Του Κωνσταντίνου Αραβώση
Η πράσινη / περιβαλλοντική αγορά στην Ε.Ε. απασχολεί 3,4 εκατομμύρια άτομα, αποτελεί 2,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ με ετήσιο κύκλο εργασιών 319 δισ. ευρώ και συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αποτελούν έναν σημαντικό τομέα της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής αγοράς με μεγάλη συνεισφορά στο σύνολο των καθαρών τεχνολογιών τα τελευταία χρόνια.
Η χώρα μας με την ιδιαίτερη ανάπτυξη του φωτοβολταϊκού τομέα των τελευταίων ετών, έφτασε στην κορύφωση το 2013 (στη δεύτερη θέση διεθνώς), όσον αφορά τη συμβολή των φωτοβολταϊκών στη συνολική κατανάλωση ενέργειας (6,7% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης) και στην πέμπτη, όσον αφορά την κατά κεφαλήν εγκατεστημένη ισχύ φωτοβολταϊκών.
Το σύνολο των επενδύσεων στα φωτοβολταϊκά την περίοδο 2008 - 2013 ήταν της τάξης των 5,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών, οι φωτοβολταϊκές επενδύσεις παρήγαγαν το 0,84% του ΑΕΠ το 2013, με 40% εγχώρια προστιθέμενη αξία, σημαντικά έσοδα από ΦΠΑ και φόρους στο κράτος, καθώς και δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Είναι δεδομένο ότι επενδυτικές πρωτοβουλίες από τον ιδιωτικό τομέα είναι το κλειδί στην οικονομική ανάπτυξη ιδιαίτερα φέτος. Δυστυχώς, η ασυνεπής πολιτική της χώρας στον τομέα των ΑΠΕ και ειδικά όσον αφορά τα φωτοβολταϊκά, σταμάτησε πρόσφατα τις επενδύσεις και δημιούργησε μείζον πρόβλημα στους υφιστάμενους επενδυτές.
Η ίδια η πολιτεία είχε θέσει τους κανόνες παραγωγής και αποζημίωσης των παραγωγών φωτοβολταϊκών στο πλαίσιο της «πράσινης ανάπτυξης», βασισμένη σε ένα στρεβλό σύστημα υπολογισμού του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας και χωρίς οικονομικό προγραμματισμό για τη βιωσιμότητα του συστήματος. Στη συνέχεια, λόγω των ελλειμμάτων που δημιουργήθηκαν στον ΛΑΓΗΕ, επιβλήθηκαν αρχικά με τον ν. 4093/2013 φόροι 25% - 30% στις τιμές πώλησης και στη συνέχεια με τον πρόσφατο ν. 4254/2014 υποχρεωτική μονομερής μείωση των συμβατικών τιμών –σε ποσοστό που σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει το 40%– και παράλληλα «αναδρομική» υποχρέωση έκπτωσης που προσεγγίζει το 40% στις τιμές πώλησης για την ηλεκτρική ενέργεια που έχει παραχθεί το έτος 2013. Πέραν αυτού με τις νέες ρυθμίσεις πλήττονται και τιμωρούνται όσες επενδύσεις έχουν υπαχθεί και επιδοτήθηκαν από τον αναπτυξιακό νόμο, αφού μετά τις πολύχρονες γραφειοκρατικές διαδικασίες, τους ελέγχους και τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι επιχειρήσεις για να υπαχθούν σε αυτόν, με τις νέες μειωμένες ταρίφες (στις περισσότερες των περιπτώσεων) όχι μόνο δεν ωφελήθηκαν σε σχέση με όσες δεν επιδοτήθηκαν, αλλά ζημιώθηκαν.
Με τον τρόπο αυτό, το κατά τα άλλα διψασμένο για επενδύσεις ελληνικό κράτος ανατρέπει πλήρως υπογεγραμμένες συμβάσεις, οδηγώντας χιλιάδες επιχειρήσεις φωτοβολταϊκών (στην πλειοψηφία τους πολύ μικρές επιχειρήσεις) σε οικονομική δυσχέρεια, αφού από τη μια βρίσκονται αντιμέτωπες με το τραπεζικό σύστημα που απαιτεί τόκους και τοκοχρεολύσια υπολογισμένα με βάση το αρχικό επιχειρησιακό σχέδιο της επένδυσης, ενώ από την άλλη το ίδιο το κράτος απαιτεί καταβολή ΦΠΑ και φόρων ακόμη και για έσοδα που ουδέποτε εισπράχθηκαν.
