Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης
Η Θεοτόκος, η Παναγιά, η Μεγαλόχαρη, η Αειπάρθενος, η Υπέρμαχος στρατηγός. Η πιο οικεία μορφή της Ορθοδοξίας. Ίσως η αμήχανη πένα ενός εκ’ πεποιθήσεως αγνωστικιστή είναι καταλληλότερη να καταπιαστεί μαζί της, από την γραφίδα ενός πραγματικού πιστού. Η πίστη φέρνει τον κόσμο στα μέτρα της και δεν εκπλήσσεται από τους ωκεανούς των συναισθημάτων που κατακλύζουν τους ανθρώπους, καθώς το «έσω» και το «έξω» ταυτίζονται και πορεύονται αρμονικά. Η εγγενής αδυναμία όμως του «άπιστου» να ερμηνεύσει την έκρηξη λαϊκής πίστης που εκδηλώνεται ειδικά τον Δεκαπενταύγουστο, είναι ικανή να καταλήξει έως και σε στιγμιαίο αίσθημα συναισθηματικής αναπηρίας. Το ‘χω νιώσει στη Μεγαλόχαρη της Τήνου, στην Εκατονταπυλιανή της Πάρου, στην Παναγία τη Σουμελά, αλλά και σε μικρά κάτασπρα εκκλησάκια και μοναστήρια, πάντα ανήμερα Δεκαπενταύγουστου. Αίσθημα φευγαλέο ασφαλώς, συνήθως προϊόν μιας εικόνας που απομονωνόταν στο βλέμμα μου…μιας γυναίκας που ανέβαινε με πληγιασμένα γόνατα την ανηφόρα, μιας γιαγιάς που έκανε τον σταυρό της βουρκωμένη, ενός νεαρού που στεκόταν σκεπτικός μπροστά στην βαρυφορτωμένη με τάματα εικόνα. Μετά όλα χανόντουσαν μέσα στη φασαρία του πανηγυριού και στην κοσμοσυρροή, όμως κάτι έμενε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Η πεποίθηση ότι τα ερμηνευτικά εργαλεία που διαθέτει η κοινωνιολογική ανάλυση του θρησκευτικού φαινόμενου, είναι ανεπαρκή για να εξηγήσουν την ιδιαίτερη εσωτερική σύνδεση των Ελλήνων με τη μορφή της Παναγίας.
Ο ευσεβής Φώτιος Κόντογλου έγραφε «στην καρδιά του Έλληνα, Παναγία Θεοτόκος όλοι οι Άγιοι μαζί». Ο «βλάσφημος» Ηλίας Πετρόπουλος έγραφε ότι απόδειξη της αθεράπευτης αγάπης των Ελλήνων προς την Παναγιά, είναι το γεγονός ότι η πιο συνηθισμένη ελληνική βρισιά είναι το «Γ… την Παναγία σου». Η γιαγιά Μαρία Κονταξάκη που ανέθρεψε τρία παιδιά και επτά εγγόνια, μιλώντας κάποτε για τους μύριους κινδύνους που διατρέχει ένα νήπιο μέχρι ν’ αναστηθεί, μού είπε ότι «τα παιδιά τα μεγαλώνει η Παναγία». «Ο Θεός» δηλαδή, απάντησα εγώ ο προπετής, για να λάβω οργίλη την ανταπάντηση της: «Η Παναγία είπα». Δεν τόλμησα να ζητήσω περαιτέρω διευκρινήσεις γι’ αυτό τον ουράνιο χωρισμό αρμοδιοτήτων, καθότι κινδύνευα να φανώ ντιπ ανόητος στα γέρικα μάτια της. Θα ρωτούσα για το απολύτως αυτονόητο και δεν επιτρεπόταν σε «μορφωμένο άνθρωπο».
Πολύ λίγοι είναι οι Έλληνες που προσεύχονται πλέον. Αφότου η θρησκεία ξέφυγε από τον παραδοσιακό κοινωνικό ιστό της παλιάς Ελληνικής κοινωνίας και διαχύθηκε στην μεγάλη πόλη και στον συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο τρόπο ζωής μας, η προσευχή παρέμεινε στον πυρήνα των πραγματικών πιστών. Όλοι οι υπόλοιποι περιοριζόμαστε στη σπάνια και απολύτως τυπική συμμετοχή μας στο θρησκευτικό τελετουργικό. Τολμώ να πω όμως, ότι τις ελάχιστες φορές που η εσωτερική ανάγκη του νεοέλληνα σπάσει τα χαζά φράγματα του νεωτερισμού του και βγάλει στην επιφάνεια την προσευχή του, εννιά στις δέκα φορές αυτή έχει αποδέκτη την Παναγιά. Γιατί; Διότι η απρόσμενα αναδυόμενη ικεσία προς την Παναγία, στην καρδιά τού Έλληνα είναι συνταυτισμένη με την καταφυγή στη σκέπη της μάνας, σε δύσκολες ή οριακές στιγμές.
Δυσκολεύτηκα κάποτε πολύ προσπαθώντας να εξηγήσω σ’ έναν Φινλανδό τι είναι η ευχή της Ελληνίδας μάνας προς το παιδί της και εγκατέλειψα την προσπάθεια όταν κατάλαβα πως ούτε εγώ ήξερα. Απλώς το ένιωθα. Δεν περιμένει κανείς απ’ αυτή την ευχή να βυθίσει τον στόλο των βαρβαρικών μονόξυλων κάτω από τα τείχη τής πολιορκημένης εσωτερικής του Βασιλεύουσας, δεν ζητά απ’ αυτή την ευχή καμιά ανταπόδοση, δεν διατυπώνει απ’ αυτήν καμιά αξίωση. Απλώς θέλει να την έχει, σαν έναν εσωτερικό οπλισμό χωρίς τον οποίον, απλώς δεν γίνεται να πορεύεται.
Θαρρώ γι’ αυτό, πιστοί και άπιστοι, έρχεται κάποτε η στιγμή που φωνάζουμε «Παναγία μου» και νιώθουμε ότι κάποιο σπλαχνικό μητρικό αυτί μας ακούει…