του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Και ξαφνικά, εγένετο φως! Αναρωτιόμουν, είναι δυνατόν ο κρατισμός να καταργήσει τις αδειοδοτήσεις για το ξεκίνημα μιας επιχειρηματικής δραστηριότητος –που σημαίνει απώλειες κάποιων εκατομμυρίων κάτω από το τραπέζι για τους αδειοδοτούντες; Είναι δυνατόν να συμβεί κάτι παρόμοιο χωρίς πανεθνική απεργία της ΑΔΕΔΥ και των συνιστωσών του όλου συστήματος αρπαγής; Η απορία ήταν έντονη και με έκανε να πιστέψω ότι κάτι μπορούσε να αλλάξει σε τούτη την χώρα. Τα ερωτηματικά αυτά, όμως, δεν είχαν μεγάλη διάρκεια.
Ένας εκλεκτός συνάδελφος, ο Γιώργος Κράλογλου, με υπέβαλε στην δοκιμασία να διαβάσω το νομοσχέδιο που καταργεί τις εξ αρχής αδειοδοτήσεις για έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητος και καθιερώνει τον εκ των υστέρων έλεγχο για διαπίστωση τυχόν παραβάσεων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις σχετικές διατάξεις του νομοσχεδίου αυτού, οι εντεταλμένοι υπάλληλοι της εκάστοτε αρμοδίας αρχής θα έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα:
*Να ελέγχουν, εκτός από τα βιβλία της επιχείρησης, και την ηλεκτρονική αλληλογραφία των επιχειρηματιών και όλων των στελεχών της επιχείρησης, μέχρι και του απλού προσωπικού, αν χρειαστεί, ανεξαρτήτως της μορφής της αποθήκευσης που έχουν τα ζητούμενα στοιχεία.
*Να κάνουν κατάσχεση στα βιβλία, στα έγγραφα που θεωρούν χρήσιμα και στα κομπιούτερ, για να τα ψάξουν καλύτερα στην υπηρεσία τους…
*Να κάνουν κατάσχεση και σε κάθε φορητή ηλεκτρονική συσκευή που κρίνουν ότι παρέχει στοιχεία για την ελεγχόμενη επιχείρηση.
*Να κάνουν φύλο και φτερό …τα γραφεία, τις αποθήκες, τα αυτοκίνητα μεταφορών και κάθε χώρο του εργοστασίου ή του εργοταξίου, αν το κρίνουν αναγκαίο.
*Να ψάχνουν μέχρι και τα σπίτια των επιχειρηματιών, των στελεχών, αλλά και των υπαλλήλων της επιχείρησης για να βρουν στοιχεία πρόσβασης.
*Να σφραγίζουν κάθε εγκατάσταση που θεωρούν ύποπτη.
*Να παίρνουν μέχρι και ένορκες καταθέσεις και να ζητούν από κάθε στέλεχος ή υπάλληλο να τους δώσει ό,τι έγγραφο είναι χρήσιμο για την έρευνα.
*Να επιβάλλουν πρόστιμα από 1.000 έως 50.000 ευρώ.
Σε πρώτη ανάγνωση, τα ανωτέρω δικαιώματα ίσως να φαίνονται φυσιολογικά σε κάποιον καλόπιστο αναγνώστη. Ακόμα, αν οι παραπάνω κανόνες ελέγχου αφορούσαν την Δανία, την Σουηδία ή την Ολλανδία, κανείς δεν θα τους έδινε σημασία.
