Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Οικονομολόγος και καθηγήτρια Επιστήμης και Τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η γεννημένη στη Ρώμη από Ιταλούς γονείς αλλά μεγαλωμένη στην Αμερική, κυρία Μαριάνα Ματσουκάτο είναι μια εκρηκτική προσωπικότητα, που πιστεύει στο κράτος και στο ρόλο του στην παραγωγή καινοτομίας. Μέλος του Ινστιτούτου Νέας Οικονομικής Σκέψης, η καθηγήτρια Μ. Ματσουκάτο κυκλοφόρη- σε πριν από λίγες εβδομάδες ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο «Το επιχειρηματικό κράτος» (The Entrepreneurial State), το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Φορντ και το βρετανικό Ινστιτούτο Demos και εκδόθηκε από τον οίκο Anthem Press.
Στο βιβλίο της αυτό, το οποίο παρουσιάστηκε και διαδικτυακά, η Μαριάνα Ματσουκάτο φαίνεται να έχει εμβαθύνει στη σκέψη και τις θεωρίες των Κέυνς-Σουμπέτερ και Μίνσκυ, οι οποίες βέβαια κάθε άλλο παρά ανεπίκαιρες είναι σήμερα. Έτσι, ενώ δίνει μεγάλο βάρος στην καινοτομία ως παράγοντα ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι σημαντικότερες καινοτομίες της εποχής μας ποτέ δεν θα είχαν υπάρξει αν το κράτος δεν είχε αναλάβει τη χρηματοδότησή τους. Στη βάση λοιπόν της λογικής αυτής –την οποία και τεκμηριώνει με συγκεκριμένα παραδείγματα– η Μ. Ματσουκάτο ναι μεν αποδέχεται και επαυξάνει τη θεωρία του Γιόζεφ Σουμπέτερ περί «δημιουργικής καταστροφής», τονίζει όμως ότι είναι μύθος να πιστεύεται ότι η τελευταία συναντάται μόνον στον ιδιωτικό τομέα. «Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει», υποστηρίζει με θέρμη η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Σάσεξ.
«Η αληθινή ιστορία πίσω από τη Σίλικον Βάλεϋ δεν είναι αυτή του κράτους που φεύγει από τη μέση ώστε οι ριψοκίνδυνοι venture capitalists –και οι εφευρέτες των γκαράζ– να μπορέσουν να κάνουν τα δικά τους. Από το Ίντερνετ έως τη νανοτεχνολογία, οι περισσότερες δομικές πρόοδοι, τόσο στη βασική έρευνα όσο και στην εμπορευματοποίησή της, χρηματοδοτήθηκαν από κρατικά κονδύλια, ασχέτως αν στη συνέχεια εμπορευματοποιήθηκαν από ιδιώτες. Το δημόσιο χρήμα, μάλιστα, δεν εξασφάλισε στις επενδύσεις αυτές μόνον τα βασικά, όπως π.χ. η έρευνα. Κρατικό χρήμα χρηματοδότησε τόσο την αρχική όσο και την εφαρμοσμένη έρευνα. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, προχώρη- σε τόσο, ώστε να παρέχει risk finance στο πρώτο στάδιο προς εταιρίες που είχαν χαρακτηριστεί υπερβολικά ριψοκίνδυνες για τα ιδιωτικά κεφάλαια», τονίζει η συγγραφέας. Λόγου χάρη, η Apple αρχικά έλαβε 500.000 δολάρια από το Small Business Investment Corporation, έναν κυβερνητικό βραχίονα χρηματοδοτήσεων. Παρομοίως, η Intel και η Compaq πήραν δάνεια όχι από venture capitals αλλά από το κρατικό πρόγραμμα Small Business Innovation Research.
«Στην ιστορία του μοντέρνου καπιταλισμού, το κράτος δημιούργησε οικονομικές δραστηριότητες που ποτέ άλλοτε δεν είχαν συμβεί και με τον τρόπο αυτό άνοιξε αγορές σε νέες τεχνολογίες που ίσως ποτέ να μην είχαν υπάρξει. Έτσι, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, το κράτος είναι αυτό που ενισχύει και προωθεί τις ιδιωτικές επενδύσεις εκεί όπου πρέπει. Η παράκαμψη για ιδεολογικούς λόγους της αλήθειας αυτής μόνο ζημιές προκαλεί στις απαραίτητες για έξοδο από την κρίση οικονομικές πολιτικές», είπε η Μ. Ματσουκάτο σε συνέντευξή της.
Αναφερόμενη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για μελέτη, η συγγραφέας δίνει έμφαση και στο ρόλο που παίζουν τα στρατιωτικά σχέδια στην ανάδυση κάποιων καινοτομιών, όπως επίσης και τα σχέδια στους κλάδους της υγείας και της ενέργειας.
Επισημαίνει έτσι ότι, στις μέρες μας, πράγματι, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 75% των πιο καινοτόμων φαρμάκων οφείλουν τη χρηματοδότησή τους όχι στις μεγάλες φαρμακευτικές ή σε κάποιο venture capital, αλλά στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας, το οποίο την τελευταία δεκαετία έχει επενδύσει περισσότερα από 600 δισ. δολάρια στις ανακαλύψεις βιοτεχνολογίας και φαρμακευτικής. Από αυτά, τα 32 δισ. δολάρια επενδύθηκαν μόνον το 2012.
