του Christopher Dembik, Οικονομολόγου της Saxo Bank
Το status quo της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) τον Σεπτέμβριο απέδειξε πόσο δύσκολο είναι για τις κεντρικές τράπεζες να θέσουν τέρμα στα επείγοντα μέτρα που υιοθετήθηκαν στον απόηχο της κρίσης του 2007. Η διστακτικότητα της επικεφαλής της Fed, Janet Yellen, και η αναταραχή στις αγορές από τον Αύγουστο φαίνεται να επικυρώνουν την αδυναμία εγκατάλειψης της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, εκτός και αν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε ότι κάτι τέτοιο θα πυροδοτούσε μια νέα παγκόσμια κρίση.
Οι αγορές έχουν πλέον συνηθίσει να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον παρατεταμένων χαμηλών επιτοκίων, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους κατά 57 τρισ. USD μεταξύ των ετών 2008 και 2015. Η αύξηση του δημόσιου χρέους αναλογεί σχεδόν στο μισό αυτού του ποσού και είναι αποτέλεσμα των μέτρων που ελήφθησαν για δημοσιονομική τόνωση και διάσωση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες, το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε επίσης, με εξαίρεση τις ΗΠΑ, όπου η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών βελτιώθηκε λόγω της αθέτησης πληρωμών των στεγαστικών δανείων.
Η Fed γνωρίζει ότι μια ιδιαίτερα γρήγορη και απότομη αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να έχει τις ίδιες επιπτώσεις με αυτές της ρίψης μιας πυρηνικής βόμβας. Ολόκληρο το σύστημα ενδεχομένως να κατέρρεε και δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι κεντρικές τράπεζες θα ήταν αυτή τη φορά σε θέση να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η δύναμη κρούσης τους έχει μειωθεί, καθώς οι ισολογισμοί τους επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις της αγοράς, και η αξιοπιστία τους έχει πληγεί σημαντικά αφού τα μέτρα που πήραν δεν κατάφεραν να ισχυροποιήσουν την οικονομία.
Η επιστροφή των χρηματοπιστωτικών υπερβολών
Τα ίδια λάθη που οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κρίση επαναλαμβάνονται τώρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρόσβαση στην πίστωση, η οποία είχε καταστεί πιο δύσκολη, χαλαρώνει, προκαλώντας υπέρμετρο χρέος και κερδοσκοπικές φούσκες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσοι πραγματοποιούν αγορά πρώτης κατοικίας, μπορούν να λάβουν δάνειο για το 97% της αξίας του ακινήτου τους. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αγορά ακινήτων κινείται προς την ίδια κατεύθυνση χάρη στο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας αγοράς πρώτης κατοικίας που εγκαινιάστηκε το 2012. Το πρόγραμμα γνώρισε τέτοια επιτυχία ώστε σήμερα οι αγοραστές πρώτης κατοικίας αναλογούν στο 50% των στεγαστικών δανείων, ένα ποσοστό που είχε να καταγραφεί από το 2000.
Η φιλοδοξία του David Cameron να μετατρέψει το Ηνωμένο Βασίλειο σε μια χώρα ιδιοκτητών πρόκειται να πραγματοποιηθεί σύντομα. Η τακτική της πιο εύκολης πρόσβασης στις πιστώσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά τους νέους αγοραστές, αποτέλεσε συστηματικά την πολιτική συνταγή για την ενίσχυση των χαμένων της παγκοσμιοποίησης.
Τα τελευταία 20 χρόνια, το εισόδημα αυξήθηκε μόνο για δύο κατηγορίες του παγκόσμιου πληθυσμού: τους Κινέζους και το πλουσιότερο 1%. Στην αντίθετη πλευρά της κλίμακας, η μεσαία και η εργατική τάξη των δυτικών χωρών, καθώς και οι πιο φτωχές τάξεις, επωφελήθηκαν ελάχιστα από τις οικονομικές συνέπειες των αυξανόμενων εμπορικών συναλλαγών και την απόσυρση των εμπορικών περιορισμών.
Η στασιμότητα των εισοδημάτων τους τούς ανάγκασε να δανειστούν με ελκυστικά επιτόκια, ώστε να διατηρήσουν ένα επίπεδο διαβίωσης που, μέχρι σήμερα, διασφάλιζε την κοινωνική ειρήνη. Παρ' όλα αυτά, αυτή η λύση που επινόησαν οι πολιτικοί θεσμοί, δεν είναι ρεαλιστική. Εάν υπάρξει έστω και μια ελάχιστη αύξηση στα επιτόκια, τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, με αρνητικές επιπτώσεις για τη ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα.
Αυξανόμενη ανισότητα στα εισοδήματα
Ακόμα και αν τα επόμενα χρόνια το ευρωπαϊκό ΑΕΠ αυξανόταν ετησίως κατά 2%, οδηγώντας σε μείωση του ποσοστού ανεργίας, η ανάπτυξη αυτή δεν θα αποτελούσε παρά ελάχιστη βελτίωση, δεδομένου ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην πραγματικότητα δεν έχει εξυγιανθεί και δεν έχει υπάρξει κάποια ουσιαστική μάχη για την καταπολέμηση της ανισότητας. Βρισκόμαστε εν μέσω μιας τεράστιας κερδοσκοπικής φούσκας, πιθανόν μεγαλύτερης από αυτή του 2007, εξαιτίας της αύξησης του σκιώδους τραπεζικού συστήματος και της ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες.
Μπορούμε να αναγνωρίζουμε στον Thomas Piketty την κριτική που ασκεί στο μοντέλο του rentier (του εισοδηματία), όπως έκανε και ο John Maynard Keynes δεκαετίες νωρίτερα, αλλά η μακροπρόθεσμη ανάλυσή του αγνοεί την άνιση κατανομή των εισοδημάτων, παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο στοιχείο είναι αρκετό για να εξηγήσει την πρόσφατη κρίση και την κρίση που πλησιάζει.
Η περίοδος 1914-1950 ευνόησε μια άνευ προηγουμένου μείωση της εισοδηματικής ανισότητας, ωστόσο στη συνέχεια η πορεία αυτή διεκόπη απότομα. Οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ εκείνων που έχουν πρόσβαση στη γνώση και την τεχνολογία και όσους δεν διαθέτουν επαρκή εκπαίδευση για να αναλάβουν θέσεις υψηλής εξειδίκευσης αυξάνονται − και θα συνεχίσουν να αυξάνονται με την ψηφιοποίηση και την αυτοματοποίηση της οικονομίας. Αυτή η κλιμακούμενη εισοδηματική ανισότητα εξηγεί γιατί η ζήτηση, ένας παραδοσιακός παράγοντας υποστήριξης στις προηγμένες οικονομίες, δεν αρκεί πλέον για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης.
Δεν υπάρχει κάποια διαθέσιμη έτοιμη λύση που θα υποκινήσει μια καλύτερη κατανομή του πλούτου. Όλοι γνωρίζουν ότι η περαιτέρω διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων δεν αποτελεί την απάντηση, αλλά προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση. Από αυτή την άποψη, πρέπει οπωσδήποτε να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι ο καπιταλισμός θα εμφανίζει κρίσεις με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα, με δεδομένο ότι τα νοικοκυριά δεν είναι έτοιμα να δεχτούν μείωση του επιπέδου κατανάλωσής τους και ότι οι πολιτικοί αρνούνται να επικεντρωθούν στα βασικά ζητήματα.