Γράφει η Μαρία Γκουρτσιλίδου
Η σημερινή είναι μία ιδιαίτερη μέρα για τον Γιάννη Τσεκλένη. Εγκαινιάζεται στο Ναύπλιο, στον εκθεσιακό χώρο «ΦΟΥΓΑΡΟ» σε συνεργασία με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα μία μεγάλη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στον Έλληνα δημιουργό. Ο χρόνος θα γυρίσει πίσω τότε που τα υφάσματα αλλά και οι συλλογές ρούχων του θριάμβευαν σε όλο τον κόσμο και τα διεθνή έντυπα φιλοξενούσαν τις καλύτερες κριτικές τους για τον ίδιο. Το υλικό που θα παρουσιαστεί θα ξυπνήσει μνήμες από τα πιο δημιουργικά χρόνια του σχεδιαστή και την σφραγίδα που άφησε στη βιομηχανία της μόδας. Δίπλα του θα βρίσκονται φίλοι και θαυμαστές του, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να ξεναγηθούν στα εκθέματα και να πάρουν λίγη από τη λάμψη του σχεδιαστικού ταλέντου του κορυφαίου Έλληνα σχεδιαστή μόδας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Ο Γιάννης Τσεκλένης και η πορεία του είναι συνυφασμένη με την ιστορία της Ελλάδας και συγκεκριμένα από τη χρονική περίοδο του ’60 με την οικονομική ανάταση έως τις αρχές του ’90 με την συντριβή ουσιαστικά της βιομηχανικής εξέλιξης της κλωστουφαντουργίας. Συνεργάστηκε με κορυφαίες επιχειρήσεις, στη «χρυσή» εποχή της ανάπτυξής τους όπως η Πειραϊκή Πατραϊκή, το «Μινιόν», η Ολυμπιακή, ενώ το όνομά του έως και σήμερα είναι αναπόσπαστο κομμάτι του «μπράντι» Μεταξά.
Έζησε τη μεγάλη άνθιση των κλωστοϋφαντουργιών όπως Πειραϊκή Πατραϊκή, Αιγαίον Α.Ε., Ελληνική Υφαντουργία, όπως και των μεταξουργιών Χρυσαλλίς, Βόμβυξ, Αδελφοί Τζιβρέ στο Σουφλί κ.α. Εκείνη την εποχή η παραγωγή βάμβακος στην Ελλάδα έφτανε το 60% του παραγόμενου στην ΕΟΚ, γι’ αυτό και η Ελλάδα ονομαζόταν «the EEC cotton partner» και αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Παράλληλα, η παραγωγή του μεταξιού στην περιοχή του Σουφλίου, η οποία έως πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτανε τους 3.500 τόνους από τις δεκαετίες του και του 60 ακολουθεί φθίνουσα πορεία για να καταλήξει τη δεκαετία του 80 στους μόλις τρεις τόνους.
Αυτή την επιχειρησιακή πραγματικότητα βρήκε τότε ο νεαρός Γιάννης Τσεκλένης τη δεκαετία του ‘50 και του ’60, ο οποίος έχοντας τα κατάλληλα εφόδια από την ενασχόληση στο κατάστημα υφασμάτων του πατέρα του με προμηθευτές κορυφαίους οίκους του εξωτερικού είχε το κριτήριο να αντιλαμβάνεται τις μελλοντικές εξελίξεις και να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά!
«Έφτιαξα μία μονάδα στο Μαρκόπουλο, η οποία τελείωσε το '74 και μπήκα με μία δυναμική παραγωγή 400.000 κομματιών τον χρόνο. Επίσης, εισήλθα στις πωλήσεις των licencies, ενώ η ομάδα παραγωγής μου εκπαιδεύτηκε στο εξωτερικό. Μάθαμε τις ιδανικές συνθήκες παραγωγής στα έτοιμα ενδύματα. Το 50 με 60% της παραγωγής έφευγε έξω και τα υπόλοιπα διοχετεύονταν στις μπουτίκ Τσεκλένης στην Ελλάδα και πάνω στα καράβια, σε μεγάλα τουριστικά πλοία. Είχα εννέα μπουτίκ σταθερές στη στεριά. Είχαν πολύ μεγάλες πωλήσεις. Κάνανε μεγάλο τζίρο. Ανδρικά και γυναικεία ρούχα. Όλα δικά μας προϊόντα» επισημαίνει ο Γιάννης Τσεκλένης στο businessnews.gr.
