Του Αθαν.Χ.Παπανδρόπουλου
Ήταν απόβραδο της 7ης Οκτωβρίου του 1893 στο λονδίνο. σε ένα θέατρο του Γουέστ Έντ μία ολοκαίνουργια οπερέτα έκανε την πρεμιέρα της και δεν έπεφτε καρφίτσα. Ο Γουίλλιαμ Γκίλμπερτ και ο Άρθουρ σάλιβαν ήταν οι γίγαντες του λαϊκού ψυχαγωγικού θεάματος στη βικτωριανή αγγλία. Από το Μπράιτον μέχρι τη Βομβάη ερασιτεχνικοί θίασοι ανέβαζαν παραστάσεις έργων τους, όπως τους πειρατές από το Πεντζάνς και τους Γονδολιέρηδες. Το νέο τους έργο με τίτλο Ουτοπία ΑΕ ή τα Άνθη της προόδου καταπιανόταν με ένα θέμα που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει γαργαλιστικό: Τις μετοχικές εταιρίες με περιορισμένη ευθύνη των μετόχων, γνωστότερες και ως «ανώνυμες εταιρίες». Η οπερέτα σατίριζε τις εταιρίες που, επελαύνοντας ακάθεκτες, σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους, ενώ συγχρόνως φούσκωναν τις τσέπες των επενδυτών.
Παρά τα σατιρικά της βέλη, η Ουτοπία ΑΕ απέπνεε μία αίσθηση θριάμβου. η συγκεκριμένη οπερέτα αποτελούσε έναν ύμνο σε άλλη μία βικτωριανή επινόηση που μετέβαλε δραματικά την όψη του πλανήτη. Οι νέες εταιρίες, με τα λουριά τους λυμένα χάρη στο «νόμο του εξηνταδυό» και σε όσους τον αντέγραψαν σε άλλες χώρες, άρχισαν να καλπάζουν σε αυτή την πρώτη μεγάλη εποχή της παγκοσμιοποίησης. λειτούργησαν ως δέλεαρ ώστε εκατομμύρια άνθρωποι να εγκαταλείψουν τη γη τους. Μετέβαλαν άρδην το πώς έτρωγαν, πώς εργάζονταν και πώς διασκέδαζαν οι κοινωνίες. Έχτισαν τα πρώτα πολυώροφα κτίρια γραφείων που έξυσαν τον ουρανό του μανχάταν, αλλά και λεηλάτησαν τον πλούτο του Βελγικού κονγκό. Έδωσαν μάχες με τα εργατικά συνδικάτα και υπήρξαν μία διαρκής πρόκληση για τους πολιτικούς.
Ο Ράδερφορντ Χέις, 19ος πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου: «Αυτή η κυβέρνηση δεν πηγάζει πλέον από το λαό, δεν εκπροσωπεί το λαό, δεν υπηρετεί το συμφέρον του λαού. αυτή η κυβέρνηση πηγάζει από τις εταιρίες, εκπροσωπεί τις εταιρίες, υπηρετεί τα συμφέροντα των εταιριών…». Το 1912, λίγο πριν αναλάβει τα προεδρικά του καθήκοντα, ο Γούντροου Γουίλσον, εξετάζοντας ανήσυχα με το βλέμμα του την αμερικανική κοινωνία, θρηνούσε για την άνοδο των τεράστιων εταιριών, οι οποίες μετέτρεπαν τους αμερικανούς, λαό γεννημένο ελεύθερο, σε απλά γρανάζια ενός γιγάντιου βιομηχανικού μηχανισμού.
Έγραψε, λοιπόν, ότι «παρακολουθούμε τη γένεση ενός νέου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας. η ζωή μας έχει έλθει σε ρήξη με το παρελθόν».
Η εταιρία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις περισσότερες μεγάλες «ρήξεις με το παρελθόν», τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που δεν προκαλούσε άμεσα τούτες τις ρήξεις, η εταιρεία διέθετε μία αξιοθαύμαστη ικανότητα να «συμπυκνώνει» τις κοινωνικές αλλαγές, για να δανειστούμε μια φράση του Χένρυ Άνταμς. Αυτή η συμπύκνωση δεν αφορούσε μόνο το ότι κατέκλυζε την κοινωνία με προϊόντα που μετέβαλλαν άρδην τη φυσιογνωμία της τελευταίας, όπως το αυτοκίνητο Model T της Ford ή το πρόγραμμα Word της Microsoft, αλλά και το ότι μετέβαλλε δραστικά την όλη συμπεριφορά των ανθρώπων, ανατρέποντας τις παλιές κοινωνικές ιεραρχίες και υπαγορεύοντας το ρυθμό της καθημερινής ζωής.
