Τις προοπτικές που διανοίγονται από σπουδές STEM (Science, Technology, Engineering and Mathematics), αλλά και τη σημασία της προετοιμασίας των νέων, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες εργασιακές προκλήσεις, ανέδειξε ο Χρήστος Θεοχαρόπουλος, Consulting Principal της Deloitte, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου "33ο Greek Economic Summit".
Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο κ. Θεοχαρόπουλος παρουσίασε ενδιαφέροντα στοιχεία του Παρατηρητηρίου STEM της Deloitte και ευρήματα σχετικής έρευνας, που διεξήχθη.
Όπως είπε, μόνο το ένα τέταρτο των αποφοίτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθούν σπουδές STEM, «χαμηλό ποσοστό, το οποίο παραμένει σταθερό τα τελευταία χρόνια, περίπου από το 2016» και χαμηλό είναι επίσης το ποσοστό αποφοίτων στις γυναίκες. Στο σημείο αυτό, τόνισε ότι η Γερμανία βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε ποσοστό αποφοίτων, «γεγονός που είναι αναμενόμενο, λόγω της βαριάς της βιομηχανίας».
Παράλληλα, ο κ. Θεοχαρόπουλος συμπλήρωσε ότι η εικόνα είναι αρκετά χειρότερη στον τομέα του ICT, όπου οι απόφοιτοι είναι πολύ λιγότεροι. «Όταν λέμε STEM, παραδοσιακά εννοούμε τους μηχανικούς, τους φυσικούς, τους χημικούς και τους μαθηματικούς, οι ανάγκες, όμως, τώρα είναι στον χώρο της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Εκεί υπάρχει μεγάλο κενό» εξήγησε ο κ. Θεοχαρόπουλος.
Αναφερόμενος στα ευρήματα της έρευνας σχετικά με το πώς επιλέγουν οι νέοι στην Ελλάδα τον εκπαιδευτικό τους δρόμο και τι σπουδές θα ακολουθήσουν, ο κ. Θεοχαρόπουλος ανέφερε ότι οι νέοι στην Ελλάδα επισημαίνουν ότι δεν λαμβάνουν την απαιτούμενη βοήθεια από το σχολείο όσον αφορά στον επαγγελματικό προσανατολισμό, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Αγγλία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όπως υπογραμμίζει, τα παιδιά να στρέφονται περισσότερο στο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και στον κοινωνικό περίγυρο. Σύμφωνα με τον κ. Θεοχαρόπουλο, αυτό που παρατηρείται είναι ότι η οικογένεια συνήθως κατευθύνει τους νέους σε σχολές που παραδοσιακά είναι υψηλά στην προτίμησή τους, όπως είναι, για παράδειγμα, η ιατρική ή η νομική, με συνέπεια πεδία που παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυναμική, όπως είναι οι σπουδές πληροφορικής, να μην είναι στα μελλοντικά σχέδιά τους. Άλλοι δύο κρίσιμοι παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή των σπουδών από τους νέους, όπως προσθέτει ο κ. Θεοχαρόπουλος, είναι η αυτογνωσία, «δηλαδή τι καταλαβαίνουν οι ίδιοι ότι τους ταιριάζει και τι τους ενδιαφέρει και κατά πόσο τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, βοηθούν με δικά τους προγράμματα, παρουσιάσεις και εκδηλώσεις, τα παιδιά να αποφασίσουν».
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, οι νέοι δεν ακολουθούν ή φοβούνται να ακολουθήσουν σπουδές STEM, καθώς θεωρούν ότι είναι ένα δύσκολο αντικείμενο. Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο κ. Θεοχαρόπουλος, επικαλούμενος στοιχεία της έρευνας, «είναι ότι οι εργοδότες επισημαίνουν συχνά ότι δεν βρίσκουν προσωπικό που να διαθέτει τα skills (δεξιότητες) που χρειάζονται για την ψηφιακή οικονομία, αλλά και τα soft skills, όπως είναι η επικοινωνία, η αίσθηση ευθύνης, η δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων και δημιουργικής σκέψης, η ευελιξία, η ικανότητα να αναπτύσσουν διαπροσωπικές σκέψεις, η ενσυναίσθηση και η τήρηση προθεσμιών. Αυτό αποτυπώνει την αίσθηση που υπάρχει πως τα πανεπιστήμια δεν εφοδιάζουν επαρκώς τους νέους με τα soft skills, που χρειάζονται στον επαγγελματικό βίο, μόλις αποφοιτήσουν».
Όπως σημείωσε, «από τη σύγκριση μεταξύ των χωρών, προέκυψε ότι οι Έλληνες εργοδότες ήταν οι μόνοι που δήλωσαν ότι στους νέους που προσλαμβάνουν στον χώρο του STEM εντοπίζουν αδυναμίες και στα hard skills». Ο κ. Θεοχαρόπουλος υπογράμμισε επίσης ότι και το υπάρχον εργατικό δυναμικό πρέπει να προχωρήσει σταδιακά σε upskilling και reskilling και, με τον τρόπο αυτό, να αποκτήσει τις νέες δεξιότητες που απαιτούνται στο σύγχρονο εργασιακό χώρο. Τόνισε δε ότι η διά βίου εκπαίδευση είναι πλέον πραγματικότητα και πρέπει να συνεχίζεται σε όλο τον εργασιακό βίο.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Θεοχαρόπουλος αναφέρθηκε στις αναξιοποίητες δυνατότητες της μη τυπικής εκπαίδευσης και δήλωσε ότι, στην παρούσα φάση, οι Έλληνες φοιτητές δεν είναι θετικοί προς αυτήν, καθώς, λέγοντας εκπαίδευση, εννοούν μόνο την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή την απόκτηση πτυχίου, ενώ και οι εργοδότες εκφράζουν την επιφύλαξή τους προς τη μη τυπική εκπαίδευση και προτιμούν την τυπική μάθηση.