Ήταν 1860, όταν ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης, ανακάτευε στο καζάνι τα πολύτιμα συστατικά στο νησί της Λέσβου προκειμένου να φτιάξει ένα ούζο που όμοιό του δεν υπήρχε. Και, όπως απέδειξε η ιστορία, τα κατάφερε και με το παραπάνω…
Γράφει η Λιλή Καρακώστα
Δύσκολα τα χρόνια εκείνα για την Ελλάδα που βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή, με τους Έλληνες να δοκιμάζουν την τύχη τους σε πολλά σημεία του πλανήτη, προσδοκώντας ένα καλύτερο μέλλον για την πατρίδα τους.
Ανάμεσά τους και ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης, που το 1856, φτάνει στο Πλωμάρι της Λέσβου, φορτωμένος με την εμπειρία και τη γνώση της απόσταξης από την Οδησσό της Ρωσίας. Στο Πλωμάρι εκείνη την εποχή, η βιομηχανική παραγωγή βρισκόταν σε έξαρση, το διεθνές εμπόριο άνθιζε και ο Πλωμαρίτης δάσκαλος του Γένους, Βενιαμίν ο Λέσβιος, έβαζε με τους άλλους Φιλικούς τα θεμέλια της Νεότερης Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου.
Κοιτίδα του εμπορίου ήταν τότε το λιμάνι στο Πλωμάρι, με τα εμπορεύματα να φορτώνονται καθημερινά στα καράβια και να ταξιδεύουν σε μακρινές θάλασσες. Ευλογημένος τόπος και η Λέσβος με την εύφορη γη της και τα αρωματικά φυτά να αναδίδουν το άρωμά τους, ήταν το μέρος εκείνο που ο Βαρβαγιάννης θέλησε να «ριζώσει» και να προκόψει.
Ο τελειομανής Βαρβαγιάννης και το μοναδικό γλυκάνισο
Ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης, δεν χάνει καιρό. Έχοντας αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία στην απόσταξη στην Οδησσό, «εκμεταλλεύεται» το αξεπέραστο γλυκάνισο και τα εκατοντάδες σπάνια αρωματικά φυτά που φύονται στο νησί και ξεκινά τη διαδικασία της πρώτης απόσταξης και την παραγωγή του άριστης ποιότητας ούζου.
Οι πρώτες δοκιμές είναι εξαντλητικές. Ο Βαρβαγιάννης, κάνει τη νύχτα μέρα δοκιμάζοντας ξανά μέχρι να βρει την τέλεια φόρμουλα για το ούζο του. Δίνει έμφαση στις εξαιρετικές πρώτες ύλες (νερό, οινόπνευμα, γλυκάνισο) αλλά θεωρεί πως πρέπει και το καζάνι να είναι υψηλών προδιαγραφών, κάτι που δεν υπάρχει τότε στο μικρό νησί.
Χωρίς να διστάσει λεπτό, παραγγέλνει στην Κωνσταντινούπολη το 1858, ένα καζάνι αντάξιο των προσδοκιών του. Κέντρο του εμπορικού κόσμου τότε η Πόλη με ξακουστούς τεχνίτες από όλο τον κόσμο, ήταν το μέρος που χτυπούσε δυνατά η «καρδιά» του εμπορίου.
Με τα κατάλληλα εργαλεία και υλικά στα χέρια, ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης, δημιουργεί επιτέλους ένα ούζο μοναδικό στη γεύση και στο άρωμα, το περίφημο Ούζο Βαρβαγιάννη Μπλε. Σύντομα, το ούζο του, γίνεται διάσημο στην τοπική κοινωνία της Λέσβου-και όχι μόνο-καθώς συντροφεύει ολοένα και περισσότερες παρέες που το αναζητούν σε κάθε ευκαιρία.
Η χώρα αλλάζει-όχι όμως και το ούζο Βαρβαγιάννη
Το 1912, είναι μια ημερομηνία-ορόσημο όχι μόνο για την εταιρία Βαρβαγιάννη αλλά και για όλη την Ελλάδα καθώς έρχεται η πολυπόθητη απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Η Ελλάδα, αρχίζει να ενώνει και πάλι τα χαμένα της κομμάτια και το εμπόριο γνωρίζει δόξες με το Ούζο Βαρβαγιάννη να πρωταγωνιστεί.