Σε όλη την ιστορία της, η εταιρία έδειξε μία εξίσου ασυνήθιστη ικανότητα να εξελίσσεται. Στην πραγματικότητα, το μυστικό της επιτυχίας της ήταν ακριβώς αυτό. Το 19ο αιώνα η εταιρία μεταλλάχθηκε από ένα εργαλείο στα χέρια του κράτους, σε μία «μικρή αβασίλευτη πολιτεία» αρμόδια να διαχειρίζεται η ίδια τις υποθέσεις της και να βγάζει χρήματα για τους μετόχους της.
Στον 20ό αιώνα, αυτός ο «νέος τρόπος οργάνωσης» κατάφερε να επιβιώσει, ακόμη και μετά την παρακμή των «ληστρικών βαρόνων» τους οποίους τόσο φοβήθηκε ο Γουίλσον, συμμαχώντας με τους έμμισθους υπηρέτες τους. Το «εταιρικό στέλεχος» μετέτρεψε αυτό τον οργανισμό σε μία καλοκουρδισμένη γραφειοκρατική μηχανή. Όταν όμως οι συνθήκες μεταβλήθηκαν, το εταιρικό στέλεχος χάθηκε από το προσκήνιο. σήμερα, η εταιρία παρουσιάζεται στον κόσμο ως ένα λιτό, «οριζόντιο» δημιούργημα του επιχειρηματικού πνεύματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το πρωτεϊκό δημιούργημα θα συνεχίσει να μεταμορφώνεται θεαματικά στα επόμενα χρόνια - και ότι τούτες οι μεταμορφώσεις θα προκαλέσουν «ρήξεις με το παρελθόν» που θα μας επηρεάσουν όλους. Πού θα οδηγήσουν όλες αυτές οι αλλαγές; Αυτό είναι το ζωτικό ερώτημα που θέτουν σε ένα συναρπαστικό βιβλίο τους δύο σημαντικοί ιστορικοί αλλά και δημοσιογράφοι στο βρετανικό περιοδικό The Economist, οι Τζων Μικλεθουέιτ και Άντριαν Γούλντριτζ, με τίτλο «η εταιρία» (πανεπιστημιακές εκδόσεις κρήτης). Άψογα μεταφρασμένο από τον αργύρη παπασυρτόπουλο, το βιβλίο είναι ένα σημαντικό αφήγημα, που ανοίγει ωστόσο την πόρτα και σε πολλά ερωτηματικά ως προς το μέλλον του θεσμού της εταιρείας στη διάρκεια του 21ου αιώνα.
Και το ερώτημα είναι σημαντικό γιατί ο θεσμός της εταιρείας -για τον οποίο, υπενθυμίζουμε, πρώτος είχε μιλήσει ο αείμνηστος Πήτερ Ντράκερ- είναι συνυφασμένος με την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική της σημασία. Έτσι, δεν είναι λίγοι οι σοβαροί μελετητές του εταιρικού θεσμού που υπογραμμίζουν ότι ο οργανισμός αυτός, αν και ξεκίνησε από τα σπλάχνα του κράτους, πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις, αναδιαμορφώνοντας τη γεωγραφία, τον τρόπο διεξαγωγής των πολέμων, τις τέχνες, την επιστήμη και, ατυχώς, τη γλώσσα.
Επίσης, επισημαίνουν οι δύο συγγραφείς, οι εταιρίες αποδείχθηκαν πανίσχυρες όχι απλώς επειδή βελτίωσαν την παραγωγικότητα, αλλά και επειδή διαθέτουν τα περισσότερα από τα νομικά δικαιώματα ενός ανθρώπου, δίχως όμως τους συνοδούς βιολογικούς περιορισμούς: Δεν είναι καταδικασμένες να πεθάνουν λόγω γήρατος και μπορούν να αναπαράγονται σχεδόν κατά βούληση. Ποιες είναι σήμερα οι προοπτικές του θεσμού αυτού την ώρα που μαίνεται μεταξύ τους παγκόσμιος πόλεμος, ενώ η Δύση γνωρίζει τη σοβαρότερη ίσως κρίση ανεργίας των 150 τελευταίων ετών;
Κατά τους Μικλεθουέιτ και Γούλντριτζ, από καθαρά οικονομικής απόψεως τρεις είναι οι πιθανές προοπτικές που διανοίγονται για την εταιρία και τη θεσμική της υφή. η πρώτη πιθανότητα -ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των αντιπάλων της παγκοσμιοποίησης- θεωρεί ότι μια χούφτα από εταιρικά μεγαθήρια επιδιώκουν «να κατακτήσουν τον κόσμο εν κρυπτώ και παραβύστω». Τα τελευταία 20 χρόνια σημειώθηκε εκρηκτική αύξηση των συγχωνεύσεων. Όσες εταιρίες κατόρθωσαν να επιβιώσουν, λέγεται, σήμερα αποτελούν τους αληθινούς άρχοντες του σύμπαντος - διαθέτοντας πολύ μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τα περισσότερα έθνη-κράτη, αλλά χωρίς καμία αίσθηση καθήκοντος και δίχως να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν για τις πράξεις τους. Το πρόβλημα με αυτή την άποψη είναι ότι τα πραγματικά δεδομένα στα οποία στηρίζεται είναι ελάχιστα.
