Γράφει η Λιλή Καρακώστα
Επειδή η Τράπεζα δεν του δάνειζε τα χρήματα που χρειαζόταν για την πτηνοτροφική του επιχείρηση, ο Θόδωρος Νιτσιάκος ζήτησε δανεικά από τους γονείς του. Εκείνοι, άνθρωποι της υπαίθρου και του μόχθου, πούλησαν τα πρόβατά τους για να τον βοηθήσουν, χωρίς να γνωρίζουν πως έβαζαν το πρώτο λιθαράκι σε μια αυτοκρατορία…
Παιδί της επαρχίας ο γεννημένος στην Αετομηλίτσα Ιωαννίνων, Θεόδωρος Νιτσιάκος, το 1944, ήταν αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη φύση και την αγροτική παραγωγή από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, μεγαλώνοντας, σπούδασε στη Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης και κατόπιν μετεκπαιδεύτηκε στην Ολλανδία σε θέματα πτηνολογίας.
Το πείσμα και τα δανεικά από τους γονείς
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, βρέθηκε μπροστά στην οδυνηρή αλήθεια της εποχής. Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση της Ελλάδας σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία επιχειρηματικής προοπτικής, οδηγούσαν σε τέλμα κάθε φιλοδοξία ενός νέου ανθρώπου που ήθελε να δημιουργήσει στον τόπο του.
Ο Θεόδωρος Νιτσιάκος όμως, δεν ήταν από τους ανθρώπους που απογοητεύονται εύκολα και το βάζουν κάτω. Το αντίθετο μάλιστα. Αποφασισμένος να δημιουργήσει μια μικρή μονάδα αναπαραγωγής πατρογονικών ορνίθων λίγο έξω από τα Ιωάννινα το 1972, ζητά από τους γονείς του ένα μικρό κεφάλαιο καθώς η Αγροτική Τράπεζα, δεν του δίνει όλο το δάνειο που ζητά για να εκπληρώσει το όνειρό του.
Άνθρωποι του μόχθου και της αγροτιάς οι γονείς του, δεν βρίσκουν άλλη λύση, από το να πουλήσουν τα πρόβατά τους για να τον βοηθήσουν στο ξεκίνημά του. Η μονάδα δημιουργείται το 1972 στο Μπιζάνι Ιωαννίνων και ο Θεόδωρος Νιτσιάκος εφαρμόζει εκεί όλα όσα διδάχθηκε στις σπουδές του.
Σε τροχιά ανόδου
Το 1980, δημιουργείται ένα πτηνοσφαγείο στο Ροδοτόπι Ιωαννίνων και μερικά χρόνια μετά, το 1993, η επιχείρηση «απογειώνεται» με τη λειτουργία νέου σύγχρονου εργοστασίου ζωοτροφών στην Πεδινή Ιωαννίνων δυναμικότητας 20 τόνων ανά ώρα. Σύντομα, η μικρή οικογενειακή επιχείρηση, μεταμορφώνεται σε μια υπερσύγχρονη μονάδα που καλύπτει την αναπαραγωγή, την εκκόλαψη, την πάχυνση, την παρασκευή πτηνοτροφών, τη σφαγή και μεταποίηση, το δίκτυο διανομής για όλη την Ελλάδα.
Οι επενδύσεις συνεχίζονται και έτσι το 1993, η Νιτσιάκος κατασκευάζει εργοστάσιο περαιτέρω επεξεργασίας κρέατος στην Άρτα που λειτουργεί ως θυγατρική (Foodmaster ΑΕΒΕ) ενώ 2 χρόνια μετά, το 1995, η εταιρία μετατρέπεται σε Α.Ε.
Τα επόμενα 5 χρόνια, ως το 2000 δημιουργούνται κέντρα διανομής στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις και το 2001 εξαγοράζεται από το συνεταιρισμό Βησαλτίας το πτηνοσφαγείο στη Νιγρίτα Σερρών, το οποίο και εκσυγχρονίζεται.
Όμως, ο ανήσυχος Θοδωρής Νιτσιάκος, δεν σταματά εδώ. Την ίδια χρονιά αγοράζει εγκαταστάσεις στη ΒΙ.ΠΕ Θεσσαλονίκης για αποθήκευση πρώτων υλών ζωοτροφών ενώ έχοντας αφουγκραστεί τις επιταγές των καιρών για καλύτερο ποιοτικά κρέας, το 2002, δημιουργεί πρότυπη φάρμα στα Δολιανά Ιωαννίων, 2.100 στρεμμάτων για βιολογικές καλλιέργειες και εκτροφή ελευθέρας βοσκής.