Παράλληλα, στα μέσα της δεκαετίας του 70 άρχισε να αναπτύσσεται στην Ελλάδα με γρήγορους ρυθμούς η πλεκτοβιομηχανία με αντίστοιχες μονάδες να ξεπηδούν, ειδικά στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας. Όλη αυτή η ανάπτυξη κατέστησε την Ελλάδα 12η εξαγωγική χώρα του κόσμου σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και ενδύματα το 1988 με εξαγωγές 2,5 εκατ. δολαρίων. Δυστυχώς όμως το 95% και πλέον αυτών των εξαγωγών αφορούσε φασόν προϊόντα αφού το μάρκετινγκ, ο σχεδιασμός, η επιτελική εργασία αλλά και η διάθεση γινόταν από τους ξένους οίκους που ανέθεταν την παραγωγή στην Ελλάδα με αποτέλεσμα μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ το 1992 οι μονάδες αυτές να καταρρεύσουν.
«Από το 92 και μετά έκλεισε το σύμπαν. Σήμερα έχουμε το δυστύχημα να έχουμε μία υπερ- παραγωγή ταλέντου, που όμως δεν έχει που να απορροφηθεί. Τα ταλέντα δεν έχουν που να κατασκευάσουν τα ωραία προϊόντα που σχεδιάζουν. Ενώ τότε η ελληνική βιομηχανία δεν άγγιζε τους Έλληνες σχεδιαστές. Και γι’ αυτό συνηθίζω να λέω ότι το ελληνικό design με την ελληνική παραγωγή έχουν σχέση ανέραστη. Δεν είχαν ποτέ ερωτική σχέση συνεργασίας» διευκρινίζει ο κ. Τσεκλένης.
«Η Ελλάδα ξαφνικά έγινε ένα υπεργολαβικό εργαστήρι της Ευρώπης. Κάποιοι που ξέραμε τότε τι θα επακολουθούσε -όπως εγώ - ωρυόμασταν. Είχα ήδη αναλάβει ως πρόεδρος στην Πειραϊκή Πατραϊκή και επέμενα ότι μέσα στα επόμενα χρόνια όταν δεν θα έχουμε κανέναν προστατευτισμό για τις ελληνικές μονάδες όλοι αυτοί θα φύγουν και δεν θα αναθέτουν δουλειά στην Ελλάδα, θα πάνε προς Ανατολάς. Τουρκία, Πακιστάν, Κίνα γιατί ήταν στα πάνω της η Κίνα ως μεγάλος υπεργολάβος. Πράγμα το οποίο έγινε» σημειώνει χαρακτηριστικά στο businessnews.gr.
Ο ίδιος προσθέτει ότι «αν σήμερα είχαμε κρατήσει μία ανοδική πορεία και είχαν διατηρηθεί οι παραγωγές αυτές στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση να παίρναμε εμείς την προστιθέμενη αξία θα μπορούσαμε να είχαμε ξεπεράσει τον τουρισμό κατά πολύ και με πολύ κέρδος. Την προστιθέμενη αξία δεν την κατάλαβαν ποτέ οι Έλληνες. Οι περισσότεροι δούλευαν μόνο για την κρατική επιδότηση. Όταν κόπηκε η επιδότηση χάθηκαν όλα».
Ποιο είναι το σχόλιό του για τη σημερινή κατάσταση στον κλάδο της μόδας; «Στην Ελλάδα δεν υπάρχει βιομηχανία μόδας πλέον. Αυτοί που προσπαθούν να κάνουν ένα όνομα και παλεύουν πολύ σκληρά με το ταλέντο τους, ψάχνουν να βρουν κάποιους κατασκευαστές, οι οποίοι όμως και αυτοί αντιμετωπίζουν προβλήματα. Και κάτι εργοστάσια που τα βλέπετε με κάποιο όνομα απέξω ράβουν ετικέτες μέσα σε κινέζικα ρούχα. Δεν υπάρχει η κάθετη ανάπτυξη εντός της χώρας στον κλάδο του υφάσματος με εξαίρεση το Σουφλί που παράγει ένα υπέροχο μετάξι και έχει κάνει επενδύσεις σε εκτυπωτικά συστήματα. Δεν υπάρχουν άλλες κάθετες αναπτύξεις στην Ελλάδα και το βαμβάκι ως πρωτογενής παραγωγή έχει φθίνει» καταλήγει.
Εγκαταλείποντας την Ελλάδα για την Αμερική…
Ο Γιάννης Τσεκλένης στις 9 Αυγούστου του 1977 φεύγει από την Ελλάδα για την Αμερική και πηγαίνει να ζήσει στη Νέα Υόρκη μη γνωρίζοντας πότε θα επιστρέψει… Εκεί η International Management Group τον εκπροσωπεί σε διεθνές επίπεδο.
Σχεδιάζει την πειραματική συλλογή «El Greco» για τη βιομηχανία DuPont επηρεασμένος από το έργο του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Στην Ελλάδα η συλλογή πωλείται από το Μινιόν.
