Στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, τους παράγοντες που υπονομεύουν τον ρυθμό ανάπτυξης το επόμενο έτος, τους κινδύνους που εγκυμονεί η αύξηση του κόστους χρήματος για το χρέος της χώρας αλλά και ο αυξανόμενος προστατευτισμός για τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντα της Ελλάδας, αναφέρεται σε άρθρο του στην "Καθημερινή της Κυριακής” ο Νίκος Καραμούζης, πρόεδρος της SMERemediumCap και της Grant Thornton στην Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, ο κ. Καραμούζης αναμένει σημαντική αύξηση του ΑΕΠ το τρέχον έτος -ίσως αρκετά κοντά στο 6%, όπως σημειώνει-, την ώρα δε που η ευρωζώνη βυθίζεται σε ύφεση, αλλά με τον πληθωρισμό να "τρέχει” με 10% και πλέον. Διαβλέπει, ωστόσο, μια μάλλον δύσκολη χρονιά το 2023, με κατακόρυφη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, ίσως κοντά στο 1% με 2%, αλλά και με επιβράδυνση του πληθωρισμού κοντά στο 6% με 7%.
Προσθέτει, πάντως, ότι υπάρχουν σοβαρότατες αβεβαιότητες που καθιστούν τις ως άνω εκτιμήσεις επισφαλείς, με τον πληθωρισμό να μειώνει την αγοραστική δύναμη μισθών και καταθέσεων, παρά τις όποιες αυξήσεις μισθών ή επιτοκίων σημειωθούν που μάλλον θα υπολείπονται του πληθωρισμού, την εκλογική αβεβαιότητα, το αναγκαίο δημοσιονομικό νοικοκύρεμα χωρίς δημοσιονομικό χώρο για έξτρα δαπάνες (επιστροφή Ελλάδος σε πρωτογενή πλεονάσματα), με την Ευρώπη σχεδόν σε ύφεση, όπου εξάγουμε το 55% του συνόλου, με τα επιτόκια σε κάθετα ανοδική πορεία και με τις επιχειρήσεις να βιώνουν μειωμένη κερδοφορία και δραματική αύξηση του κόστους παραγωγής.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, ο κ. Καραμούζης τονίζει ότι βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη ο πληθωριστικός κύκλος που πυροδοτήθηκε από τον τοξικό συνδυασμό του ρωσο-ουκρανικού πολέμου -που προκάλεσε έκρηξη τιμών και ελλείψεις σε πρώτες ύλες, μέταλλα και αγροτικά προϊόντα-, της υπερβολικής ζήτησης και της σοβαρής επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας (λόγω των μέτρων κατά του κορονοϊού), ο οποίος έχει οδηγήσει τον πληθωρισμό στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγράφει τις τελευταίες δεκαετίες.
Σημειώνει, δε, ότι πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα που δεν θα εκλείψει σύντομα, χωρίς τη λήψη σοβαρών μέτρων συσταλτικής δημοσιοοικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Επειδή, όμως, δεν διαφαίνεται πρόθεση των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν συσταλτική δημοσιονομική πολιτική, το βάρος της διόρθωσης του πληθωρισμού, όπως τονίζει, θα πέσει αναγκαστικά και υπέρμετρα στη νομισματική πολιτική, με μέτρα περιστολής της ρευστότητας στην αγορά και έντονη άνοδο των επιτοκίων, τα οποία θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση της οικονομίας, πιθανά σε οικονομική ύφεση και σε αυξανόμενη ανεργία.
Εκτιμά, επίσης, ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο με τρία χρόνια πριν τα μέτρα συσταλτικής νομισματικής πολιτικής τιθασεύσουν τον πληθωρισμό στις ανεπτυγμένες χώρες σε αποδεκτά επίπεδα π.χ. του 2%-3% ετησίως, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνοδευθούν από επιβράδυνση του κόστους πρώτων υλών και ενέργειας, την υλοποίηση σταθεροποιητικών δημοσιονομικών μέτρων και την αποφυγή να ενσωματωθεί ο πληθωρισμός στις αυξήσεις μισθών και τις προσδοκίες.
