«Έχω φτιάξει αυτή την εταιρεία και εξακολουθεί να έχει το μήνυμά μου. Είμαι εδώ κάθε μέρα», λέει ο Ralph Lauren. « Όταν βλέπεις τα ρούχα μου, ξέρεις καλά ότι είναι Ralph Lauren…»
Αμέσως μετά προσθέτει: «Είμαι στο χώρο της μόδας, αλλά δεν μου αρέσει ο χώρος της μόδας». Περίεργη δήλωση για τον γεννημένο στο Μπρονξ 74χρονο δισεκατομμυριούχο, ο οποίος αποτελεί την προσωποποίηση ενός από τα μεγαλύτερα brands του κόσμου. Με 46 χρόνια πορείας στην αγορά, ο Ralph Lauren είναι ο βασικός σχεδιαστής μόδας της Αμερικής. Διαθέτει περισσότερα από 500 καταστήματα σε 80 χώρες, απασχολεί 23.000 εργαζομένους, έχει παρουσιάσει 15 διαφορετικά sub brands, τα έσοδά του μόνο τον περασμένο χρόνο ήταν 6,9 δισ. δολάρια και είναι αυτός που έχει δημιουργήσει το διεθνώς αναγνωρίσιμο logo με τον παίχτη του Polo.
«Αυτό που θεωρώ cool είναι να εκφράζεις τον εαυτό σου. Αυτό είναι cool. Με τα ρούχα μου προσπαθώ να κάνω “ταινίες”. Ταινίες μέσω της μόδας» εξηγεί ο ίδιος. «Ζω διαφορετικές ζωές», λέει, «αλλά το προϊόν μου και ο εαυτός μου είναι το ίδιο πράγμα... Anti-fashion μόδα, εάν θέλετε να του δώσετε κάποιο όνομα, αλλά κυρίως κάτι που έχει στόχο να γίνει διαχρονικό. Δείτε τον Cary Grant στο “To Catch a Thief”. Όσα χρόνια και να περάσουν στο τέλος της ταινίας κάθε άνδρας θα εξακολουθεί να θέλει να είναι στη θέση του. Και κάθε γυναίκα θα θέλει να είναι η Grace Kelly. Αυτό θα πει διαχρονικό».
Το ξεκίνημα και η επιτυχία
Επειδή η δουλειά του έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την «ανάφλεξη» της φαντασίας, ο Lauren μάλλον δεν έχει ανησυχήσει ποτέ ιδιαίτερα για την πραγματικότητα. Όταν σχεδίασε το 1983 την πρώτη του επιτυχημένη συλλογή με τίτλο «σαφάρι», δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Αφρική - ακόμα δεν έχει. Μεγαλώνοντας στο Μπρονξ στη δεκαετία του 1950 ανέπτυξε μια αγάπη για το αγγλικό στυλ της Brooks Brothers, όπου αργότερα εργάστηκε. Συνήθιζε να φορά συχνά τουΐντ σακάκια - όταν βέβαια δεν φορούσε ρούχα του στρατού.
Από τότε έχουν περάσει, βέβαια, πολλά χρόνια. Σήμερα το περιοδικό Forbes κατατάσσει τον Lauren στην 195η θέση στη λίστα με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, με την περιουσία του να υπολογίζεται σε περίπου 7 δισ. δολάρια. Δεν ξεχνά όμως το Μπρονξ. «Ήταν μια πολύ σκληρή γειτονιά. Υπήρχε η περιοχή Parkway, κοντά σε όλα τα σχολεία, όπου συνηθίζαμε να καθόμαστε. Σε μερικούς τύπους άρεσαν αυτά που φορούσα και σε κάποιους όχι. Αλλά ήμουν απλά ένα άτομο και ένας καλός αθλητής , οπότε κανείς δεν με ενοχλούσε», αναφέρει. Η μητέρα του, Lauren Fraydl, και ο πατέρας του, Frank, είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από τη Λευκορωσία. «Ο πατέρας μου λένε ότι ήταν ελαιοχρωματιστής. Δεν ήταν όμως. Έβαφε σπίτια όταν δεν μπορούσε να βρει κάποια άλλη δουλειά. Στην πραγματικότητα ήταν ένας καλλιτέχνης. Η ζωή, όμως, με τέσσερα παιδιά δεν ήταν εύκολη. Έκανε, λοιπόν, αυτό που έπρεπε να κάνει», αναφέρει ο Lauren.
