του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
H ταχύτητα με την οποία η κυβέρνηση αντιμετώπισε την εγκληματική οργάνωση - κόμμα της Χρυσής Αυγής δείχνει ότι όταν τα θεσμικά όργανα θέλουν, τότε μπορούν. Αν λοιπόν ήταν όντως επείγουσα για τη δημοκρατία η αντιμετώπιση του νεοναζιστικού μαφιόζικου μορφώματος, άλλο τόσο επείγει και η πραγματοποίηση στη χώρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιμένουν τριάντα και πλέον χρόνια τώρα για να γίνουν και άλλη αναβολή δεν παίρνουν.
Μπορεί η ελληνική οικονομία σταδιακά και κοπιαστικά να αλλάζει,αλλά τα βασικά της προβλήματα παραμένουν και συνιστούν την αιτία της συνεχιζόμενης δυσπραγίας της. Μπορεί η έκθεση που δημοσιοποίησε η Κομισιόν σχετικά με την πορεία της να ήταν «αμπαλαρισμένη» με τις συνήθεις λεπτές διατυπώσεις που χαρακτηρίζουν τη γλώσσα των Βρυξελλών, όμως το μήνυμά της ήταν σαφές: «Κάντε κάτι για φτιάξει το μαγαζί σας, αλλιώς τα βαρίδια του παρελθόντος εξακολουθούν να υπάρχουν και να σας τραβούν στην ύφεση. Αλλάξτε για να σωθείτε».
Τα εύσημα που έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς την Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι η χώρα έχει αρχίσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της από το καταναλωτικό μοντέλο σε εκείνο των επενδύσεων και της ανταγωνιστικότητας, αποτελούν ενδεχομένως μία ελπιδοφόρο νότα μέσα στην καταχνιά των ημερών. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούν μία ακόμη επιβεβαίωση σχετικά με τις κυριότερες αιτίες που ορθώνονται σήμερα ως ανάχωμα στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και στην έξοδό της από την ύφεση. Η απουσία χρηματοδότησης και πιστωτικής επέκτασης, ένα ρυθμιστικό περιβάλλον που αποτελεί τροχοπέδη για την επιχειρηματικότητα, η απουσία πραγματικών όρων ανταγωνισμού, οι ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις της δημόσιας διοίκησης και η υπερβολική γραφειοκρατία, καθώς και οι μεγάλες καθυστερήσεις στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης αποτρέπουν την πραγματοποίηση επενδύσεων και διατηρούν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα σε χαμηλά επίπεδα. Αν προσθέσουμε στους λόγους αυτούς και αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη της ύφεσης, που συνιστά αποτρεπτικό παράγοντα επενδύσεων, σχηματίζεται ένας φαύλος κύκλος που όχι μόνο κρατά μακριά τυχόν ξένα ή εγχώρια επενδυτικά κεφάλαια αλλά, όπως είδαμε πρόσφατα, διώχνει και τα ήδη εγκατεστημένα στη χώρα μας. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, γιατί άπτεται της υπερφορολόγησης που πλήττει την ελληνική οικονομία και που είναι καθοριστικός τροφοδότης της ύφεσης. Διότι η υπερβολική φορολογία -των δικαίων, κυρίως- παρατείνει τις συνθήκες ύφεσης και απομακρύνει κάθε αναπτυξιακή πολιτική. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εύκολη «λύση» των οριζόντιων περικοπών δεν μπορεί πλέον να πάει πιο μακριά. Απαιτείται ταχύτατα έξοδος από το φαύλο κύκλο.
Αν εξετάσει κανείς ένα προς ένα τα σημεία που θίγει η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με πικρία θα διαπιστώσει ότι ο κυριότερος όγκος των προβλημάτων που συνόδευαν την Ελλάδα όταν αυτή εισήλθε στο καθεστώς του μνημονίου, εξακολουθούν να υπάρχουν, διατηρώντας την ανάγκη της να προστρέχει σε εταίρους και δανειστές για βοήθεια. Ίσως η χώρα να έχει κατορθώσει τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει καταγραφεί σε καιρό ειρήνης, όμως εμφανίστηκε σε μεγάλο βαθμό απρόθυμη ή αδύναμη να υιοθετήσει ταχείς ρυθμούς μετασχηματισμού της σε μία ανταγωνιστική οικονομία.
Σήμερα, η κυβέρνηση καλείται να φέρει εις πέρας μεταρρυθμίσεις οι οποίες όφειλαν να έχουν προηγηθεί εδώ και χρόνια. Όσο η κρατική μηχανή παραμένει δυσκίνητη και αναποτελεσματική, όσο το τραπεζικό σύστημα αδυνατεί να προσφέρει ικανοποιητικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, όσο το ρυθμιστικό πλαίσιο ή η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης αποτρέπουν παρά έλκουν τις επενδύσεις,τόσο η χώρα μας θα παραμένει βυθισμένη σε αυτόν τον οδυνηρό κύκλο. Και εξ αυτού του τελευταίου, μύρια άλλα έπονται.