Ο κλάδος των Υποδομών βρίσκεται αδιαμφισβήτητα στο επίκεντρο της επενδυτικής και αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας με επενδυόμενα κεφάλαια δεκάδων δισ. ευρώ, προερχόμενων κυρίως από το ταμείο ανάκαμψης, ανέφερε ο Πρόεδρος του ΔΣ του Ομίλου ΕΛΛΑΚΤΩΡ, κ Γεώργιος Μυλωνογιάννης, στο 26th Annual Economist Government Roundtable.
Όπως σημείωσε στην ομιλία του:
«Οι επενδύσεις και τα νέα έργα αναπόφευκτα θα λάβουν υπόψη το γενικό στόχο της κλιματικής ουδετερότητας, της προστασίας του παγκόσμιου οικοσυστήματος εξυπηρετώντας ταυτόχρονα την ανάγκη εκσυγχρονισμού των μεταφορικών υποδομών της χώρας. Στόχος είναι ο εκσυγχρονισμός της προσβασιμότητας και η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κοινωνιών.
Αναμφίβολα οι επιδιώξεις αυτές θα επιταχύνονταν αν δεν υπήρχαν στο προσκήνιο οι ασύμμετρες απειλές των τελευταίων ετών. Τις ονομάζω ασύμμετρες διότι μέχρι το 2020 ήταν αδιανόητη η εμφάνιση μιας πανδημίας απειλητικής για ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως και η κήρυξη πολέμου σε Ευρωπαϊκό έδαφος.
Τα αποτελέσματα της επέλευσης των κινδύνων αυτών είναι γνωστά. Η δραματική αύξηση του κόστους της ενέργειας, των πρώτων υλών και η αποδιοργάνωση της εφοδιαστικής αλυσίδας, δημιούργησαν συνθήκες οικονομικής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο κατασκευαστικός κλάδος μοιραία βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Η Πολιτεία, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι εταιρείες του Κατασκευαστικού κλάδου και γενικότερα οι επιχειρήσεις, αναζητούν τρόπους για τον περιορισμό των συνεπειών έτσι ώστε να υλοποιηθούν τα σχεδιαζόμενα έργα έγκαιρα και χωρίς δραματικές αποκλίσεις από τους προϋπολογισμούς τους. Όμως ο προβληματισμός δεν σταματά στα όσα ήδη έχουμε βιώσει.
Σε πρόσφατη μελέτη η ελβετική τράπεζα UBS προβλέπει πως στο άμεσο μέλλον, εκτός από τη γνωστή ανάγκη του Decarbonization θα προστεθούν δύο ακόμα “D” παράμετροι. Πρόκειται για τη Deglobalization και την Defense, δηλαδή την αποπαγκοσμιοποίηση και την αύξηση των κονδυλίων για εξοπλισμούς.
Η αποπαγκοσμιοποίηση αφενός επιβραδύνει τη μεταφορά κεφαλαίων και αφετέρου αποκλείει την επένδυση κεφαλαίων με κριτήριο τη χώρα προέλευσής τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτή η νέα πραγματικότητα απειλεί τα έργα υποδομής που όπως είναι γνωστό απαιτούν σημαντικά κεφάλαια για την εκτέλεσή τους. Η αύξηση των κονδυλίων της άμυνας σημαίνει πως θα μεταφερθούν πόροι από την υπόλοιπη, τη μη αμυντική βιομηχανία, στο πεδίο των εξοπλισμών.
Είναι ίσως πρώιμο να εκτιμηθεί η επίδραση στα έργα υποδομής αλλά είναι βέβαιο πως 100 δις ευρώ που προανήγγειλε η Γερμανία για αμυντικές δαπάνες θα λείψουν από την υπόλοιπη οικονομία και το ίδιο θα συμβεί στην υπόλοιπη Ευρώπη κατά το μέτρο της αύξησης των δαπανών αυτών. Στην οικονομική βέβαια ζωή είναι ελάχιστες οι απόλυτες έννοιες και θα μπορούσε να ειπωθεί πως στην άμυνα εντάσσονται και έργα υποδομής που θα αντισταθμίσουν τις απώλειες κύκλου εργασιών του μη αμυντικού τομέα της οικονομίας.
Αυτό όμως θα σήμαινε ανατροπή του υφιστάμενου σχεδιασμού για έργα υποδομών και καθυστερήσεις στην εκτέλεση των εν εξελίξει.
Προφανώς, δεν υπαινίσσομαι πως οι αμυντικές δαπάνες είναι ανώφελες. Αντίθετα, θα θύμιζα τη ρήση του Vegetius “si vis pacem para bellum”, δηλαδή «αν επιθυμείς την ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο» και η Ελληνική Κυβέρνηση έπραξε, κατά κοινή ομολογία, άριστα εκσυγχρονίζοντας πρόσφατα το οπλοστάσιο τόσο της Π.Α. όσο και του Π.Ν.
Η τοποθέτησή μου δε θα ήθελα να εκληφθεί ως χρησμός απαισιοδοξίας αλλά ως αφετηρία προβληματισμού για τα νέα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας. Θα κλείσω λοιπόν με ένα μήνυμα αισιόδοξο. Ο Όμιλός μας, εκ των βασικότερων εκπροσώπων του κλάδου, έχοντας χαράξει μία νέα επιχειρησιακή στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης και με συμμάχους νέα, μεγάλα θεσμικά επενδυτικά σχήματα, είναι έτοιμος να ανταποκριθεί στο νέο αυτό περιβάλλον και τις ευκαιρίες που - παρα τις αντικειμενικές δυσκολίες – ανοίγονται μπροστά μας στους τομείς δραστηριότητας των Υποδομών, του Περιβάλλοντος και της Ενέργειας. Ελπίζουμε να συμβάλλουμε ενεργά στη δημιουργία μιας σύγχρονης, βιώσιμης και ανταγωνιστικής Ελλάδας με την υποστήριξη πάντα της Πολιτείας και όλων των εμπλεκόμενων θεσμικών φορέων».