Ήδη από τότε, ο Lauren πέρα από τον αθλητισμό και τον κινηματογράφο, έδειχνε να ενδιαφέρεται και για τα ρούχα. Έτσι, μετά το κολέγιο, ένα μικρό πέρασμα από την Brooks Brothers και κάποιο χρόνο υπηρεσίας στο Στρατό των ΗΠΑ, ξεκίνησε να εργάζεται -το 1964- σαν πωλητής για γραβάτες. Τη συγκεκριμένη εποχή φαίνεται να τη θυμάται πολύ καλά. «Δεν είχα διαπιστευτήρια, αλλά ντυνόμουν καλά. Με τα τελευταία λεφτά μου είχα αγοράσει κάποια ρούχα από την Brooks Brothers. Και πωλούσα γραβάτες». Κατά την επιτυχημένη πορεία του σαν πωλητής παρατήρησε πως το κίνημα των Mods είχε φτάσει σε τέλμα στις ΗΠΑ. Αυτό τον ενέπνευσε να σκεφτεί πως θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιες γραβάτες για τον εαυτό του, οι οποίες θα μπορούσαν ίσως να καλύψουν τις απαιτήσεις μιας niche αγοράς.
«Ρώτησα, λοιπόν, την εταιρεία, αν θα μπορούσα». Μου είπαν: «Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για σένα, Ralph!». Μετά από αυτό, ο Lauren αποχώρησε, βρήκε τον κατασκευαστή για την τότε ιδιαίτερα σνομπ μάρκα Sulka και δημιούργησε κάποιες γραβάτες με τρεισήμισι περίπου ίντσες φάρδος χρησιμοποιώντας το τότε ασήμαντο brand name Polo. «Μου άρεσαν τα σπορ. Το Κρίκετ ήταν ένα όνομα που μου άρεσε όπως και το Ράγκμπι, το οποίο χρησιμοποιώ τώρα. Αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να ονομάσω τη σειρά Μπέιζμπολ ή Μπάσκετ».
Οι γραβάτες του Lauren λανσαρίστηκαν το 1967 και γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Σύντομα βρήκε έναν κατασκευαστή πουκαμίσων που θα μπορούσε να παράγει τα κολάρα που νόμιζε ότι θα συμπλήρωναν με τον καλύτερο τρόπο το σχήμα τους. Και ύστερα έναν κατασκευαστή κοστουμιών για να αναδείξει τα πουκάμισα. Ο τελευταίος, μάλιστα, του δάνεισε 50.000 δολάρια για να ξεκινήσει την επιχείρησή του. Ήταν η αρχή της συνεχούς επέκτασης και της επιτυχίας του Lauren.
Το 1971, ένα χρόνο μετά την ανάδειξή του ως του καλύτερου σχεδιαστή ανδρικών ρούχων στις ΗΠΑ, ο Lauren παρουσίασε την πρώτη του συλλογή με γυναικεία ρούχα, μια επιλογή από ανδρικού τύπου πουκάμισα, στα οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το λογότυπο με τον παίχτη του Polo, που έκτοτε έχει κεντηθεί σε δεκάδες εκατομμύρια ενδύματα. Το κλασσικό μπλουζάκι Polo κυκλοφόρησε το 1972 και κέρδισε προσωπικότητες του κινηματογράφου όπως ο Γούντι Άλεν και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, η Νταϊάν Κίτον και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που το χρησιμοποίησαν σε ταινίες όπως το “Annie Hall” και το “The Great Gatsby”. Δεν είναι τυχαίο πως το πρώτο κατάστημα του Lauren άνοιξε το 1971 στο Μπέβερλι Χιλς και τα σχέδιά του για τις προαναφερθείσες ταινίες -ιδιαίτερα για την Κίτον- τον βοήθησαν να καθορίσει μια συγκεκριμένη θηλυκή εμφάνιση που ασκεί ακόμα και σήμερα μεγάλη επιρροή.
Τα καταστήματα
Γενικότερα, τα καταστήματά του, όπως είναι μάλλον αναμενόμενο για έναν άνθρωπο τόσο βυθισμένο στις εικόνες που δημιουργεί, είναι πραγματικά συναρπαστικά. Το κατάστημα Ralph Lauren στην Bond Street άνοιξε το 1984 και είναι εμπνευσμένο οπτικά από το εσωτερικό των ωκεανών. Επίσης, οι Αμερικανοί που ζουν μακριά από τις ΗΠΑ δηλώνουν ότι η ναυαρχίδα Ralph Lauren στην καρδιά του Παρισιού στη λεωφόρο Σεν Ζερμέν διαθέτει το καλύτερο αμερικανικό φαγητό στην πόλη. Το απόλυτο κατάστημά του, όμως, βρίσκεται στη Madison Avenue της Νέας Υόρκης - το αρχοντικό Rhinelander . Ένα υπέροχο faux-gothic σπίτι, που χτίστηκε από μια κληρονόμο του 19ου αιώνα αλλά δεν κατοικήθηκε ποτέ. Μετά από μια περίοδο παρακμής, ο Lauren το 1983 το αγόρασε και επένδυσε εκατομμύρια για την αποκατάστασή του. Εγκατέστησε μια υπέροχη εσωτερική ξύλινη σκάλα με πρότυπο εκείνη του ξενοδοχείου Connaught στο Λονδίνο και μετέτρεψε το κτίριο σε ένα πραγματικό Ralph Lauren περιβάλλον. Το 2010 παρουσίασε ένα νέο κτίριο απέναντι από αυτό, ένα νεοκλασικό κάστρο για να στεγάσει τις γυναικείες συλλογές του, τις συλλογές που συμπληρώνουν τις ανδρικές του σειρές που «φιλοξενούνται» στο Rhinelander.
