Πέθανε χθες αιφνιδίως από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 55 ετών ο Τούρκος μεγιστάνας Μουσταφά Κοτς. Σύμφωνα με οικονομικούς κύκλους, ο Μουσταφά Κοτς θεωρούνταν ο δεύτερος ισχυρότερος άνθρωπος στην Τουρκία μετά τον πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν, με τον οποίο και είχε συναντηθεί λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του, σε μία απόπειρα εξομάλυνσης των σχέσεών τους. Οι σχέσεις των δύο ανδρών οξύνθηκαν το 2013, ύστερα από τις μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ταγίπ Ερντογάν είχε εκφράσει την οργή του, επειδή το ξενοδοχείο Ντιβάν Χοτέλ, ιδιοκτησίας Μουσταφά Κοτς, είχε προσφέρει καταφύγιο στους «τρομοκράτες», όπως αποκάλεσε τους διαδηλωτές.
Η διεύθυνση του ξενοδοχείου απάντησε πως ήταν ανθρώπινο να αντιδράσει όπως αντέδρασε, επισημαίνοντας πως οι κατηγορίες για υποστήριξη των διαδηλωτών ήταν αβάσιμες. Στη συνέχεια οι οικονομικές υπηρεσίες της Τουρκίας έκαναν έφοδο σε διυλιστήριο της Koc Holding και αργότερα το υπουργείο Αμυνας ακύρωσε σύμβαση 2 δισ. δολαρίων με εταιρεία του ομίλου. Ο Μουσταφά Κοτς, μιλώντας έναν χρόνο μετά τα συμβάντα στην εφημερίδα «Χουριέτ», προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις με την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, όμως, διευκρίνισε πως «έχουμε εδραιώσει τη φήμη μας επί 90 συναπτά έτη και δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να την καταστρέψει».
Ο Μουσταφά Κοτς, όπως αναφέρει η «Χουριέτ», υπέστη καρδιακή προσβολή ενώ γυμναζόταν. Μεταφέρθηκε στο κρατικό νοσοκομείο της συνοικίας Μπεϊκόζ στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στο νοσοκομείο Aμερικάν Χαστανεσί, που ανήκει στην οικογένειά του. Είχε προγραμματισθεί να μεταβεί στο Νταβός για το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, όπου θα μιλούσε για την ενίσχυση του ρόλου των γυναικών στις επιχειρήσεις και την οικονομία.
Με προσωπική περιουσία 1,05 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με το Forbes για το 2015, ο Μουσταφά Κοτς βρισκόταν στην 1.712η θέση διεθνώς και στην 26η για την Τουρκία. Ο πολυσχιδής όμιλος συμμετοχών της Koc Holdings, τον οποίο διοικούσε από το 2003, έχει δραστηριότητες από την ενέργεια, το λιανεμπόριο, την τεχνολογία, τα ναυπηγεία και τα αυτοκίνητα, μέχρι τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, τον τουρισμό και τα χρηματοπιστωτικά. Συναπαρτίζεται από 113 εταιρείες, απασχολεί 90.000 εργαζομένους και έχει 14.000 αντιπροσωπείες. Ο Κοc Holding ιδρύθηκε από τον προπάππο του Μουσταφά Κοτς, Βεχμπί Κοτς.
Εχοντας κληρονομήσει από τον πατέρα του ένα παντοπωλείο στην Αγκυρα, ίδρυσε την εταιρεία το 1926. Το 1923 είχε μόλις ιδρύσει το τουρκικό κράτος ο Κεμάλ Ατατούρκ. Συν τω χρόνω, η εταιρεία του Βεχμπί Κοτς έφθασε να αντιπροσωπεύει κολοσσούς, όπως η Ford και η Standard Oil. Σήμερα οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας Κοτς αντιστοιχούν σχεδόν στο 10% του τουρκικού ΑΕΠ, ενώ οι πέντε από τις δέκα μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας ανήκουν σε αυτήν. Επιπροσθέτως, οι εταιρείες του ομίλου Koc Holding ισοδυναμούν σχεδόν με το 9% των τουρκικών εξαγωγών και με το 18% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης. Μεταξύ των εταιρειών του ομίλου συγκαταλέγονται η ενεργειακή Tupras, οι αυτοκινητοβιομηχανίες Ford Otosan και Tofas, και η εταιρεία ηλεκτρικών συσκευών Arcelik.
Ο Μουσταφά Κοτς, με σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον και διασυνδέσεις με όλους τους ισχυρούς διεθνείς επιχειρηματικούς και οικονομικούς κύκλους, εκπροσωπούσε την κοσμική, επιχειρηματική και εκσυγχρονιστική ελίτ της Τουρκίας. Και αυτή έχει έρθει πολλές φορές σε αντιπαράθεση με το συντηρητικό ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως ο Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα, Τζον Μπας, στον λογαριασμό του στο Twitter επισήμανε ότι η απώλεια του Μουσταφά Κοτς «είναι μεγάλη για την Τουρκία και για τους φίλους του σε όλο τον κόσμο».