Όπως ανέφερε, όταν ανέλαβε τη διοίκηση του ΟΤΕ, το 2010, «είχαμε να αντιμετωπίσουμε πολλαπλά προβλήματα σε διάφορες δραστηριότητες, συν το γεγονός πως η οικονομική κρίση δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα χρηματοδότησης του ΟΤΕ».
«Έπρεπε να δημιουργήσουμε στρατηγικό πλάνο βάσει του οποίου θα γινόταν η εξυγίανση. Αυτά τα οράματα τα μοιραστήκαμε με τους εργαζομένους και τα πιστέψαμε. Κερδίσαμε τις μικρές μάχες στην αρχή και στη συνέχεια, αυτές οι μικρές νίκες μας έφεραν μεγαλύτερες» σχολίασε περαιτέρω ο ίδιος. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτέλεσμα της εξυγίανσης και των επενδύσεων όλων αυτών των χρόνων, ήταν πως με το που ξεκίνησε η κρίση του Covid, οι υποδομές έφεραν αύξηση της κίνησης και οι ανταγωνιστές βασίστηκαν στα δίκτυα του ΟΤΕ. Πρόσθεσε δε, πως στην αρχή της κρισης του Covid, «στην εταιρεία μας 13.000 άτομα βγήκαν σε online εργασία μέσα σε 72 ώρες».
Ερωτηθείς από τη δημοσιογράφο του ΑΝΤ1 Μαρία Σαράφογλου, που συντόνιζε τη συζήτηση για τη μεγαλύτερη πρόκληση της θητείας του στον ΟΤΕ, ο κ. Τζαμάζ τόνισε πως «η πιο δύσκολη στιγμή ήταν στην αρχή της ανάληψης των καθηκόντων μου, λόγω της οικονομικής κρίσης. Εγώ ανέλαβα τον Νοέμβριο, το Καστελλόριζο ήταν τον Μάιο εκείνης της χρονιάς».
Ο κ. Τσαμάζ, περιγράφοντας τις συνθήκες εκείνης της εποχής, εξήγησε πως «η Ρυθμιστική Αρχή μάς επέβαλε να είμαστε 100% πιο ακριβοί από τους ανταγωνιστές μας. Το μεγάλο θέμα ήταν και η τιμολογιακή πολιτική, έπρεπε να βρούμε τρόπους να μειώσουμε τα κόστη λειτουργίας και έπρεπε να μειώσουμε το προσωπικό από το 20.000 στις 10.000. Το κόστος μισθοδοσίας ήταν 1 δισ. ευρώ και έπρεπε να κατέβει κάτω από 500.000».
Όπως υπογράμμισε περαιτέρω, «εκεί σχεδιάσαμε μια προσέγγιση, συζητήσαμε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, υπήρξαν αντιδράσεις, όμως τελικά τους πείσαμε πως ήταν η μοναδική διέξοδος για την εξυγίανση. Παράλληλα, συμφωνήσαμε με τους μετόχους για μία τετραετία να μη δώσουμε μερίσματα. Παρουσιάσαμε προγράμματα εθελούσιας εξόδου και μειώσεων αποδοχών στους εργαζόμενους που ήταν πρωτοποριακά εκείνη την εποχή - και στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι, τράπεζες κ.τ.λ».
Πρόσθεσε επίσης πως «η εταιρεία μέσα σε μία πενταετία μειώθηκε κατά 5.000 άτομα, όμως προσλάβαμε άλλους 3.000 εργαζόμενους. Ο συνδυασμός αποχώρησης των πιο παλιών και της έλευσης νεότερων εργαζομένων μας βοήθησε να αλλάξουμε την κουλτούρα της εταιρείας και να προσελκύσουμε πελάτες».
Αναφερόμενος στη μακρά θητεία του στον ΟΤΕ, ο κ. Τσαμάζ τόνισε πως προ του 2004 ο μέσος όρος παραμονής ενός διοικητή στον ΟΤΕ, ήταν λιγότερο από δύο χρόνια. «Όταν αναλαμβάνεις μια εταιρεία και έχεις π.χ πλάνο δεκαετίας, δεν προλαβαίνεις ούτε μυρωδιά να πάρεις, να το πω λαϊκά, και αντικαθίστασαι. Με τους βασικούς μετόχους, όταν ανέλαβα εγώ, όσο θα πετύχαινα τους στόχους, δεν ετίθετο θέμα αλλαγής της διοίκησης» είπε.
Ως προς το «σπορ της τεχνολογίας» ο ίδιος διευκρίνισε πως δεν είναι ακριβό, «όταν ανέβεις στο τρένο. Η τεχνητή νοημοσύνη μπαίνει πλέον σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας και θα αλλάξει τα πάντα, από τον τρόπο εκπαίδευσης μέχρι πολλές ειδικότητες» τόνισε.
Ερωτηθείς για την αποχώρησή του, φέτος το καλοκαίρι, ο κ. Τσαμάζ ανέφερε πως «για κάθε μάνατζερ, αθλητή, καλλιτέχνη, ίσως και δημοσιογράφο, λένε πως πρέπει να ξέρεις πότε είναι το κατάλληλο timing να αποχωρήσεις. Νομίζω πως για εμένα τώρα είναι η ιδανική στιγμή. Από πλευράς χρηματοοικονομικών δεικτών, είμαστε μία από τις καλύτερες τηλεπικοινωνιακές εταιρείες της Ευρώπης. Η εταιρεία είναι αυτή τη στιγμή νοικοκυρεμένη, είναι στο peak των επιδόσεων και των αποδόσεών της, οπότε για μένα είναι πολύ σημαντικό πως αφήνω τη σκυτάλη στον διάδοχό μου έχοντας πλέον λύσει πολλά από τα προβλήματα που υπήρχαν όταν ανέλαβα».
Αναφερόμενος στη συνταγή της επιτυχίας, δήλωσε χαρακτηριστικά πως «δεν είναι μονοδιάστατη, είναι συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Όραμα, στόχοι, επιμονή, όχι απογοήτευση στις αποτυχίες, ίσα ίσα από τις αποτυχίες μαθαίνεις, ειλικρίνεια, ακεραιότητα, ενσυναίσθηση, οικοδόμηση εμπιστοσύνης, ο λόγος σου να είναι συμβόλαιο, να προβάλλεις τη συνεισφορά των συνεργατών σου, να λύνεις προβλήματα».
Και κατέληξε: «θα σας το πω με μία φράση: Πρέπει να μπαίνεις στη θέση του άλλου. Είναι σημαντικό να φέρεσαι στους συνεργάτες σου όπως θα ήθελες να σου φερθούν».