Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όλο και περισσότεροι καταναλωτές δέχονται τηλεφωνήματα από δικηγορικά γραφεία τα οποία, ως φαίνεται, κάνουν την ίδια δουλειά με τις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, η παρεμβολή αυτή των δικηγορικών γραφείων δημιουργεί αρκετά σοβαρά προβλήματα που η πολιτεία δείχνει να παραμερίζει. Πριν απ’ όλα, η δραστηριότητα των δικηγορικών γραφείων δεν υπάγεται στην ίδια νομοθεσία με την αντίστοιχη των εταιρειών ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να βλάπτονται οι καταναλωτές και να τίθεται σοβαρό θέμα αθέμιτου ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, οι εταιρείες ενημέρωσης πρέπει εκ του νόμου να τηρούν μια σειρά από κανόνες (Ν.3758/2009), με τις όποιες παραβάσεις να συνεπάγοντα πρόστιμα που προκύπτουν μετά από έρευνα καταγγελιών και διαμαρτυριών καταναλωτών. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δικηγορικά γραφεία.
Όπως μας είπαν συγκεκριμένοι οφειλέτες, οι παραπάνω διατάξεις του νόμου δεν τηρούνται από τα δικηγορικά γραφεία, τα οποία κατά κανόνα δεν σέβονται και τα ωράρια κλήσεως των οφειλετών. Υπάρχουν έτσι περιπτώσεις κλήσεων μετά τις 8 το βράδυ, πράγμα που απαγορεύεται ρητώς από τον νόμο. Πέρα δε από τις παραπάνω περιπτώσεις, κάποια δικηγορικά γραφεία που εκτελούν χρέη εταιρείας ενημέρωσης οφειλών σπεύδουν να βάλουν τους οφειλέτες και στον Τειρεσία, γεγονός που σε περιπτώσεις νέων επαγγελματιών είναι καταδικαστικό για τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους. Έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, οι πρακτικές κάποιων δικηγορικών γραφείων στην ουσία έχουν και αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα, γιατί βγάζουν από την αγορά επαγγελματίες που με κάποια βελτίωση του οικονομικού κλίματος θα μπορούσαν να ανακάμψουν και να προσφέρουν παραγωγικό έργο.
Επιπροσθέτως, τα δικηγορικά γραφεία επιβαρύνουν τους καταναλωτές καθ’ όσον οι αμοιβές για τις παραβάσεις τους προηγούνται της όποιας εξόφλησης ή ρύθμισης της οφειλής από τον οφειλέτη. Αντιθέτως, οι εταιρείες ενημέρωσης, για να πάρουν την αμοιβή τους, πρέπει να έχουν βρει λύση στο πρόβλημα του οφειλέτη – στο μέτρο και στο βαθμό που αυτός είναι συνεργάσιμος μαζί τους. Υπό αυτή την έννοια, οι νομικές παρεμβάσεις στο καυτό θέμα των «κόκκινων» καταναλωτικών δανείων κυρίως, από οικονομικής πλευράς, συμβάλλουν και στην αφαίρεση κατανάλωσης σε μια οικονομία η οποία αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα ζήτησης. Πρόβλημα που στην ελληνική περίπτωση θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με διαφορετικά κριτήρια από τα αντίστοιχα που ίσχυσαν ή ισχύουν στις άλλες χώρες της Ένωσης. Αυτό το υπογραμμίζουμε ιδιαιτέρως, γιατί το ελληνικό λιανεμπορικό πλέγμα, που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ανεργίας στη χώρα μας, δεν έχει τις ίδιες δομές που παραδοσιακά υπάρχουν στην αναπτυγμένη Ευρώπη.
Κατά τα λοιπά, το όλο θέμα είναι πολυσύνθετο και έχει βέβαια ποικίλες επιπτώσεις και στην τραπεζική οικονομία. Για την ώρα, ωστόσο, το καθεστώς που επικρατεί έχει σαφή στοιχεία αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ δικηγορικών γραφείων και εταιρειών ενημέρωσης και η κατάσταση αυτή, πέρα από όποια γενικότερη θεώρηση, επιτρέπει την παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους καταναλωτές-οφειλέτες. Και αυτοί οι τελευταίοι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εγγίζουν τα 2.500.000 άτομα, ήτοι ένα πλουσιοπάροχο 23% του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Συμπληρωματικά, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι η κατά- στάση που επικρατεί, απέχει πολύ από του να είναι συμβατή και με τους όρους ανταγωνισμού που κάθε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εφαρμόζει.
Μήπως λοιπόν η όλη κατάσταση θα πρέπει να επανεξετασθεί από τους αρμόδιους, με τη συμμετοχή και της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, η οποία σίγουρα έχει πολλά να πει για καταγγελίες που έχουν γίνει στις υπηρεσίες της;
Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Retail Business, τεύχος 488.