Του Αθαν. X. Παπανδρόπουλου
Το έχουμε ξαναγράψει και θα το επαναλαμβάνουμε μονίμως: το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας δεν είναι το δημόσιο χρέος της. Μετά από αλλεπάλληλες ρυθμίσεις, «κουρέματα», διευκολύνσεις και παρατάσεις, για να εξυπηρετείται το χρέος από το 2016 και μετά, χρειάζονται από 6 έως 8 δισ. Ευρώ το χρόνο –ποσό τρεις φορές μικρότερο από το αντίστοιχο του 2009. Και αν η Ελλάδα, όπως είχε ήδη συζητηθεί πριν από τις τελευταίες εκλογές, πετύχαινε παράταση15-20 ετών, η ετήσια επιβάρυνση θα πήγαινε ακόμη πιο κάτω.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, η χώρα στην ουσία δεν έχει τόσο πρόβλημα χρέους, όσο παραγωγής και εσωτερικής ρευστότητας που αυτή μπορεί να προκαλέσει. Από την άλλη πλευρά, όπως πολύ σωστά επισημαίνουν οι οικονομολόγοι Δημήτρης και Χρίστος Α. Ιωάννου, η έλλειψη εξωστρεφούς παραγωγής στην οικονομία και η τόνωση της κατανάλωσης με δανεικά, σήμερα, μετά τις δραματικές οριζόντιες περικοπές που έγιναν στη χώρα, έχουν δημιουργήσει ένα κενό, που είναι αυτό των πραγματικών και των λογιστικών αξιών που δημιουργήθηκαν την περίοδο της δανειακής κραιπάλης.
Το ερώτημα που ανακύπτει, συνεπώς, εδώ είναι το εξής: Αυτή η ασυμμετρία ανάμεσα σε πραγματικές τιμές της αγοράς και σε λογιστικές τιμές στους ισολογισμούς των τραπεζών (δηλαδή στις απαιτήσεις των τραπεζών) είναι συμβατή με μια επανεκκίνηση της ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία; Και αν όχι, τότε οι διάφορες επιμέρους ρυθμίσεις – μεταξύ των οποίων, η «ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών αλλά και οι «διευκολύνσεις» για τους υπερήμερους χρεώστες- αρκούν για να αποκαταστήσουν την ισορροπία στο χρηματοπιστωτικό κύκλωμα της ελληνικής οικονομίας; Δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται και από τη συνεχιζόμενη απουσία ρευστότητας, η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι αρνητική. Η λειτουργία του χρηματικού κυκλώματος δεν έχει αποκατασταθεί.
Συνεπώς, απαιτείται μια άλλη, εξίσου δραστική, ριζοσπαστική και ευφάνταστη λύση. Όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η απομείωση όλων των δανείων κατ’ αναλογία προς το βαθμό εξυπηρέτησής τους, και αυτό για λόγους δικαιοσύνης όσο και για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας: περισσότερο να μειωθούν τα πλήρως εξυπηρετούμενα, λιγότερο – αλλά με διευκολύνσεις και επιμήκυνση - τα μη επαρκώς εξυπηρετούμενα, αλλά τα παντελώς μη εξυπηρετούμενα να ρευστοποιηθούν, με πλήρη διαγραφή του τυχόν υπολοίπου του χρέους που θα παραμείνει από τη ρευστοποίηση, ώστε να ανακτηθεί και από αυτά ό, τι στοιχείο ενεργητικού είναι δυνατόν να ανακτηθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί εκ νέου πιο παραγωγικά.
Φυσικά, μια παρόμοια ρύθμιση δεν θα ήταν προς όφελος των τραπεζών. Θα ήταν όμως προς όφελος της οικονομίας, διότι θα επέτρεπε στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις να ξεφύγουν από την αδράνεια και το αδιέξοδο που έχουν καταδικασθεί από την αναντιστοιχία των λογιστικών με τις πραγματικές αξίες των περιουσιακών τους στοιχείων και από την αναντιστοιχία του χρέους τους με τα έσοδά τους, δίνοντας εκ παραλλήλου την ευκαιρία στις πιο αποδοτικές μονάδες να επεκταθούν ενσωματώνοντας - και περισώζοντας, έτσι, από την πλήρη διάλυση – και τις λιγότερο ή καθόλου αποδοτικές.
Όσον αφορά στις τράπεζες, οι οποίες θα πληγούν σοβαρά από μια παρόμοια ρύθμιση, υπάρχει μία λύση: η νέα ελληνική κυβέρνηση, αντί να ασχολείται με κάτι που πραγματικά δεν έχει νόημα και να εξυπηρετεί μόνον τις ανάγκες της δημαγωγικής πολιτευτικής αντιπαράθεσης, δηλαδή την ονομαστική απομείωση του δημοσίου χρέους, θα πρέπει να αφιερώσει τις δυνάμεις της στο να πείσει τους πιστωτές να συμμετάσχουν σε μια νέα, επαρκή, ικανοποιητική και γενναία ανακεφαλαιοποίησή τους ( που μπορεί να απαιτήσει αισθητά περισσότερα από11δισ. ευρώ), ώστε να εξέλθουν από την κατάσταση της νεκροφάνειας που βρίσκονται σήμερα και να αρχίσουν να λειτουργούν και πάλι κανονικά, με υγιείς αρχές, προς όφελος της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας συνολικά.