Τα καταστήματα αυτά έχουν συμβάλει σημαντικά και στην επιτυχία του. Το 1997 ο Lauren έβαλε την εταιρεία του στη Wall Street, προσφέροντας 30 εκατομμύρια μετοχές με τιμή 24 δολάρια για την καθεμία. Όσοι επένδυσαν τότε έχουν ωφεληθεί σημαντικά. Σήμερα η τιμή της μετοχής τής Ralph Lauren είναι περίπου 12 φορές μεγαλύτερη, ενώ μετά από χρόνια συνεχούς επέκτασης και ανάπτυξης υπό την προεδρία του ιδρυτή της, η εταιρεία εκτιμάται πως έχει «κεφαλαιοποίηση», που ανέρχεται σε 14 δισ. δολάρια.
Η άλλη πτυχή
Πέρα από τον επιχειρηματία Ralph Lauren, υπάρχει και ο άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο φιλάνθρωπος. Στη ζωή του υπάρχουν η σύζυγός του, Ricky, οι γιοι του, Andrew και David, και η κόρη του, Dylan. Σήμερα ο Andrew είναι κινηματογραφικός παραγωγός και η Dylan «τρέχει» μια αλυσίδα που ονομάζεται Dylan΄s Candy Bar, που υποστηρίζει πως διαθέτει τη μεγαλύτερη γκάμα από γλειφιτζούρια και σοκολάτες στον κόσμο. Φυσικά, πουλάει και ρούχα. Μόνο ο 42χρονος David ασχολείται με την εταιρεία που ιδρύθηκε από τον πατέρα του. Είναι ο επικεφαλής του φιλανθρωπικού ιδρύματος του Lauren, ο αντιπρόεδρος της εταιρείας και υπεύθυνος marketing γι’ αυτήν σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι παντρεμένος με τη Lauren Bush, ανιψιά του George W. Βush. Tα παιδιά του αποτελούν κινητήριο δύναμη για τη διαρκή περιέργεια του Lauren και την επιθυμία του να καινοτομεί. «Οι άνθρωποι σήμερα δεν είναι τόσο γέροι όσο ήταν όταν οι γονείς μου ήταν γέροι», λέει. «Οι προτιμήσεις των γονιών μου δεν με επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό, αλλά με εμένα και τα παιδιά μου υπάρχει μια απόλυτη σχέση ζωής. Η ηλικία στη σημερινή εποχή δεν έχει το ίδιο νόημα με παλαιότερα».
Ο ίδιος ο Lauren είναι 74 ετών και έχει αντιμετωπίσει και κάποια προβλήματα υγείας. Προβλήματα που τον έχουν ωθήσει να συνδράμει αρκετούς φιλανθρωπικούς σκοπούς, με πιο σημαντικό την αντιμετώπιση του καρκίνου. Παράλληλα, με τη χρηματοδότηση ενός ερευνητικού κέντρου στο Πανεπιστήμιο Georgetown της Ουάσιγκτον και τις διάφορες δωρεές σε αμερικανικές μονάδες φροντίδας για ασθενείς με καρκίνο, ο Lauren έχει δημιουργήσει ο ίδιος μία. Ιδρύθηκε πριν από 11 χρόνια στο Χάρλεμ, για τα χαμηλά ποσοστά διάγνωσης της ασθένειας στη συγκεκριμένη περιοχή, κυρίως μεταξύ των Αφρο-Αμερικανών. Αρχικά ασχολήθηκε με το θέμα, λέει, όταν η Nina Hyde, μια φίλη του δημοσιογράφος της Washington Post τού είπε ότι είχε διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού. «Εγώ είχα διαγνωστεί με όγκο στον εγκέφαλο λίγο πριν τη συναντήσω. Ένιωσα, λοιπόν, μια πολύ ισχυρή σύνδεση μαζί της». Ο καλοήθης όγκος του Lauren είχε αφαιρεθεί με χειρουργική επέμβαση τον Απρίλιο του 1987, λίγους μήνες μετά τον εντοπισμό του. «Ξεκινήσαμε την εκστρατεία “Η Μόδα Πολεμά τον Καρκίνο του Μαστού στις ΗΠΑ”», συνεχίζει ο ίδιος, «και για κάποιο λόγο σκέφτηκα ότι όλο αυτό θα μπορούσε να τη σώσει. Επειδή δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτή η γυναίκα, αυτή η ζωντανή γυναίκα που μιλούσα κάποια στιγμή, δεν θα ήταν εδώ. Πέθανε όμως».
