Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε ένα εξάμηνο ο σημερινός πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Πορτογάλος πρώην πρωθυπουργός κ. Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, θα παραδώσει τα ηνία του σημαντικότερου εκτελεστικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και η μάχη για την διαδοχή του είναι ήδη ζωηρή. Όλα δείχνουν δε ότι ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης σημερινός πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κ. Μάρτιν Σουλτζ, είναι ο πιθανότερος αντικαταστάτης του κεντροδεξιού απερχόμενου προέδρου.
Μέσα σε αυτό το κλίμα επιβάλλεται μία αποτίμηση του δεκαετούς έργου του κ. Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, στην θητεία του οποίου η ΕΕ πέρασε από τα 17 μέλη στα 28 σήμερα. Επρόκειτο δε για την πιο θεαματική διεύρυνση του κοινοτικού μορφώματος, γεγονός που έχει βέβαια κα την ανάλογη ιστορική σημασία.
Ευθύς εξ αρχής πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι μια μη εκλεγμένη κυβέρνηση του ευρωπαϊκού μορφώματος, όπως αυτό αποφασίστηκε σε θεσμικό επίπεδο στην Ρώμη το 1957. Ωστόσο, καλείται να εκτελέσει πολιτικές αποφάσεις των Συμβουλίων Υπουργών, με βασικό κριτήριο την συμβατότητά τους με τις Συνθήκες.
Κατά συνέπεια, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –που ο αντιευρωπαίος Ανδρέας Παπανδρέου εντελώς παραπλανητικά αποκαλούσε «Διευθυντήριο των Βρυξελλών»– στην ουσία εφαρμόζει πολιτικές και κάνει προτάσεις για την καλύτερη εφαρμογή τους. Επίσης, η Επιτροπή είναι ο θεματοφύλακας των Συνθηκών και άρα πρέπει να επιβλέπει την εφαρμογή τους και να προωθεί την τήρησή τους σε όλα τα επίπεδα ισχύος τους.
Ως εκ των ιδιοτήτων της, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι από τα κορυφαία θεσμικά όργανα της Ενώσεως και από τις δραστηριότητές της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και το κύρος της τελευταίας, ταυτοχρόνως με την εικόνα της.
Στο επίπεδο αυτό, όμως, πρέπει να ομολογηθεί ότι η μετά τον Ζακ Ντελόρ Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέχει πολύ, σε εικόνα, από τού να είναι στο ύψος που θα έπρεπε. Βέβαια, μετά τον Γάλλο πρόεδρό της –που θεωρείται και ο αρχιτέκτονας της ενιαίας αγοράς, άρα και του ενιαίου νομίσματος– ο προεδρίες των Ζακ Σαντέρ και Ρομάνο Πρόντι που ακολούθησαν δεν ήσαν οι καλύτερες δυνατές. Εύκολα έτσι υπονομεύθηκαν από το αγγλοσαξωνικό κατεστημένο, που είναι πανίσχυρο εντός και εκτός Επιτροπής, και το οποίο στην ουσία ελέγχει ζωτικούς μηχανισμούς της.
Είναι δε εντυπωσιακό να πληροφορηθεί κανείς ότι το αγγλοσαξωνικό κατεστημένο της Επιτροπής αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε με την πλήρη ανοχή του γαλλο-γερμανικού άξονα, ο οποίος πίστευε ότι με τον τρόπο του έδινε …μαθήματα δημοκρατίας. Έτσι, οι παράγοντες του κατεστημένου αυτού –στο οποίο κορυφαίος είναι και ο ρόλος των Ολλανδών– κατάφεραν να αποσταθεροποιήσουν την Επιτροπή Ζακ Σαντέρ, με αφορμή ένα γελοίο δήθεν σκάνδαλο της Γαλλίδας Επιτρόπου (διόλου τυχαία η επιλογή) Εντίθ Κρεσόν και στην συνέχεια υπονόμευσαν σε διοικητικό επίπεδο την Επιτροπή Ρομάνο Πρόντι.