Η ανάπτυξη της εταιρίας ήταν επόμενο να φέρει και το δεύτερο εργοστάσιο που λειτούργησε στην Άρτα το 2003, μια χρονιά-ορόσημο, καθώς ακολούθησε και η βράβευση από τη GrowthPlus ως μια από τις 500 ταχύτερα αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις της Ευρώπης.
Φιλόδοξα σχέδια και επέκταση σε άλλους κλάδους
Τα επόμενα χρόνια, η ανάπτυξη είναι αλματώδης. Το 2004 κατασκευάζεται νέο κέντρο διανομής στον Ασπρόπυργο Αττικής και την επόμενη χρονιά, το 2005, λειτουργεί νέο τυποποιητήριο κρέατος στη ΒΙ.ΠΕ Ιωαννίνων καθώς και μια μονάδα παραγωγής τροφών για ζώα συντροφιάς, ένας νέος και πολλά υποσχόμενος κλάδος για την εταιρία Νιτσιάκος.
Η αύξηση των πωλήσεων και η διαρκής ανάπτυξη, φέρνουν το 2008 την κατασκευή νέου κέντρου διανομής στη ΒΙ.ΠΕ Θεσσαλονίκης καθώς και ενός εργοστασίου καύσης υποπροϊόντων για την παραγωγή ενέργειας στη ΒΙ.ΠΕ Ιωαννίνων. Το 2010, διατίθενται στην αγορά κρέατα γαλοπούλας και κουνελιού ελληνικής εκτροφής.
Η στροφή της εταιρίας Νιτσιάκος στις «πράσινες» μορφές ενέργειας είναι πλέον εμφανής. Έτσι, τη διετία 2013-2014, γίνεται εγκατάσταση λεβήτων βιομάζας σε όλες τις βιομηχανικές μονάδες της εταιρείας. Αλλά η πράσινη ενέργεια δεν είναι η μόνη τάση την οποία υπηρετεί πλέον πιστά η εταιρία. Σκοπός της είναι και η αναγνώριση εκτός συνόρων και για τον λόγο αυτό, το 2014, σύναψε συμβόλαια για εξαγωγή 20.000 τόνων σκληρού σίτου ελληνικής παραγωγής.
Παράλληλα η εταιρεία εκμεταλλευόμενη τις υποδομές της σε Ήπειρο και Μακεδονία, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην αγορά των αυγών εκκολάψεως και νεοσσών, στην εμπορία πρώτων υλών ζωοτροφών και την παραγωγή ζωοτροφών για όλα τα παραγωγικά ζώα.
Την τελευταία δεκαετία, η Νιτσιάκος υλοποίησε ένα φιλόδοξο επενδυτικό πλάνο που της εξασφάλισε συνέχιση της αναπτυξιακής της πορείας στις κύριες δραστηριότητες της και επιπλέον επέτρεψε την είσοδο της στην αγορά της ξηράς τροφής για ζώα συντροφιάς, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην Ελλάδα κύκλωμα παραγωγής για νωπά τεμάχια γαλοπούλας και κουνέλι, την παραγωγή άλευρων για την αρτοποιΐα και τη βιομηχανία, και την εισαγωγή και εμπορία ενός νέου οικονομικού και φιλικού προς το περιβάλλον τύπου βιομάζας από φλοιό ηλιόσπορου. Αρκεί να σημειωθεί πώς στην τριετία 2014-2016, η «Νιτσιάκος» υλοποίησε επενδυτικό πλάνο ύψους 4 εκατ. ευρώ, ένα πλάνο που φαίνεται πως ήδη απέδωσε καρπούς καθώς βελτιώθηκε αισθητά η οικονομική θέση της εταιρίας.
Ηγετική θέση στην αγορά
Σήµερα, η Νιτσιάκος διαθέτει δέκα εργοστάσια και εγκαταστάσεις συνολικά σε Ιωάννινα, Άρτα, Θεσσαλονίκη και Νιγρίτα Σερρών. Σε μια έκταση 50 στρεμμάτων στα Ιωάννινα, η εταιρεία έχει δημιουργήσει ένα σύμπλεγμα υπερσύγχρονων εγκαταστάσεων συνολικής επιφάνειας 12.000 τμ, ενώ το δεύτερο εργοστάσιο της βρίσκεται στην Άρτα.
Δραστηριοποιείται, εκτός από το κοτόπουλο, και σε άλλα προϊόντα µε µεγάλη επιτυχία, όπως η γαλοπούλα και το κουνέλι, στον κλάδο των αλεύρων για ανθρώπινη κατανάλωση και στις ζωοτροφές, οι οποίες έχουν φτάσει να αντιπροσωπεύουν το 40% των συνολικών πωλήσεων. Η εταιρεία απασχολεί περισσότερα από 600 άτομα, ενώ 180 πτηνοτρόφοι εκτρέφουν ζώα για την εταιρεία.
Είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός κρέατος κοτόπουλου στην Ελλάδα, εκ των σημαντικότερων επιχειρήσεων εμπορίας δημητριακών και σογιαλεύρου και μέσα στις 10 μεγαλύτερες βιομηχανίες τροφίμων της χώρας με βάση το τζίρο.
Η εταιρία που λάνσαρε το «μαύρο κοτόπουλο»
Μια εταιρία σαν τη Νιτσιάκος που επενδύει καθημερινά στην καινοτομία δεν θα μπορούσε παρά να αναζητεί τρόφιμα υψηλής διατροφικής αξίας για τους καταναλωτές της. Στο πλαίσιο αυτό, η Νιτσιάκος, λανσάρισε πρώτη στην Ελλάδα το «μαύρο κοτόπουλο», μια κατεξοχήν γαλλική ράτσα που η εκτροφή του γίνεται σε ελάχιστες χώρες παγκοσµίως.
«Περήφανα και κοµψά, τα µαύρα φτερά τους µε τις µπλε ανταύγειες καθιστούν αυτά τα κοτόπουλα της Αλσατίας τα πιο δηµοφιλή πτηνά στη Γαλλία. Έχοντας εκτραφεί υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν τη βέλτιστη διαβίωση των ζώων, πρόκειται για µία µαύρου φτερώµατος αγροτική ράτσα βραδείας ανάπτυξης µε χαρακτηριστικό γνώρισµα τον γυµνό λαιµό. Η ανώτερη ποιότητα και γεύση τους οφείλεται τόσο στη διάρκεια εκτροφής τους, η οποία υπερβαίνει τις 90 ηµέρες, όσο και στο ειδικά διαµορφωµένο σιτηρέσιο µε το οποίο τρέφονται, που είναι 100% φυτικής προέλευσης και αυξηµένο σε κυτταρίνες», είχε αναφέρει η εµπορική διευθύντρια της εταιρείας, Μαριλένα Νιτσιάκου σε παλιότερη συνέντευξή της για το προϊόν που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους Έλληνες καταναλωτές.
Τα διατροφικά πλεονεκτήματα του μαύρου κοτόπουλου άλλωστε ήταν αυτά που το έκαναν να ξεχωρίσει ανάμεσα στον ανταγωνισμό: «Το κρέας του είναι εξευγενισµένο και εξαιρετικά γευστικό, τα φιλέτα του έχουν λεπτότητα στη γεύση χάρη στην αργή ανάπτυξη του πτηνού και το κρέας του ποδιού του είναι πιο κόκκινο και ευώδες. Από την άλλη µεριά, λόγω του ειδικού τρόπου εκτροφής των πτηνών, της ηλικίας, αλλά και της πλούσιας σε δηµητριακά διατροφής τους, το τελικό προϊόν έχει πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήµατα έναντι των συµβατικών πουλερικών: αυξηµένη πρωτεΐνη, λιγότερο νερό, λιγότερα λιπίδια, καλά επίπεδα σε ανόργανα άλατα, καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε κάλιο και φώσφορο, γεγονός που το καθιστά ιδανικό και για την παιδική διατροφή», συμπλήρωνε η Μαριλένα Νιτσιάκου.
Η οικονομική κρίση και η πίστη στην ποιότητα
Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης που έπληξε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά όλο τον κόσμο, δεν επηρέασαν αρνητικά την εταιρία Νιτσιάκος, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά αντίθετα, έδωσαν ώθηση στις πωλήσεις της καθώς το φθηνότερο κοτόπουλο εκτόπισε το ακριβό κρέας από το τραπέζι των καταναλωτών.
Η βελτίωση της οικονομικής θέσης της Νιτσιάκος τα τελευταία χρόνια ήταν αποτέλεσμα των υψηλών πωλήσεων που εμφανίζει η δραστηριότητα της παραγωγής των pet food στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως επίσης και αυτή των λοιπών λευκών κρεάτων (γαλοπούλα, κουνέλι) στην οποία εισήλθε από το 2010.
Και όλα αυτά χάρη στο όραμα και το πείσμα ενός ανθρώπου, του Θεόδωρου Νιτσιάκου που με δανεικά χρήματα, δημιούργησε από το μηδέν μια αυτοκρατορία, χωρίς όμως ποτέ να κάνει «εκπτώσεις» στην ποιότητα. Ίσως γιατί το αγαπημένο ρητό του, που αποτελεί και την βασικότερη αρχή την οποία και στηρίζει πιστά η εταιρία, ανήκει στον Αριστοτέλη, που είχε πει πως «το φάρµακό µας είναι η τροφή µας»…