηρεάζουν την αξιοπιστία των μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων των κυβερνήσεων. Αυτό ισχύει για τον μεσοπρόθεσμο αμυντικό προγραμματισμό της Γερμανίας, καθώς και για άλλες χώρες της ΕΕ με αβέβαιες δημοσιονομικές προοπτικές (π.χ. Γαλλία και Ισπανία)».
«Η εξαίρεση από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς ορισμένων δαπανών για συμφωνημένες αμυντικές προτεραιότητες της ΕΕ, μπορεί να αποτελέσει μια λύση» επισήμανε.
«Από τα βόρεια και ανατολικά σύνορα της Ευρώπης έως τον νότο, αντιμετωπίζουμε αναθεωρητικές ατζέντες και παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Αυτές οι προκλήσεις υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη για μια ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση. Κανένα κράτος-μέλος δεν έχει την ικανότητα να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα ανεξάρτητα» ξεκαθάρισε.
Για την Ελλάδα, τόνισε ότι «αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα η ενίσχυση των μηχανισμών άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ, ώστε να δημιουργηθεί ένας ισχυρός αμυντικός πυλώνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
«Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η πρωτοβουλία του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ για τη δημιουργία ευρωπαϊκής ασπίδας αεράμυνας. Αυτό θα ενσωματώσει συμμαχικές και εθνικές προσεγγίσεις, αυξάνοντας τη συνοχή των διάφορων κατακερματισμένων και διαφορετικών εσωτερικών συστημάτων» υπογράμμισε ο κ. Κεφαλογιάννης.
Για την προσπάθεια ενίσχυσης της Έρευνας και Ανάπτυξης και τη δημιουργία ενός αμυντικού οικοσυστήματος καινοτομίας μέσω της ίδρυσης του ΕΛΚΑΚ, ανέφερε ότι η Ελλάδα «δεν πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά από εισαγωγές οπλικών συστημάτων από το εξωτερικό».
«Είναι πιο ακριβό, λιγότερο παραγωγικό και μερικές φορές πιο ριψοκίνδυνο» πρόσθεσε.
«Οι Ένοπλες Δυνάμεις μας πρέπει να βασίζονται περισσότερο στις δικές τους ικανότητες. Η στρατηγική αυτονομία μιας χώρας εξαρτάται από αυτή την ικανότητα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αμέσως, αλλά το πρώτο βήμα είναι καθοριστικό. Δεν είμαστε μια χώρα που στερείται ιδεών και διάθεσης ώστε να εμπλακούν ταλαντούχοι νέοι στην επιχειρηματικότητα. Το ερώτημα είναι πώς θα προσανατολίσουμε αυτές τις ιδέες στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι, επομένως, κρίσιμο να βρεθεί ένας θεσμικός τρόπος ώστε οι Ένοπλες Δυνάμεις να επικοινωνούν τον μακροπρόθεσμο εξοπλιστικό τους σχεδιασμό και τις ανάγκες τους για νέα συστήματα. Αυτό είναι που κάνει το ΕΛΚΑΚ» ανέλυσε ο κ. Κεφαλογιάννης.
«Με αυτόν τον τρόπο», συμπλήρωσε, «επιχειρήσεις startups και εταιρείες της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας θα μπορούν να αναπτύξουν τα δικά τους επιχειρηματικά σχέδια και να κατευθύνουν τις επενδύσεις και τις υποδομές τους στις ανάγκες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων».
«Μέσω του ΕΛΚΑΚ, του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας, επιδιώκουμε να αναπτύξουμε τις θεσμικές διαδικασίες που θα επιτρέψουν την ενσωμάτωση της τεχνολογίας και της καινοτομίας που παράγεται στη χώρα μας στις Ένοπλες Δυνάμεις» κατέληξε.