Ο Βρεταννός Επίτροπος, πρώην τροτσκιστής επικεφαλής των Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο Νιλ Κίννοκ, κατάφερε (κατά την δοκιμασμένη βρεταννική τακτική) να διαιρέσει το προσωπικό της Επιτροπής σε θεσμικό επίπεδο, παράλληλα δε συνέβαλε πολλαπλώς και στην ισχυροποίηση των αγγλοσαξωνικών ομάδων πιέσεως στις Βρυξέλλες –που ξεπερνούν τις χίλιες και είναι τα ισχυρότερα λόμπυ στην βελγική πρωτεύουσα, σήμερα δε πρωταρχικός σκοπός τους είναι να υπονομεύσουν την γερμανική παρουσία στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Έτσι, από την εποχή Ζακ Ντελόρ και μετά την περίφημη συμφωνία Μιττεράν-Κολ για την επανένωση της Γερμανίας, το αγγλοσαξωνικό κατεστημένο –που θέλει μια χαλαρή Ευρώπη, πάντα εξαρτημένη από αυτό– είναι και η αφετηρία των θεωριών περί γερμανικής Ευρώπης, που για την ώρα δεν έχει καμμία σχέση με την πραγματικότητα.
Αντιθέτως, η Γερμανία επιθυμεί να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, όχι όμως με τους όρους του αγγλοσαξωνικού καπιταλισμού αλλά με αυτούς του αντίστοιχου ρηνανικού, που είναι και η περίφημη αρχή της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία, σε συνεργασία πάντα με την Γαλλία, προωθεί μία περισσότερο πολιτική και λιγότερο διακυβερνητική Ευρώπη, που είναι και μόνιμος βρεταννικός στόχος.
Επίσης, γερμανική επιδίωξη είναι και η ενίσχυση της ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής πραγματικής οικονομίας, σε αντίθεση με το Λονδίνο, που φιλοδοξεί να ισχυροποιήσει την θέση του ως παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κέντρο –γι αυτό, εξάλλου, παραμένει εκτός ευρωζώνης, για να δείχνει την διαφορά του.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι στους κόλπους της ΕΕ υπάρχει μία ουσιαστική αντιπαράθεση και όσοι κατηγορούν την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ για μη επίδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης απλώς ξεχνούν ότι, χωρίς μία ισχυρή Γερμανία, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα βρισκόταν σήμερα στα πρόθυρα πλήρους καταρρεύσεώς του.
Σε αυτή την κρίσιμη για την Ευρώπη φάση, δύσκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο του κ. Μπαρόζο είναι επιτυχημένο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει σήμερα αρκετά προβλήματα συνοχής και σε αρκετές περιπτώσεις δυσλειτουργεί. Μετά τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις, τα περισσότερα από τα νέα στελέχη της Επιτροπής όχι μόνον δεν έχουν κανένα συναφές με την αποστολή τους όραμα, αλλά αγνοούν και μεγάλα κομμάτια της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Έτσι, σε επίπεδο επικοινωνίας προς τα έξω, η πολιτική της Επιτροπής είναι υποτονική, στεγνή και όχι λίγες φορές ακαταλαβίστικη για τον κοινό πολίτη. Αρκετοί Επίτροποι, με τον πρόεδρό τους στην πρώτη θέση, φροντίζουν επιμελώς την στενή προσωπική τους προβολή, αλλά για την Ευρώπη και το ιστορικό της μέλλον ουδείς λόγος…
Υπό αυτές τις συνθήκες, σε μιαν Ευρώπη που είναι σοβαρά αποδυναμωμένη σε παγκόσμιο επίπεδο, ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα έχει ένα πολύ δύσκολο έργο να φέρει εις πέρας. Και αν θέλει να πετύχει θα πρέπει, πριν απ’ ό,τιδήποτε άλλο, να δώσει ψυχή στα καθήκοντά του…