Κατά τη Μ. Ματσουκάτο, σήμερα βλέπουμε το ίδιο να ισχύει στην «καθαρή» τεχνολογία. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Σιγκαπούρη, η Γερμανία, η Φινλανδία και η Δανία, το κράτος χρηματοδοτεί τους απαιτητικούς τομείς που χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση κεφαλαίου, τεχνολογική και εμπορική αβεβαιότητα. Αυτή η αβεβαιότητα, κατά τη συγγραφέα, κάνει τις επιχειρήσεις διστακτικές, με συνέπεια να αναμένουν ώστε οι μελλοντικές απολαβές τους να είναι πιο σίγουρες. Τρεις είναι οι λόγοι που ωθούν προς την κατεύθυνση αυτή. Πρώτον, οι εταιρίες φοβούνται γιατί έχουν μεγάλη εξάρτηση από τους μετόχους τους και τις απαιτήσεις τους. Δεύτερον, αρκετές καινοτόμοι επενδύσεις απεδείχθησαν αναποτελεσματικές, λόγω ανορθολογισμού των ηγετικών στελεχών που τις συνέλαβαν και τις προώθησαν. Τρίτον, η σημασία του χρηματοοικονομικού τομέα στην επιχειρηματική ζωή αποδυναμώνει την τάση για δημιουργική καταστροφή.
Πάνω στο θέμα αυτό η Μαριάνα Ματσουκάτο προτείνει τον επαναπροσανατολισμό των χρηματοπιστωτικών πρακτικών, ώστε να προκύψουν νέες χρηματοδοτικές μέθοδοι, που θα χρηματοδοτούν καινοτομίες προσαρμοσμένες στις μεταβαλλόμενες ανάγκες του 21ου αιώνα. Στο σημείο αυτό, όμως, η συγγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει ότι στο επίπεδο των καινοτομιών, μόνον μία ή το πολύ δύο επενδύσεις αποδεικνύονται πετυχημένες από πλευράς αποδόσεως. Συνεπώς, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μόνον το κράτος μπορεί να πάρει υψηλά ρίσκα – γιατί μόνον αυτό δεν πιέζεται για να έχει γρήγορες και υψηλές αποδόσεις.
Επίσης, σε διαδικτυακή επαφή που είχαμε μαζί της, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Σάσεξ μάς είπε ότι, στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ο σκληρός ανταγωνισμός μάς επιβάλλεται από τις κρατικές εταιρίες του αναπτυσσόμενου κόσμου, οι οποίες στις δαπάνες τους για οικονομική κατασκοπία, έρευνα και ανάπτυξη και εξαγορές συνειδήσεων έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες από τις παραδοσιακές ιδιωτικές επιχειρήσεις του δυτικού κόσμου.Έτσι, στο επίπεδο της καινοτομίας, ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων τύπων καπιταλισμού επιβάλλει κανόνες που σήμερα ευνοούν το κράτος-επιχειρηματία –όχι, βέβαια, ελληνικού τύπου– προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Στις ευνομούμενες χώρες, οι θεσμοί που τροφοδοτούν την έρευνα και την ανάπτυξη, όπως αυτοί που στηρίζουν την εκπαίδευση και αυτοί που διατηρούν τη δέσμευση του δημοσίου για τον ανοιχτό χαρακτήρα της οικονομίας, είναι τα θεμέλια μιας παραγωγικής και καινοτόμου κοινωνίας. Σαφώς δε, τα θεμέλια αυτά πρέπει να μπορούν να φέρουν το βάρος της προσαρμογής στις συνταρακτικές ανα- κατατάξεις της διεθνούς οικονομίας, όπου ισχυροί νέοι ανταγωνιστές εμφανίστηκαν σε περιοχές του κόσμου που μέχρι χθες ήταν περιθωριοποιημένες περιφέρειες. Έτσι, νέες τεχνολογίες υποσκάπτουν τα πλεονεκτήματα των καθιερωμένων παικτών.
Νέες πολιτικές κατέλυσαν τα σύνορα που κάποτε οριοθετούσαν και προστάτευαν τα εθνικά πεδία ανταγωνισμού. Κάθε μία από αυτές τις μεταβολές αναιρεί τις λύσεις της προηγούμενης γενιάς όσον αφορά τη διαχείριση των διανεμητικών επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης, την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και την παροχή κινήτρων για καινοτομία. Η προσαρμογή και η ενδυνάμωση αυτών των δημόσιων ουσιαστικών προϋποθέσεων είναι πολύ μεγάλη αποστολή, για να την αναλάβει μόνον η ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ιχνογραφείται έτσι ένα νέο περιβάλλον, στο πλαίσιο του οποίου αναδύεται ο «κρατισμός του 21ου αιώνα» και απομένει να δούμε τι θα μπορέσει να πετύχει στο επίπεδο της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Αυτή η αναμονή,
εξάλλου, είναι ίσως και μία από τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας. Μιλώντας δε γι’ αυτό το νέο κράτος, η καθηγήτρια Μαριάνα Ματσουκάτο έσπευσε να υπογραμμίσει ότι δεν θα έχει καμιά απολύτως σχέση με εξαμβλωματικές αντίστοιχες καταστάσεις που γνωρίσαμε και ακόμη γνωρίζουμε στην Ελλάδα.
*Aναδημοσίευση από το τεύχος #26 του περιοδικού manager|m.