Όπως προκύπτει από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που κατά καιρούς είδαν το φως της δημοσιότητας, η αντίληψη ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των 100 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου σήμερα είναι εταιρίες, συνιστά χονδροειδή παραποίηση των στατιστικών στοιχείων. Οι μεγάλες εταιρίες, όχι μόνο δεν επεκτείνουν την παγκόσμια κυριαρχία τους, αλλά στην πραγματικότητα χάνουν έδαφος. εθνικές αγορές που μόλις πριν από 30 χρόνια έμοιαζαν να αποτελούν άνετα ολιγοπώλια -όπως η αγορά αυτοκινήτου και η τηλεοπτική αγορά στην αμερική- έχουν πλέον αλωθεί από εταιρίες προερχόμενες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Και γενικότερα, όσο καλύτερες είναι οι μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης ενός οικονομικού κλάδου, τόσο μικρότερη είναι η παρατηρούμενη συγκέντρωση ισχύος. σε τομείς όπως οι υπολογιστές, το λογισμικό και οι τηλεπικοινωνίες,
Το μερίδιο αγοράς των πέντε μεγαλύτερων επιχειρήσεων του χώρου συρρικνώνεται.Η δεύτερη σχολή υποστηρίζει μία άποψη σχεδόν αντιδιαμετρικά αντίθετη της πρώτης, λέει ότι οι εταιρίες οδηγούνται σε σταδιακή απίσχνανση, αν θέλουμε να ρίξουμε μια ματιά στο μέλλον. Οι θιασώτες αυτής της άποψης προβάλλουν ως παράδειγμα τη Monorail Corporation, μία εταιρία που πουλάει υπολογιστές. Η Monorail δεν διαθέτει εργοστάσια, αποθήκες ή οποιοδήποτε άλλο χειροπιαστό περιουσιακό στοιχείο.
Έχει την έδρα της στην ατλάντα, στον όροφο ενός κτιρίου γραφείων που έχει νοικιάσει. Τους υπολογιστές της σχεδιάζουν ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι δεν δουλεύουν με σύμβαση μισθωτής εργασίας, για να κάνουν τις παραγγελίες τους, οι πελάτες τηλεφωνούν σε έναν αριθμό χωρίς χρέωση που συνδέεται με την υπηρεσία διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας της FedEx, η οποία μεταβιβάζει την παραγγελία σε έναν επί συμβάσει κατασκευαστή, ο οποίος με τη σειρά του συναρμολογεί τους υπολογιστές έχοντας παραλάβει προηγουμένως τα διάφορα εξαρτήματα. Ακολούθως, η FedEx αποστέλλει τους υπολογιστές στους πελάτες και προωθεί τα τιμολόγια στη SunTrust Bank, τον πληρεξούσιο της Monorail. Η εταιρεία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια έξυπνη ιδέα, μια φούχτα άνθρωποι στην ατλάντα και μερικά συμβόλαια.
Αυτή η μινιμαλιστική προσέγγιση διαθέτει το, διόλου αμελητέο, πλεονέκτημα ότι υπέρ αυτής τάσσονται ορισμένοι διακεκριμένοι οικονομολόγοι. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Ρόναλντ Κόους, οι εταιρίες τότε μόνον έχουν λόγο ύπαρξης όταν τα «συναλλακτικά κόστη» για την απόκτηση προϊόντων στην αγορά υπερβαίνουν τα «ιεραρχικά κόστη» που ενέχει η οργάνωση μιας γραφειοκρατικής δομής. Το γεγονός είναι ότι η σύγχρονη τε χνολογία μεταθέτει το σημείο ισορροπίας από την πλευρά των εταιριών σε εκείνη των αγορών και των ατόμων. Εντούτοις, η άποψη ότι η εταιρία ως θεσμός θα υποχωρήσει στο περιθώριο της οικονομικής ζωής μοιάζει παρατραβηγμένη.
Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, οι μεγάλες εταιρίες διαθέτουν ορισμένα «κρίσιμα πλεονεκτήματα» τα οποία έχουν κατά βάση να κάνουν με την «κουλτούρα» μιας εταιρίας – αυτά τα πλεονεκτήματα δεν είναι εύκολο να αγοραστούν στην ανοιχτή αγορά. Η τρίτη πρόβλεψη συνιστά παρακλάδι της δεύτερης. σύμφωνα με αυτή την αποψη, η αυτοτελής εταιρία έχει πλέον πάψει να είναι το βασικό δομικό στοιχείο της σύγχρονης οικονομίας. την θέση της θα πάρει το «δίκτυο». Ορισμένες οικονομίες έχουν εδώ και καιρό επικεντρωθεί σε δίκτυα αλληλοσυνδεόμενων επιχειρήσεων, όπως τα κεϊρέτσου της Ιαπωνίας και τα τσάεμπολ της Νότιας Κορέας. αλλά το πρότυπο που συνήθως αναφέρεται σε αυτό το πλαίσιο είναι οι «πορώδεις» επιχειρήσεις της Σίλικον Βάλεϋ.
Θεωρητικά, αυτές οι χαλαρές επιχειρηματικές συμμαχίες συνιστούν τις ιδεώδεις εστίες για τους «εργάτες της γνώσης», που πρώτος είχε αναφέρει ο Πήτερ Ντράκερ. Πρόκειται για μία ελκυστική ιδέα, την οποία αναπτύσσει με το δικό του τρόπο στο βιβλίο της Καλώς Ήλθατε στη Χώρα της Επιχειρηματικότητας (εκδ. εεΔε) η Τζούλι Μέγιερ, κάνοντας λόγο για την ανάδυση του ατομικού καπιταλισμού. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι στο δυτικό κόσμο, και βέβαια στον αναπτυσσόμενο, η ανεργία και η δημογραφική πίεση θα οδηγούν όλο και περισσότερους νέους προς το εξατομικευμένο επιχειρείν, το οποίο θα αποτελέσει και μια νέα, ψηφιακή αυτή τη φορά, μορφή καπιταλισμού.
Αν και καμία από τις πιο πάνω πιθανότητες δεν μοιάζει αναπόφευκτη, εντούτοις παρακολουθώντας τις εξελίξεις μπορούμε να πούμε ότι οι δύο τελευταίες προοπτικές φαίνονται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα και άρα περισσότερο εύλογες. Αρκετές είναι οι καθημερινές εμπειρίες που οδηγούν στη διαπίστωση ότι κυρίαρχη τάση είναι η εταιρία να είναι λιγότερο «εταιρική» και περισσότερο ατομική.
Εξάλλου, όπως υποστηρίζει και ο καθηγητής Αστέριος Κεφαλάς, όλο και περισσότερο οι μεγάλοι οργανισμοί διασπώνται σε μικρότερες επιχειρησιακές μονάδες, πιο ευέλικτες και περισσότερο δημιουργικές. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, το γεγονός ότι σε πολλές μεγάλες εταιρίες αναπτύσσεται ο θεσμός του intrapreneur (εσωτερικού επιχειρηματία), μέσω του οποίου σε χώρες όπως η Δανία και η Σουηδία καταπολεμάται και η ανεργία.
Είναι λοιπόν σαφές ότι στις μέρες μας το εταιρικό περιβάλλον μεταμορφώνεται. H μείωση του «συναλλακτικού κόστους» θα διευκολύνει τις μικρότερες εταιρίες -ή τις απλές συνομαδώσεις επιχειρηματιών- να κλονίσουν την κυριαρχία των μεγάλων εταιριών και θα καταστήσει ελκυστικότερο για τους επιχειρηματίες το να συνάπτουν χαλαρές σχέσεις με άλλους επιχειρηματίες, παρά να σχηματίζουν συμπαγείς εταιρίες.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι Μικλεθουέιτ και Γούλντριτζ, το πρόβλημα με όλες αυτές τις οικονομικές προβλέψεις είναι ότι παραβλέπουν μία κρίσιμη μεταβλητή, που είναι η πολιτική. Ο διαγκωνισμός μεταξύ εταιρίας και κράτους είναι ένα πρόβλημα που πάντα θα βρίσκεται στο προσκήνιο και χωρίς καμία αμφιβολία θα βάζει αρκετά εμπόδια στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας από την πολιτική εξουσία. Μπορεί, λοιπόν, να μεταβάλλονται κάποιες ισορροπίες, αλλά δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι η πολιτική θα παραχωρήσει εξουσίες στο επιχειρείν.
Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος #22 του περιοδικού manager.