1979- 1980: Επιστρέφει στην Ελλάδα και σε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη του πολυκαταστήματος Μινιόν Γιάννη Γεωργακά ιδρύει την Tseklenis International ABEE. Ωστόσο, μία πρωτοφανούς έκτασης πυρκαγιά- λίγο πριν από τα Χριστούγεννα- καταστρέφει μέσα σε μια νύχτα τα πολυκαταστήματα Μινιόν και Κατράντζος. Καίγονται έξι μπουτίκ Tseklenis δημιουργώντας του τεράστια οικονομικά προβλήματα.
1981-1982: Αντλώντας έμπνευση από τα ψηφιδωτά ευρήματα της Πέλλας δημιουργεί τη συλλογή «Macedonian Mosaics». Διατίθεται σε δέκα χώρες στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Ελλάδα.
1983: Κάνει στροφή στη σύγχρονη τέχνη και δημιουργεί μία συλλογή εμπνευσμένη από το έργο του εικαστικού Γιάννη Γαΐτη.
1984: Ακολουθούν οι συλλογές «Unicorns» και «African Fruits». Εμπνευσμένες από τον μονόκερο και τη χλωρίδα της Αφρικής αντίστοιχα.
1985-1986: Λανσάρονται οι συλλογές «China II», «Aegean Whites» και «Amazons &Persian Carpets». Σχεδιάζει τις στολές του τεχνικού προσωπικού της ΔΕΗ και του προσωπικού της Επιχείρησης Αστικών Συγκοινωνιών.
1987-1988: Εκλέγεται πρόεδρος της Πειραϊκής Πατραϊκής. Σχεδιάζει την ανανέωση των εσωτερικών χώρων του στόλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας αλλά και των νέων αεροσκαφών Boeing 767.
1991: Λανσάρει με την αρχιτέκτονα Ingrid Frangantoni το «Ηλεκτρονικό Σπίτι του Μέλλοντος», ενώ παράλληλα αποσύρεται σιωπηρά από το χώρο της μόδας με μια τελευταία συλλογή, τη «Remake».
1994: Σχεδιάζει την ενδυμασία εργαζομένων στο Φεστιβάλ Αθηνών και στον ΟΣΕ.
1998: Σχεδιάζει το εσωτερικό και εξωτερικό των νέων τρόλεϊ και λεωφορείων της Αθήνας.
2000: Αναλαμβάνει το σχεδιασμό- εσωτερικά και εξωτερικά- των προαστιακών σιδηροδρόμων του ΟΣΕ αλλά και των νέων λεωφορείων φυσικού αερίου της ΕΘΕΛ.
2003: Σχεδιάζει την ένδυση του προσωπικού των ανακαινισμένων ξενοδοχείων Μεγάλη Βρετανία στην Αθήνα και Meliton στο Porto Carras. Σχεδιάζει ιδιωτικές βίλες στην Αθήνα και στην Ύδρα.
2017: Εκθέτει μία επιλογή από σχέδιά του των δεκαετιών 70 και 80 για υφάσματά του στο I-D Concept Store στο Κολωνάκι. Ειδικά για την έκθεση η Σοφία Κοκοσαλάκη και ο Άγγελος Μπράτης δημιουργούν σύνολα με υφάσματά του και η Ντόλυ Μπουκογιάννη κοσμήματα.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μία μικρή γεύση από τη ζωή του Γιάννη Τσεκλένη, ο οποίος αναμφισβήτητα κατάφερε και πραγματοποίησε ότι ονειρεύτηκε. Ακόμη και σήμερα τα βήματά του τον οδηγούν σε δημιουργικές αναζητήσεις αφού είναι από τους ανθρώπους που δεν εφησυχάζουν ποτέ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκθεση στο «ΦΟΥΓΑΡΟ» θα διαρκέσει έως τις 25 Νοεμβρίου και εστιάζει στο έργο του σχεδιαστή μέσα από συλλογές ρούχων και υφασμάτων του. Επιπλέον, περιλαμβάνει δημιουργίες του Γιάννη Τσεκλένη, μακέτες υφασμάτων, φωτογραφίες, ντοκουμέντα της εποχής, ταινίες και άλλο σπάνιο υλικό από το αρχείο του σχεδιαστή. Τα εκθέματα προέρχονται από δύο μεγάλες δωρεές του δημιουργού προς το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα το 1997 και το 2009, οι οποίες εμπλούτισαν τις συλλογές του Ιδρύματος με 685 ενδύματα και 978 σχέδια και μακέτες.
Το πρώτο μέρος του αφιερώματος στον Γιάννη Τσεκλένη μπορείτε να το διαβάσετε εδώ