Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Από την 15η Ιουνίου έως και την 15η Οκτωβρίου 2020, χιλιάδες εργαζόμενοι μπορούν να εντάσσονται στο μηχανισμό ενίσχυσης της απασχόλησης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», με ταυτόχρονη απαγόρευση της απόλυσής τους.
Με το πρόγραμμα αυτό που αποτελεί την ελληνική εκδοχή του ευρωπαϊκού προγράμματος SURE και το οποίο στηρίζεται στο γερμανικό μοντέλο της επιδότησης της μερικής απασχόλησης, το κράτος θα καλύπτει ένα μέρος του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών.
Ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης μπορεί να τίθεται σε εκ περιτροπής εργασία από τον εργοδότη του, χωρίς τυπικά να αλλάζει το καθεστώς της σύμβασης που έχει υπογράψει. Η μηνιαία απασχόληση μετατρέπεται σε απασχόληση δύο εβδομάδων (μείωση ωρών κατά 50%).
Η μείωση του χρόνου εργασίας έχει ως αποτέλεσμα οι μισθωτοί να χάσουν έως 20% των μηνιαίων αποδοχών τους, ενώ η απώλεια θα ανέλθει στο 23% αν συνυπολογιστεί το ποσοστό που χάνει ο εργαζόμενος από την αναλογία επιδόματος αδείας και δώρου Χριστουγέννων.
Από τις περικοπές διασώζονται μόνο όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ (καθαρά 550). Δηλαδή στην περίπτωση που μετά την κρατική αναπλήρωση (60% επί του καθαρού κομμένου μισθού) οι καθαρές αποδοχές υπολείπονται του καθαρού νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου, η διαφορά αναπληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Στο ίδιο πεδίο εμπίπτουν οι εργαζόμενοι που αμείβονται με μισθό έως 800 ευρώ (καθαρά 677 ευρώ), οι οποίοι μετά την αναπροσαρμογή (μείωση μισθού κατά 50% και αναπλήρωση από το κράτος) «πέφτουν» κάτω από το όριο ασφαλείας των 550 ευρώ. Με άλλα λόγια, οι συνολικές αποδοχές των εργαζομένων σε καμία περίπτωση δεν μειώνονται κάτω από τα επίπεδα του κατώτατου μισθού καθώς έχει διασφαλιστεί πως αυτός θα καταβάλλεται πλήρως και στο ακέραιο.
Αναφορικά τώρα με τους εργοδότες, το μη μισθολογικό κόστος επιμερίζεται ανάμεσα σε κράτος και εργοδότη, προκειμένου να ενταχθούν περισσότερες επιχειρήσεις και να αποφευχθούν οι απολύσεις. Επίσης, ένα μέρος από το κόστος του εργοδότη το αναλαμβάνει το δημόσιο, ενώ παραμένει ακέραιο το όφελος για τον εργαζόμενο.
Από τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι για μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων, η μείωση του χρόνου εργασίας συνεπάγεται και την υποχώρηση του μισθού, όχι σε ποσοστό 50%, αλλά σε 20%, καθώς ο εργοδότης θα καταβάλλει το 50% των μηνιαίων αποδοχών και το κράτος θα επιδοτεί το 60% του υπόλοιπου 50%. Αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος με μισό χρόνο απασχόλησης, θα λαμβάνει συνολικά το 80% του μισθού του.
Καθώς πρόθεση της κυβέρνησης φαίνεται πως είναι να προχωρήσει σε βελτιώσεις στο πρόγραμμα προκειμένου να ενταχθούν περισσότερες επιχειρήσεις και να διασωθούν ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας, ίσως το Υπουργείο Εργασίας να πρέπει να επανεξετάσει την λογική αυτής της επιδότησης. Το ερώτημα είναι, γιατί το χρόνο που ο εργαζόμενος πληρώνεται από το κράτος να μην τον παρέχει και σε εργασία; Δεν θα ήταν πιο παραγωγικό να επιδοτείται στην ουσία η εργασία και όχι η μη εργασία;