Στην ομιλία του, ο κ. Μυτιληναίος, αναφέρθηκε στην πράσινη μετάβαση της Ευρώπης, αλλά τόνισε ότι αυτή θα εξαρτηθεί από το αν υπάρχει αρκετή ποσότητα υγροποιημένου αερίου LNG από το Κατάρ και τις ΗΠΑ.
«Πρόκειται για μια παγίδα θανάτου για την Ευρώπη και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία και τα νοικοκυριά θα ανταπεξέλθουν σε αυτήν την κατάσταση», υπογράμμισε ο Ευάγγελος Μυτιληναίος.
Ο κ. Μυτιληναίος άσκησε κριτική στις επιλογές της Ευρώπης τονίζοντας ότι έγιναν λάθη τις προηγούμενες δεκαετίες και το θέμα της βιωσιμότητας μπήκε πολύ πιο μπροστά από όσο αντέχουν οι οικονομίες.
«Εγκαταλείψαμε το θέμα της ασφάλειας προμήθειας και σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται σε πραγματικό κίνδυνο», ανέφερε σχετικά.
Παράλληλα, επικαλέστηκε τις προβλέψεις της JP Morgan για τιμή του πετρελαίου στα 300 δολάρια εάν υπάρξει πλήρης διακοπή της ρωσικής προμήθειας και για τιμή του φυσικού αερίου στα 200 ευρώ/MWh σε περίπτωση που υπάρξει περιορισμός της ρωσικής ροής.
«Πριν την κρίση του 2021 η τιμή του αερίου ήταν στα μόλις 20 ευρώ/MWh», ανέφερε ο κ. Μυτιληναίος.
Για το πόσο η Ελλάδα είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει πιθανή διακοπή της ροής του αερίου ο κ. Μυτιληναίος ανέφερε ότι «η χώρα μας έχει ενδογενείς πηγές όπως ο λιγνίτης και τα υδροηλεκτρικά που θα μπορούσαν να καλύψουν μέρος των αναγκών καθώς επίσης τον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας και τον αγωγό TAP που μπορούν να βοηθήσουν στην προμήθεια αερίου. Η Ελλάδα είναι μια μικρή αγορά των 6-7 δισ. κυβικών μέτρων που σημαίνει ότι χρειάζονται 45 φορτία LNG για να καλυφθούν οι ανάγκες».
Για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, μετά το τέλος του πολέμου, ο κ. Μυτιληναίος εξέφρασε την εκτίμηση ότι η Ελλάδα θα είναι παρούσα με όλες της τις δυνάμεις, όπως είναι και τώρα παρούσα βοηθώντας στρατιωτικά τη χώρα.
Καταλήγοντας ο κ. Μυτιληναίος τόνισε ότι «ζούμε μια περίοδο γεμάτη προκλήσεις καθώς η φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία πάνω στην οποία στηρίχθηκε η πρόοδος και η μεγάλη ανάπτυξη της Ευρώπης των τελευταίων δεκαετιών αποτελεί οριστικά παρελθόν ενώ και η εγγύηση της αμερικανικής ασφάλειας απομένει να καθοριστεί από τις εξελίξεις στο εσωτερικό της αμερικανικής πολιτικής σκηνής».