του Αθαν. X. Παπανδρόπουλου
Ο παραγωγικός ιστός της χώρας αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα. Η δε πορεία πολλών επιχειρήσεων αναιρεί πλήρως σχεδόν τις αισιόδοξες προοπτικές για το ξεπέρασμα της υφέσεως.
Έτσι, την περίοδο που η κυβέρνηση προβλέπει επιστροφή σε ρυθμούς αναπτύξεως της οικονομίας από το 2014 και μετά, ολόκληροι παραγωγικοί κλάδοι που επηρεάζουν θετικότατα την απασχόληση και τις εξαγωγές εκπέμπουν σήμα κινδύνου, ζητώντας αλλαγή στρατηγικής από κυβέρνηση και τράπεζες, πριν να είναι πολύ αργά.
Στο πλαίσιο αυτής της πολύ δυσάρεστης καταστάσεως, κλάδοι όπως η βιομηχανία ξύλου, η κλωστοϋφαντουργία, οι ιχθυοκαλλιέργειες, τα καλλυντικά, η οινοποιία, τα τσιμέντα και εν μέρει η βιομηχανία φαρμάκων, αντιμετωπίζουν σοβαρά αδιέξοδα και υφίστανται αφόρητες πιέσεις από τις τράπεζες.
Ταυτοχρόνως, ολόκληρη η ελληνική βιομηχανία πλήττεται από το υψηλό κόστος της ενέργειας, την υπερφορολόγηση και, βέβαια, τις δυσκολίες που υπάρχουν στις εξαγωγές και τη χρηματοδότησή τους.
Υπό αυτή την έννοια είναι περίεργη και η στάση ορισμένων τραπεζών, οι οποίες, με σκοπό να βελτιώσουν τη ρευστότητά τους, ζητούν από υγιείς εξαγωγικές επιχειρήσεις, αν και συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, να αποπληρώσουν δάνειά τους.
Είναι έτσι ιδιαιτέρως έντονα τα παράπονα του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών - ο πρόεδρος του οποίου Ελευθέριος Κούρταλης προειδοποιεί πως αν κυβέρνηση και τράπεζες δεν αλλάξουν στάση μέχρι το τέλος του έτους, τότε οι περισσότερες μονάδες του καθαρά εξαγωγικού αυτού κλάδου θα αναγκασθούν να διακόψουν την παραγωγή τους!
Σε κατάσταση απογνώσεως βρίσκονται επίσης και όλοι οι παραγωγικοί κλάδοι που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο των κατασκευών και της οικοδομής.
Ως γνωστόν, η εγχώρια ζήτηση είναι σοβαρά πεσμένη, ενώ οι εξαγωγές - αν κρίνουμε από τη γνωστή περίπτωση του ομίλου Βιοχάλκο - δεν αποδίδουν κέρδη λόγω υπέρτατου ενεργειακού κόστους, υψηλών επιτοκίων και προβληματικής εν γένει χρηματοδοτήσεως.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα φαίνεται να πληρώνει από παραγωγικής πλευράς δύο σοβαρά λάθη της τρόικας και των εταίρων μας, λόγω των οποίων, όσο δεν διορθώνονται, πολύ φοβούμεθα ότι η ανάπτυξη θα αποτελεί όνειρο απατηλό.
Το πρώτο λάθος ήταν και είναι ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αγνόησαν τη μη ύπαρξη στην ελληνική οικονομία μιας σοβαρής κρίσεως διακυβερνήσεως. Έτσι οι δανειστές μας πίστεψαν ότι η δημοσιονομική εξισορρόπηση θα πίεζε τις ελληνικές κυβερνήσεις να πλήξουν το μεγάλο απόθεμα φοροδοτικής ικανότητας (τη μάζα της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής), ή την κρατική σπατάλη στις δαπάνες.
Δεν διείδε ότι οι κυβερνήσεις θα προτιμούσαν να μεταφέρουν την πίεση των αυξημένων φόρων στους εύκολους και αδύναμους στόχους -δηλαδή όσους δήλωναν τον όγκο των φορολογητέων εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας τους - και όχι στις κοινωνικές κατηγορίες που βρίσκονταν πίσω από τις φορολογικές ανισότητες και οι οποίες ήσαν τα αγαπημένα παιδιά της πολιτικής και των πολιτικών.
Το δεύτερο λάθος ήταν η άγνοια περί τη δομή της παραγωγής στην Ελλάδα και το βαθμό ενσωματώσεως της παραγωγής αυτής στις διεθνείς αγορές. Θεωρήθηκε λοιπόν σκόπιμη η περικοπή μισθών και ρυθμίσεων εργασίας σε μία χώρα η οποία είχε δυσμενή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και υψηλά σταθερά κόστη. Με τα αρχικά έτσι μέτρα της τρόικας, επλήγη η ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής εξυγιάνσεως, ανταγωνιστικότητος και μεγεθύνσεως.
Με αυτά τα δεδομένα είναι επείγον πλέον να κινητοποιηθούν ξένες άμεσες επενδύσεις οι οποίες να ευνοούν τη δυναμικοποίηση των παραγόντων εκείνων που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν από την αποανάπτυξη στην ανάκαμψη και αργότερα στην ανάπτυξη.