Παράλληλα (σε μια κρίσιμη για τις επενδύσεις περίοδο) διαταράσσει τη σταθερότητα στο επενδυτικό πλαίσιο (και την αρχή της συνέχειας του κράτους), που ενώ αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την προσέλκυση των επενδύσεων, στη χώρα μας φαίνεται να υιοθετείται μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων. Δεδομένο είναι ότι κανένας επενδυτής ή ιδιοκτήτης φωτοβολταϊκών δεν έχει ευθύνη για τις τιμές αποζημίωσης που είχαν δοθεί ως κίνητρο από την πολιτεία, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για παραγωγή καθαρής ενέργειας από ΑΠΕ. Αντίθετα, εμπιστεύτηκε το ελληνικό κράτος και αποτίμησε την επένδυσή του με βάση τους όρους που αυτό υποτίθεται ότι εγγυήθηκε σε μακροπρόθεσμη βάση. Το κράτος όμως επέδειξε τη, δυστυχώς, συνήθη πρακτική αναξιοπιστίας και αθέτησης των υποχρεώσεών του, τροποποιώντας μονομερώς ουσιαστικά τους όρους της επένδυσης.
Είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν το New Deal με τη μονομερή υποχρεωτική αλλαγή των όρων των υπογεγραμμένων συμβάσεων και τις αντίστοιχες περικοπές –πέραν της ενδεχόμενης διευθέτησης του ελλείμματος του ΛΑΓΗΕ– θα έχει συνολικά θετική οικονομική συμβολή στην οικονομία. Εικάζεται ότι, αν συνυπολογίσει κανείς το κόστος των χαμένων υφιστάμενων (αλλά και δυνητικά νέων) θέσεων εργασίας, τον ΦΠΑ από τη μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων (και από τη μη δημιουργία νέων επιχειρήσεων), αλλά και τα φορολογικά έσοδα από τα κέρδη 20 - 25 ετών λειτουργίας των επενδύσεων, το αποτέλεσμα για την οικονομία θα είναι αρνητικό. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το έμμεσο κόστος –της ίσως σημαντικότερης επίπτωσης– από το μήνυμα που δίδεται στους διεθνείς και Ελληνες επενδυτές για την έλλειψη συνέπειας και την αφερεγγυότητα του ελληνικού κράτους, που δεν τιμά τις συμβάσεις που υπογράφει και αδικεί όσους υπάγονται στις ευεργετικές διατάξεις του αναπτυξιακού νομού, πράγμα που θα έχει επίπτωση σε κάθε είδους δυνητική επένδυση στη χώρα μας.
Θα πρέπει άμεσα να γίνει μια τέτοια συνολική, ολιστική αποτίμηση του «New Deal» για να τεκμηριωθούν και οικονομικά οι όποιες διορθωτικές κινήσεις προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των αδικιών και της ασυνέπειας. Παράλληλα να γίνουν οι αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις, προκειμένου να περιοριστεί η ήδη προκληθείσα ζημιά στην οικονομία.
Μια φιλική στις επενδύσεις κυβέρνηση πρέπει να σηματοδοτεί έμπρακτα ότι οι πρακτικές του παρελθόντος, που συχνά παρεμπόδιζαν ή σταματούσαν τις ιδιωτικές επενδύσεις και καταδείκνυαν ασυνέχεια, ασυνέπεια και αναξιοπιστία, δεν θα υπάρχουν πια στη νέα, υγιή Ελλάδα με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική, που θα εξασφαλίζει σε ορίζοντα τουλάχιστον 10 ετών το φιλικό προς τους επενδυτές πλαίσιο και το σταθερό και ξεκάθαρο οικονομικό περιβάλλον.
Επίκουρος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.