του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
«Είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να ερωτευθεί την ανάπτυξη ή ένα νόμισμα», συνήθιζε να λέει ο πάλαι ποτε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γάλλος καθολικός σοσιαλδημοκράτης κ. Ζακ Ντελόρ, ένας από τους αρχιτέκτονες της περίφημης Συνθήκης του Μάαστριχτ. Και σε μία από τις συνομιλίες που είχαμε λίγο πριν λήξει η δεκαετής θητεία του, μάς είχε τονίσει ότι «η ευρωπαϊκή διαδικασία ολοκλήρωσης είναι μία δύσκολη και καθόλου συναρπαστική δουλειά, που γι αυτόν ακριβώς τον λόγο θα προσφέρεται βορά στους λαϊκιστές και τους δημαγωγούς».
Κάτι παρόμοιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την ανάπτυξη. Επειδή συνδέεται άμεσα με την παραγωγή και τις προς τούτο επενδύσεις, είναι μία ορθολογική διαδικασία που δεν προσφέρεται για παχειά λόγια και λαϊκίστικες κορόνες. Εξάλλου, αυτός που θέλει να μιλήσει σοβαρά για ανάπτυξη θα πρέπει να καταθέσει και να παραθέσει συγκεκριμένα σχέδια και, κυρίως, να αναφέρει τρόπους και πηγές χρηματοδότησής τους.
Η ανάπτυξη προϋποθέτει επίσης και μία σειρά από σοβαρές μεταρρυθμίσεις –διοικητικές, θεσμικές, νομικές– οι οποίες, κατά κανόνα, δεν «πουλάνε» σε αυτούς που θέλουν να ακούν π.χ. πώς θα γεμίσουν λεφτά χωρίς κόπο. Και από την άποψη αυτή, μία «λαμπρή ευκαιρία» είναι η θέση στο Δημόσιο.
Στην βάση λοιπόν των όσων προηγούνται, πολύ καλά κάνει ο πρωθυπουργός και δεν αναφέρεται σε θέματα επενδύσεων και ανάπτυξης. Ιδιαίτερα δε στην σημερινή Ελλάδα, όπου μόνον οι ιδιώτες επιχειρηματίες κάτι μπορούν να κάνουν προς την επενδυτική και αναπτυξιακή κατεύθυνση. Αυτοί όμως είναι «κακιά» λέξη στην ρητορική του πρωθυπουργού.
Το κοινό που ψηφίζει τον κ. Αλέξη Τσίπρα ενδιαφέρεται να μάθει πώς θα ξαναβρεί δανεικό χρήμα, πώς θα βολευτεί στο Δημόσιο, πώς δεν θα πληρώνει φόρους και χρέη, πώς θα περνάει καλά με φραπέ και κανα τσίπουρο όταν λάχει… Γιατί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός να τού χαλάσει την ζαχαρένια του;
Επίσης, όπως λένε οι ψυχολόγοι, ένα μέρους του κοινού αυτού ψηφίζει από οργή –και από φθόνο, θα προσθέταμε εμείς. Με άλλα λόγια, «εκδικείται» αυτούς που κάποτε του έδιναν δανεικά και θέσεις στο Δημόσιο, αλλά τώρα το χρεοκοπημένο κράτος παίρνει πίσω αυτά που μοίραζε αφειδώς. Η εκδικητική ψήφος, όμως, γράφει στα παλιά της τα παπούτσια την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Γιατί λοιπόν ο κ. Τσίπρας να προκαλεί στρες στους «θυμωμένους» που εκδικούνται;
Εξάλλου, το πραγματικό στρες για όλους αυτούς θα έλθει όταν, χωρίς επενδύσεις και ανάπτυξη, το πλοίον «Ελλάς» θα πάει οριστικά για φούντο. Είναι λοιπόν ανάγκη να γίνεται από τώρα λόγος για τόσο ενοχλητικά πράγματα;