Ο κ. Καραμούζης επισημαίνει μάλιστα ότι η απαιτούμενη αύξηση των επιτοκίων διαφαίνεται πως θα είναι μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπουν οι αγορές σήμερα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου τα βραχυχρόνια επιτόκια θα ξεπεράσουν, κατά την εκτίμησή του, το 5% με 5,5% και τα ευρωπαϊκά το 3% με 3,5% το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Άλλωστε, όπως σημειώνει, με βάση τα ιστορικά δεδομένα, ο περιορισμός ενός τόσο υψηλού ρυθμού πληθωρισμού, δεν μπορεί να μειωθεί σημαντικά χωρίς σοβαρή επιβράδυνση της οικονομίας (ύφεση), που όπως διαφαίνεται μάλλον θα συμβεί το 2023. Ήδη, διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν σχεδόν μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και μόνο 2,7% ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας για το 2023, με αυξανόμενη πιθανότητα να είναι τελικά κάτω του 2%, ενώ προσδιορίζουν τον παγκόσμιο πληθυσμό κοντά στο 7% το 2023 και στο 4,3% περίπου το 2024.
Ένας καθοριστικός κίνδυνος για την πορεία και τη δυναμική του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, είναι επίσης και ο βαθμός που θα ενσωματωθεί ο τρέχων πληθωρισμός στη διαμόρφωση των μισθών και συμβάσεων εργασίας και αν αυτή η εξέλιξη συνοδευθεί ή όχι από πιθανή έξαρση της κερδοσκοπίας και ανοδική αποσταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών.
Αν τα παραπάνω συμβούν, εν μέρει ή εν όλω, όπως εξηγεί η αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα απαιτήσει, ceteris paribus, ακόμα πιο έντονη συσταλτική νομισματική πολιτική και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Επίσης, ο κ. Καραμούζης προειδοποιεί για μια ακόμη παρενέργεια που ενέχει η παρούσα κρίση και αφορά την έντονη όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου.
Όπως σημειώνει, εντός της ευρωζώνης, χώρες όπως η Ελλάδα, με υψηλότερο του μέσου όρου ρυθμό πληθωρισμού (10 %) τους τελευταίους μήνες και με χρόνια χαμηλή παραγωγικότητα, χάνουν σε ανταγωνιστικότητα και οικονομική προοπτική. Επίσης, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, αν και βραχυχρόνια κερδίζουν από τη διάβρωση της αξίας του χρέους τους, μακροχρόνια αυτό θα αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης αυτού το μεγάλου χρέους. Για παράδειγμα, η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου έχει αυξηθεί μέσα σε ένα χρόνο από 0,6% σε 5% ετησίως. Αυτό, όπως τονίζει, αυξάνει τον κίνδυνο απώλειας ικανοποιητικής πρόσβασης στις αγορές κι επομένως καθιστά επιτακτική τη δημοσιονομική σταθερότητα, σύνεση και πειθαρχία, παρά την ευνοϊκή δομή του ελληνικού δημόσιου χρέους (μακρές λήξεις, σταθερά επιτόκια).
Τέλος, επισημαίνει τους κινδύνους που ενέχουν ο εθνικισμός και η εσωστρέφεια, τάσεις που έχει εντείνει η τρέχουσα κρίση, εξηγώντας πως μια επιστροφή στο παρελθόν, στις κλειστές και προστατευμένες αγορές, στον κρατισμό, στο φλύαρο και ψευδεπίγραφο εθνικισμό, στο τοξικό κλίμα για τους μετανάστες και τη διαφορετικότητα, μια σοβαρή αποδυνάμωση της ευρωζώνης που κυοφορείται, θα βλάψουν σοβαρά τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντα μας γιατί η ευημερία μας ενισχύεται με ξένες επενδύσεις και κεφάλαια, με ξένους επισκέπτες, κατοίκους και εργατικό δυναμικό.