Τα γαλακτοκομικά προϊόντα τα οποία αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κλάδο των τροφίμων και της οικονομίας της Ελλάδος ήδη είχαν αρχίσει τα τελευταία χρόνια να έχουν μια σταθερή ανάπτυξη με όχημα τις εξαγωγές κυρίως της Φέτας & του ελληνικού γιαουρτιού. Η ανάπτυξη όμως αυτή ήταν ουσιαστικά ποσοτική και όχι αξιακή. Ο ανταγωνισμός επιβίωσης μεταξύ των παραγωγών (κυρίως Φέτας) αλλά και ο αθέμιτος τοπικός ανταγωνισμός ήταν κυρίως οι αιτίες που κράτησαν τις τιμές των εξαγωγών σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση λόγω του COVID 19 που μόνο τα πρώτα της σημάδια έχουμε δει μέχρι τώρα, αφορά και την ελληνική οικονομία και ίσως την πλήξει σε ισχυρότερο βαθμό από τις οικονομίες άλλων χωρών. Ο κλάδος των τροφίμων και ειδικότερα των γαλακτοκομικών προϊόντων που είναι από τους σημαντικότερους, σε γενικές γραμμές δεν έχει δείξει ακόμη έντομα σημεία ύφεσης. Μεγάλη εξαίρεση σ’ αυτό αποτελεί ο χώρος της μαζικής εστίασης τον οποίο η κρίση έπληξε στον υπέρτατο βαθμό. Ένα χώρο που τα γαλακτοκομικά είχαν ιδιαίτερα σημαντικό μερίδιο.
Η αγορά εργασίας που είναι η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης έχει ήδη πληγεί σε τεράστιο βαθμό. Μόνο από την επίπτωση του μειωμένου έως ανύπαρκτου (κυρίως εισαγόμενου) τουρισμού προβλέπονται μειωμένες προσλήψεις της τάξης των 220.000. Αν προσθέσει κανείς και τους αυτοαπασχολούμενους τότε το μέγεθος είναι πολύ ανησυχητικό. Αυτή η πραγματικότητα η οποία θα επηρεάσει τα μέγιστα την αγορά δεν θα διορθωθεί γρήγορα και εύκολα. Το χειρότερο είναι ότι και οι αγορές του εξωτερικού που είναι σημαντικοί αποδέκτες των εξαγωγών μας θα έχουν λίγο-πολύ παρεμφερή προβλήματα. Τα γαλ/κα μας προϊόντα τα οποία είναι υψηλής ποιότητας αλλά και συγκριτικά υψηλής αξίας θα δυσκολευτούν ακόμη περισσότερο να ανταγωνιστούν, στο επίπεδο των τιμών στις αγορές του εξωτερικού, τα ντόπια προϊόντα γιατί ο ανταγωνισμός αυτός θα επικεντρωθεί τώρα, περισσότερο από ποτέ, στο επίπεδο τιμής παρά της ποιότητας και της προστιθέμενης αξίας. Σε αυτό τα ελληνικά γαλ/κα μας προϊόντα έχουν σοβαρό συγκριτικό μειονέκτημα.
Από την άλλη πλευρά η περίοδος της πανδημίας έχει αλλάξει σημαντικά τον τρόπο επικοινωνίας μας αλλά έχει διαφοροποιήσει και αρκετές αξίες στην κοινωνία μας και αυτό είναι το πεδίο το οποίο οφείλουμε να εκμεταλλευθούμε και να αναδείξουμε τα πολύ σημαντικά προϊόντα μας. Η ευαισθησία προς το περιβάλλον καθώς και τα θέματα προαγωγής της υγείας είναι τομείς που όποιες καινοτομικές προσπάθειες επικεντρωθούν, θα καρπωθούν σημαντικά μερίδια. Τα παραδοσιακά μας προϊόντα, που αποτελούν τον κορμό των εξαγωγών μας, σχεδόν καθόλου δεν έχουν εκμεταλλευτεί αυτόν τον άγνωστο στους περισσοτέρους καταναλωτές μοναδικό χαρακτήρα τους.
Τα συμβατικά μέσα επικοινωνίας αρχίζουν να γίνονται ολοένα και λιγότερο αποτελεσματικά ενώ η διαδικτυακή επικοινωνία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γίνονται αμεσότεροι και αποτελεσματικότεροι τρόποι μετάδοσης πληροφοριών και επικοινωνίας με το καταναλωτικό κοινό. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Γάλακτος στην 1η Ιουνίου είναι ευκαιρία και υποχρέωση όλων όσων υπηρετούν τον χώρο αλλά και την επιστήμη των τροφίμων να αναδειχθεί η (στην κυριολεξία) υπεραξία των γαλακτοκομικών προϊόντων τόσο όσον αφορά την ασφάλεια τους, γεγονός που εδράζεται στη μακραίωνα χρήση τους, όσο και στα σημαντικά διατροφικά τους χαρακτηριστικά που δικαίως έχουν αναγάγει τον λευκό αυτό χρυσό στις σημαντικότερες τροφές μας. Σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται να γίνει γνωστό το υπέρτατο διατροφικό προφίλ του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων καταρρίπτοντας κάθε μύθο και προκατάληψη που δεν έχει κανένα επιστημονικό έρρισμα. Η ανάπτυξη και η ευημερία του κλάδου μπορεί να προέλθει μόνο από την συνεχή επικοινωνία και ανάδειξη της μοναδικής τους αυτής ταυτότητας, ως του πλέον θρεπτικού ίσως υγρού στον πλανήτη σήμερα.