Η χαρά ωστόσο δεν κράτησε πολύ καθώς το 1922, η Ελλάδα ενώ προσπαθεί να ορθοποδήσει, δέχεται το ανεπανόρθωτο πλήγμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η χώρα υποφέρει από το δράμα των χιλιάδων ξεριζωμένων από την πατρίδα τους προσφύγων και το επιχειρείν, δέχεται ισχυρό πλήγμα. Η εταιρία Βαρβαγιάννη, όπως άλλωστε και όλες οι επιχειρήσεις που βρίσκονταν απέναντι από τα μικρασιατικά παράλια, συνδράμει με όλες τις δυνάμεις προκειμένου να απαλύνει τον πόνο και τον ξεριζωμό των προσφύγων.
Όμως, όπως η ιστορία, έτσι και η ζωή κάνει κύκλους. Και την απόλυτη δυστυχία και τον πόνο, ακολουθούν μέρες χαράς και δημιουργίας. Η εταιρία Βαρβαγιάννη μεγαλώνει, το ούζο της γίνεται ολοένα και πιο γνωστό και το 1965, ξεκινούν οι εξαγωγές μαζί με την πανελλαδική κάλυψη. Το ούζο Βαρβαγιάννη μπορούσες πλέον όχι μόνο να το βρεις σε όλη την Ελλάδα αλλά και σε πολλά σημεία του κόσμου.
Τα χρόνια περνούν, με την εταιρία Βαρβαγιάννη να μην χάνει στιγμή την αυθεντικότητά της. Το 1982, μεταφέρεται στο ιδιόκτητο αποστακτήριό της ενώ παράλληλα επενδύσει και στον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού εξοπλισμού της.
Ωστόσο, η δεκαετία σημαδεύεται και από το θλιβερό γεγονός του θανάτου του αναμορφωτή της ποτοποιίας και γιου του ιδρυτή Ευστάθιου, του Ιωάννη Βαρβαγιάννη.
Σήμερα, με την εταιρία να έχει αντισταθεί δυναμικά στην οικονομική κρίση και να έχει ξεχωρίσει από τον ανταγωνισμό, το ούζο Βαρβαγιάννη, εξάγεται σε 18 χώρες, εκ των οποίων οι περισσότερες είναι ευρωπαϊκές ενώ εξαγωγές γίνονται και στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία, με το 20% της παραγωγής να προορίζεται για εξαγωγικούς σκοπούς. .
Μουσείο Ούζου: Η ιστορία μέσα σε ένα ποτήρι
Το 1997, η πέμπτη γενιά της οικογένειας Βαρβαγιάννη, δημιούργησε στο Πλωμάρι το πρώτο Μουσείο Ούζου στην Ελλάδα, που βρίσκεται δίπλα στα σύγχρονα, ιδιόκτητα αποστακτήρια της ποτοποιίας. Εκεί, η τεχνολογία συνυπάρχει με την ιστορία και την παράδοση. Στους ανενεργούς πια άμβυκες, είναι γραμμένη η ιστορία της ελληνικής ποτοποιίας καθώς η ιστορία των 150 ετών παράδοσης της οικογένειας Βαρβαγιάννη στην παραγωγή του ούζου.
Στο μουσείο εκτίθενται τα πρώτα εργαλεία που χρησίμευαν για την εμφιάλωση και την επικόλληση της διάσημης Μπλε ετικέτας και το πρώτο καζάνι που κατασκευάστηκε το 1858 στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο δοκιμάστηκαν μυστικά αιώνων και τεχνικές για να γεννηθούν οι συνταγές της οικογένειας Βαρβαγιάννη. Στο Μουσείο Ούζου Βαρβαγιάννη, διεξάγονται γευσιγνωσίες ούζου, καθώς και οπτικοακουστικές περιηγήσεις στα αγγλικά και τα ελληνικά.
Πρώτα η ποιότητα και μετά το κέρδος
Η οικογενειακή παράδοση από γενιά δεν περιλαμβάνει μόνο τη μυστική συνταγή για την παρασκευή του ούζου αλλά και την πίστη στην λεπτομέρεια και την προσήλωση στην τελειότητα ως αναπόσπαστο κομμάτι της υψηλής ποιότητας.