Τα προβλήματα
Υπήρξαν, βέβαια, και άλλα ζητήματα κατά τη διάρκεια της μακράς και επιτυχημένης πορείας του. «Μία ή δύο φορές σκέφτηκα ότι μπορεί και να χάσω την επιχείρησή μου. Είναι στιγμές που αρχίζεις να πονάς. Μπορεί να είναι και καλό, αλλά σίγουρα κανείς δεν θέλει να συμβαίνει».
Όταν ήταν δεκαέξι ετών, ο Ralph και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Jerry -ο οποίος επίσης συμμετέχει ενεργά στην εταιρεία και βοηθά όσον αφορά τη σειρά ανδρικών ρούχων- επέλεξαν να αλλάξουν το επίθετό τους σε Lauren από Lifshitz , τo οποίο ο πατέρας τους, ο Frank, είχε από τη Λευκορωσία. Ήθελαν να ζήσουν τη ζωή τους με κάτι πιο εύκολο. « Όταν είσαι παιδί και τα άλλα παιδιά γελάνε με το όνομά σου, δεν θέλεις να σηκώσεις το χέρι σου στην τάξη όταν το ακούς. Δεν θες να κουβαλάς κάτι που σε κρατά κάτω». Σήμερα κάποιοι σχολιάζουν επικριτικά πως με αυτή την αλλαγή ονόματος ο Lauren «ωραιοποίησε» την καταγωγή του: για έναν άνθρωπο που έχει επενδύσει στην «αυθεντικότητα» δεν είναι και ό,τι καλύτερο... «Εκείνη την εποχή το να αλλάξεις το όνομά σου δεν εκλαμβανόταν σαν να απαρνιέσαι το από πού είχες έρθει», λέει. «Το έκανες επειδή δεν ήθελες να σε κοροϊδεύουν. Πολλοί άνθρωποι ήρθαν από την Ευρώπη και αμερικανοποίησαν τα ονόματά τους . Το δικό μου όνομα ήταν πολύ δύσκολο. Δεν ξέρω γιατί το έγραφαν με αυτόν τον τρόπο -υπήρχε ένας διάσημος καλλιτέχνης που ονομάζεται Jacques Lifschütz- αλλά όπως και να’ χει, αυτός ήταν ο λόγος».
Μια άλλη δύσκολη στιγμή ήρθε πολύ πιο πρόσφατα. Όταν ο Lauren παρουσίασε τις επίσημες εμφανίσεις για την Ολυμπιακή ομάδα των ΗΠΑ, που συμμετείχε στη διοργάνωση, που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 2012, το μεγαλύτερο μέρος από αυτές ήταν κατασκευασμένες στην Κίνα. Το ίδιο έχει συμβεί και παλαιότερα με τις εμφανίσεις που είχαν χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενες διοργανώσεις. Αυτή τη φορά, όμως, καθώς η Αμερική ήταν πολύ πιο ευαίσθητη και ανήσυχη σχετικά με τη θέση της στον κόσμο, το θέμα έλαβε διαστάσεις. «Με χτύπησε ο κόσμος της πολιτικής», λέει ο Lauren. «Εγώ όμως γνωρίζω από θέματα παραγωγής. Προσπαθώ να δημιουργήσω τα καλύτερα προϊόντα που μπορώ και προσπαθώ να δώσω στους πελάτες μου αξία». Αν σκεφτεί κανείς την προέλευση των περισσότερων ειδών αθλητικής ένδυσης, δύσκολα μπορεί να κατηγορήσει τον Lauren. «Δείτε τη Nike, δείτε όλους τους άλλους. Αλλά ό,τι έγινε έγινε και νομίζω ότι θα αποτελεί πάντα ένα μικρό στίγμα», αναφέρει ο ίδιος. Στην τελετή λήξης οι αθλητές των ΗΠΑ φορούσαν τις ίδιες εμφανίσεις, οι οποίες, όμως, αυτή τη φορά ήταν αμερικανικής παραγωγής . Ήταν λίγο αργά όμως…
Eπιμέλεια: Δημήτρης Τσουκαλάς
Credit: Luke Leitch / Telegraph Magazine / The Interview People