του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στο άρθρο του της Κυριακής 3 Ιουλίου, ο Αντώνης Καρακούσης, διευθυντής στο Βήμα της Κυριακής, γράφει με διαύγεια και γνώση, υπό τον τίτλο Η Ελλάδα αλλάζει χέρια, τα ακόλουθα:
Οι συνέπειες της τρέχουσας διακυβέρνησης αποκαλύφθηκαν με τον πλέον καθαρό τρόπο τις προηγούμενες ημέρες.
Η απόρριψη του προτεινόμενου διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας Πειραιώς από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, η επανεκκίνηση στην συνέχεια της σχετικής διαδικασίας αναζήτησης νέου προσώπου, αλλά και η ταυτόχρονη καρατόμηση όλων των μελών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, φανερώνουν ακριβώς την απώλεια ελέγχου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Κάτι που δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα των ανακεφαλαιοποιήσεων που απαιτήθηκαν έπειτα από τον διπλό εκτροχιασμό της οικονομίας στην 18μηνη διακυβέρνηση του κ. Τσίπρα.
Χωρίς αμφιβολία οι ελληνικές τράπεζες ανήκουν πλέον στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στους ξένους μετόχους. Κακά τα ψέμματα, η ελληνική κυριαρχία επί των τραπεζών μας έχει χαθεί. Και μαζί της θα χαθεί και η κυριαρχία συνολικά επί της ελληνικής οικονομίας.
Μέσω της επερχόμενης διαχείρισης των κόκκινων δανείων αλλά και των κυρίαρχων αρχών που θα επικρατήσουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μέσω του Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων, η ελληνική οικονομία θα αλλάξει στην κυριολεξία χέρια. Η επόμενη περίοδος θα χαρακτηριστεί από ένα κύμα εξαγορών, συγχωνεύσεων και αναδιαρθρώσεων, στις οποίες κυρίαρχο ρόλο θα έχουν οι ελεγχόμενες από τους ξένους διοικήσεις των τραπεζών και των κρατικών επιχειρήσεων.
Όπως προβλέπει ο πρόεδρος της Eurobank κ. Ν. Καραμούζης, “σε πέντε χρόνια θα έχουμε μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα, οι ξένοι μέτοχοι θα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική επιχειρηματικότητα και η ελληνική πολιτική θα έχει περιορισμένη επιρροή στην οικονομία της χώρας”. Με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτική θα πάψει να έχει τον έλεγχο στα μεγαλύτερα και πιο δυναμικά κομμάτια της οικονομίας και το έργο της θα περιορίζεται στην διοίκηση του στενού κράτους, στην διαχείριση των δημοσίων οικονομικών και στην διοίκηση των φόρων. Αλλά και σε αυτά τα πεδία θα ετεροκαθορίζεται από προκαθορισμένους στόχους και συγκεκριμένες επιδιώξεις που θα εξασφαλίζουν την δημοσιονομική σταθερότητα».
Με τις επισημάνσεις του αυτές ο Αντώνης Καρακούσης, από την μία πλευρά, φέρνει στο προσκήνιο την πλήρη χρεοκοπία του ελληνικού μεταπολιτευτικού συστήματος αλλά, από την άλλη, θα έπρεπε να επιρρίψει σοβαρές ευθύνες και στην αθλιότητα της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία αφέθηκε να άγεται και να φέρεται από το διεφθαρμένο πελατειακό σύστημα.
Παρόμοιες συμπεριφορές επέδειξε και ένα μεγάλο κομμάτι της εγχώριας επιχειρηματικής τάξης, η οποία συμβιβάστηκε με το πολιτικό κατεστημένο χωρίς ποτέ να αποκτήσει δική της ιδεολογική ταυτότητα. Ενώ βαλλόταν λυσσωδώς από τους εχθρούς της, η επιχειρηματική τάξη δεν έκανε απολύτως καμμία προσπάθεια να απαντήσει με επιχειρήματα στην κατασυκοφάντησή της –κάποιες δε μεμονωμένες προσπάθειες που έγιναν, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Έτσι, αντί να πρωτοπορεί στην κοινωνία, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, επεδίωκε πάντα να τα βρίσκει με το «γκουβέρνο». Με άλλα λόγια, σε μεγάλο βαθμό, η επιχειρηματική κοινότητα (πάντα με εξαιρέσεις), αντί να αντισταθεί στον έκνομο αυταρχισμό του κράτους, αποφάσισε να βρει τρόπους συμβιώσεως μαζί του στην λογική της ευνοιοκρατίας.
Σήμερα, λοιπόν, στο μέτρο που η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση μορφοποιεί τον μετακαπιταλιστικό κόσμο, για την αυτοπαγιδευμένη στις ανεπάρκειές της ελληνική επιχειρηματική κοινότητα το ότι «η Ελλάδα αλλάζει χέρια» ίσως να αποτελεί μια κάποια λύση.
Ως γνωστόν, από το 1981 και μετά, η πλήρης ένταξη της χώρας μας και της κοινωνίας μας στον δυτικό οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό αστερισμό έγινε στερεότερη. Αυτή δε η στερεότητα ενισχύθηκε και από την είσοδό μας το 2002 στην ευρωζώνη. Δυστυχώς, στα 35 χρόνια που πέρασαν, οι ρηχές ρίζες του νεοελληνικού αστισμού δε μπόρεσαν να ανταποκριθούν στην πρόκληση του εξευρωπαϊσμού της χώρας. Έτσι, η Ελλάδα παρέμενε ευρωπαϊκή ως επαίτης. Την ίδια στιγμή, όμως, ένα μέρος της επιχειρηματικής τάξης πλούτισε ασύστολα, αδιαφορώντας πλήρως για τις εξελίξεις.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποφύγει τα χειρότερα αν η ευρωπαϊκή αστική τάξη της αποφάσιζε να επενδύσει στην απελευθέρωση της χώρας από τον κρατισμό και την φαυλοκρατία. Στην παρούσα φάση της συνολικής κρίσης που γνωρίζει η χώρα, οι πολίτες, σε ποσοστά που εγγίζουν το 40%-45%, μπορούν να αντιληφθούν το βάρος της ευθύνης του πολιτικού κόσμου –και ιδιαιτέρως των κυβερνώντων, οι οποίοι δεν δύνανται να εξηγήσουν γιατί, μετά τόσα βάρη δημοσιονομικής προσαρμογής και τόσες προσπάθειες διαρθρωτικής αλλαγής, δεν υπάρχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Πολύ απλά, η Ελλάδα δεν εμπνέει καμμία απολύτως εμπιστοσύνη. Η αξιοπιστία της είναι μηδενική. Αρκεί να δει κανείς το ενδυματολογικό στυλ του πρωθυπουργού και υπουργών κατά την άφιξή τους στο Πεκίνο για να καταλάβει όλα τα υπόλοιπα.