Αυτή την αγάπη στην τελειότητα κληρονόμησε από τον πατέρα του Ευστάθιο και ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης, όπως γλαφυρά αφηγείται σε παλιότερη συνέντευξή του, ο εγγονός του. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι πριν αρκετά χρόνια, μια πολύ μεγάλη εταιρεία ζήτησε από τον παππού μου, Ιωάννη Βαρβαγιάννη να αγοράσει μια υπερβολικά μεγάλη ποσότητα ούζου! Μιλάμε όμως για μια πραγματικά μεγάλη ποσότητα που θα απέφερε προφανώς και απίστευτα κέρδη! Ωστόσο, εκείνος τους απάντησε αρνητικά, εξηγώντας ότι μπορεί να τους πουλήσει μόνο όσο ούζο έβγαζαν τα καζάνια του και τίποτε παραπάνω! Είναι δεδομένο ότι άλλοι, θα έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να τους προμηθεύσουν την ποσότητα που ζητούσαν το συντομότερο δυνατό αλλά η επιμονή του να γίνουν όλα σωστά κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του στην απόσταξη, καθώς και η εντιμότητα του προς τους πελάτες και τους προμηθευτές, τον απέτρεψαν από κάτι τέτοιο».
Όταν η φορολογία απειλεί το ούζο
Η αιωνόβια πλέον εταιρία μπορεί να ξεπέρασε δύσκολες εποχές, όμως πλέον αντιμετωπίζει έναν εξίσου επικίνδυνο εχθρό: την υψηλή φορολογία που ευνοεί το λαθρεμπόριο.
«Η τρομακτική φορολογία με την οποία επιβαρύνθηκε το ούζο στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων, εκτός από τις καταστροφικές συνέπειες που είχε στην κατανάλωση, οδήγησε στην αθρόα λαθραία εισαγωγή απομιμήσεων τσίπουρου και ούζου από διάφορες βαλκανικές χώρες – «νύχτα με νταλίκες φέρνουν ολόκληρα βυτία» με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει η περιοχή της Βορείου Ελλάδος – και όχι μόνο – με φθηνό και εξαιρετικά υποβαθμισμένο προϊόν, το οποίο εκ των πραγμάτων ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό «κανιβαλίζοντας» ένα από τα πιο παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα (όπως επίσης και το εμφιαλωμένο τσίπουρο)», ανέφερε σε συνέντευξή της, η Βάγια Βαρβαγιάννη, τονίζοντας πόσο το ίδιο το κράτος πολεμά ένα προϊόν που ακόμη αντιστέκεται…
Το καλά κρυμμένο μυστικό της επιτυχίας
Σήμερα, στο Πλωμάρι της Λέσβου, στα σύγχρονα, ιδιόκτητα αποστακτήρια της Ποτοποιίας Βαρβαγιάννη, η τεχνολογία συνυπάρχει σε απόλυτη αρμονία με την ιστορία και την παράδοση.
Η οικογένεια Βαρβαγιάννη παραμένει άρρηκτα δεμένη και λαμβάνει από κοινού όλες τις αποφάσεις που αφορούν την εταιρία. Στο «τιμόνι», βρίσκεται πλέον, η πέμπτη γενιά που αποτελείται από την Βάγια Βαρβαγιάννη και τα αδέρφια της, Στάθη και Μανώλη, που συνεχίζουν με την ίδια προσήλωση την οικογενειακή παράδοση και ήδη λάνσαραν το Ούζο Βαρβαγιάννη Πράσινο, ένα γνήσιο απόσταγμα 100% που παράγεται στους 42% Vol. Ωστόσο, η επόμενη, η έκτη δηλαδή γενιά της οικογένειας, ήδη προετοιμάζεται να αναλάβει δράση…
Τα τελευταία χρόνια, η εταιρία έχει προχωρήσει σε μία εκ βάθρων αναδιοργάνωση στο επίπεδο της παραγωγής ανανεώνοντας τα μηχανήματά της, ενώ αγόρασε και καινούργια καλούπια για τις συσκευασίες από την Ιταλία.
Και αν αναρωτιέστε, ποιο είναι το μυστικό που καθιστά ένα ποτό, όπως το ούζο να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό σε μια «δύσκολη» αγορά, όπως η ελληνική αλλά και να επιβιώνει κόντρα στους χαλεπούς καιρούς, η εταιρία Βαρβαγιάννης απαντά, πως μπροστά στην υψηλή ποιότητα, δεν λογαριάζει κόστος συστατικών, χρόνο παρασκευής και κόπο ενώ πολλές είναι οι φορές που έχει αρνηθεί υπέρογκα ποσά εξαγοράς από τρίτους. Ίσως γιατί γνωρίζει καλά, πως η επιτυχία είναι «οικογενειακή» υπόθεση…