Συμβαίνει, όμως, οι έλεγχοι αυτοί να αφορούν την πιο διεφθαρμένη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με την δημόσια διοίκησή της να σπάει πανευρωπαϊκό ρεκόρ διαφθοράς. Επίσης, οι έλεγχοι αυτοί καλούνται να γίνουν από ελεγκτές οι οποίοι όχι μόνον δεν ελέγχονται, αλλά τελούν και υπό καθεστώς μονιμότητος –γεγονός που σχεδόν μηδενίζει το κόστος της όποιας ασυδοσίας τους. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις επίορκων δημοσίων υπαλλήλων που, παρά τις παράνομες πράξεις τους, παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητοι και απολαμβάνουν τους καρπούς της αρπαγής τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, αν κανείς αναλύσει σε βάθος το περί της καταργήσεως των αδειοδοτήσεων νομοσχέδιο, θα δει ότι αποτελεί μία καλοστημένη παγίδα για αφελείς επιχειρηματίες. Διότι, από την στιγμή που ο επιχειρηματίας θα έχει προχωρήσει σε επενδύσεις και θα έχει δεσμευθεί με υποχρεώσεις, το πιθανότερο είναι με τους ελέγχους να εμπλακεί σε «περιπέτειες για αγρίους», οι οποίες σίγουρα θα τού κοστίσουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα τού κόστιζε η ταλαιπωρία της αδειοδοτήσεως.
Εξάλλου, η ταλαιπωρία της αδειοδοτήσεως οδήγησε τα τελευταία χρόνια αμέτρητους επιχειρηματίες στη εγκατάλειψη της προσπάθειάς τους και στην εξ αυτού του λόγου εξοικονόμηση πολύτιμων κεφαλαίων. Με τον νέο νόμο, οι παγιδευμένοι επιχειρηματίες θα είναι πλέον υποχρεωμένοι να ενδώσουν στις πιο παράλογες απαιτήσεις των ελεγκτών, χωρίς να μπορούν να έχουν καμμία απολύτως έξοδο διαφυγής. Με τον τρόπο αυτόν, το διεφθαρμένο κράτος θα γίνεται εταίρος του επιχειρηματία παρά την θέληση του τελευταίου, ο οποίος δεν θα ξέρει πλέον από πού να φυλαχτεί.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε –και το λέμε μετά λόγου γνώσεως– ότι στο παιχνίδι αυτό θα εμπλακούν σίγουρα και γνωστά για την διαφθορά τους συμφέροντα του επικοινωνιακού χώρου, τα οποία θα στηρίζουν τις όποιες εκβιαστικές απαιτήσεις των «ελεγκτών» και των συν αυτώ. Έτσι, ο κίνδυνος να βρεθεί μία επιχείρηση σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον θα είναι η πιθανότερη εκδοχή στην όποια επενδυτική πρωτοβουλία της.
Όλα αυτά κάποιοι αναγνώστες μου θα τα θεωρήσουν υπερβολικά. Προφανώς, αυτό συμβαίνει γιατί αγνοούν ότι τα τριάντα τελευταία χρόνια στην χώρα μας ακυρώθηκαν από απαυδισμένους Έλληνες και ξένους επενδυτές πάνω από 3.000 επενδυτικά σχέδια. Μεταξύ αυτών, ακυρώθηκαν και σοβαρότατες τουριστικού και πολιτιστικού χαρακτήρος επενδύσεις από μεγάλους Ομίλους, οι οποίες, αν είχαν γίνει, σήμερα η Πελοπόννησος θα ήταν ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς στον κόσμο. Όλα αυτά, όμως, ήσαν ψιλά γράμματα για την αρπακτική γραφειοκρατία και για οικοπεδοφάγους «οικολόγους», οι οποίοι συνέβαλαν στην απίστευτη οικιστική ασχήμια ολόκληρων περιοχών παντού στην Ελλάδα.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Τί μπορεί να γίνει για να αποφευχθούν τα παρατράγουδα που περιγράφουμε; Απλώς, θα πρέπει, παράλληλα με τους ελέγχους στις επιχειρήσεις, να επιβληθούν και αυστηρές κυρώσεις για τους ελεγκτές σε περιπτώσεις καταχρήσεως της θέσεώς τους. Ίσως, η αυστηρότερη κύρωση να ήταν η κατάργηση της δημοσιοϋπαλληλικής τους ιδιότητος και η αποπομπή τους από την υπηρεσία. Ο δε ρόλος ελέγχου των ελεγκτών θα μπορούσε να ανατεθεί στον Συνήγορο του Πολίτη, όπως αυτό συμβαίνει κα σε άλλες ευνομούμενες δημοκρατικές χώρες της Ευρώπης.