Γράφει η Λιλή Καρακώστα
Τρία πράγματα χαρακτηρίζουν την οικογένεια Λούλη, εφτά ολόκληρες γενιές «μυλωνάδες»: το αλεύρι, η πολιτική και η ευεργεσία. Μια συναρπαστική ιστορία μιας οικογένειας που στιγμάτισε στο πέρασμά της τη ζωή του τόπου και συνεχίζει μέχρι σήμερα να μας εκπλήσσει ευχάριστα…
Η ιστορία της οικογένειας Λούλη ξεκινά το 1782 στην Ήπειρο, όπου ο Ζώης Λούλης χτίζει στην Αετοράχη Ιωαννίνων ένα μικρό, πέτρινο μύλο, χωρίς τίποτα να προμηνύει το λαμπρό του μέλλον. Οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη, όμως ο μύλος, καίγεται από τους Τούρκους και έτσι, η οικογένεια, μεταφέρεται το 1912 στο Βόλο για να συνεχίσει τη δραστηριότητά της. Το 1914, αγοράζουν μερίδιο στο μύλο Ι.Ξύδης-Ν. Χατζηνίκος, τον οποίο και αποκτούν ολοκληρωτικά το 1917 και τον μετατρέπουν στο μεγαλύτερο μύλο της περιοχής. Ταυτόχρονα, αποκτούν το 25% των Μύλων Αλλατίνη στη Θεσσαλονίκη.
Ακολουθεί η Κατοχή, με την οικογένεια να δοκιμάζεται καθώς ο Αλκιβιάδης Λούλης, αφού διετέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, πρόεδρος της Εθνικής Αλληλεγγύης και γενικός διοικητής Ηπείρου, εξορίστηκε μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και η επιχείρηση επιτάσσεται και εργάζεται για τον Ερυθρό Σταυρό.
Στο διάστημα του Μεσοπολέμου, η οικογένεια Λούλη δεν αναδείχθηκε μόνο επιχειρηματικά αλλά και πολιτικά. Οι Γιώργος και Αλκιβιάδης Λούλης θήτευσαν κατ' επανάληψη στη Βουλή, ενώ είναι χαρακτηριστικές του επιπέδου της πολιτικής τους παρουσίας οι στενές σχέσεις που είχαν τόσο με τον Ελ. Βενιζέλο όσο και με τον Γ. Παπανδρέου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Γ. Λούλης διαδέχθηκε τον Γ. Καρτάλη, όταν ο δεύτερος πέθανε και αναδείχθηκε σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1960 βουλευτής Μαγνησίας. Το ίδιο διάστημα ο Χρ. Λούλης εκλέγεται πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Βόλου και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Αλευροβιομηχάνων. Εν τω μεταξύ από το 1936 τη διοίκηση του μύλου αναλαμβάνει ο Κ. Λούλης.
Η επιχείρηση που μοιράστηκε το αλεύρι με το προσωπικό της στην Κατοχή…
Στη δεκαετία του 1940, στην πρώτη ακόμη περίοδο του πολέμου, η οικογένεια για να λειτουργήσει τον μύλο και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της αναγκάζεται να εκποιήσει πολλά από τα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε. Και όταν το μέτωπο έπεσε, οι ιδιοκτήτες της εταιρείας αναγκάζονται να αναστείλουν τη λειτουργία του μύλου, αφού πρώτα άλεσαν ό,τι απόθεμα σίτου υπήρχε και το μοιράστηκαν με το προσωπικό. Το 1945, η επιχείρηση επαναλειτουργεί και το 1951, εισάγεται στο Χρηματιστήριο ενώ έχει προηγηθεί η πώληση του ιδιόκτητου νησιού της, της Ψαθούρας, για να χρηματοδοτηθεί η ανανέωση του εξοπλισμού.
Το 1952, η εταιρεία κατασκευάζει τον πρώτο σιμιγδαλόμυλο στην Ελλάδα, προκαλώντας επανάσταση στον χώρο της μακαρονοποιίας. Ακολουθεί η παραίτηση του Κ. Λούλη από το τιμόνι της εταιρείας και αναλαμβάνει ο Γεώργιος Λούλης που όμως αποσύρεται το 1961, όταν εκλέγεται βουλευτής Μαγνησίας με την Ένωση Κέντρου καθώς μία από τις βασικές αρχές στις οποίες βασιζόταν η επιχείρηση, ανέφερε ότι όποιος ασχολείται με την πολιτική πρέπει να εγκαταλείπει την επιχείρηση…
Έπεται η «βασιλεία» του Νικόλαου Κωνσταντίνου Λούλη στη διοίκηση της εταιρείας, όπου το 1969, δημιουργεί το πρώτο υποκατάστημά της στην Αττική και το 1970 ανανεώνεται ο μηχανολογικός εξοπλισμός της εταιρείας. Το 1975, πεθαίνει ο Νικόλαος Λούλης και τον διαδέχεται ο 19χρονος γιος του, Κωνσταντίνος.
Κωνσταντίνος Λούλης: Ορμητικός και πεισματάρης
Ο νεαρός Λούλης, την περίοδο από το 1973 έως το 1975, ολοκληρώνει τις σπουδές του ως Μηχανικός Κυλινδρόμυλων στη Σχολή του Σεντ Γκάλλεν στην Ελβετία, όταν καλείται να αναλάβει τα ηνία της ιστορικής επιχείρησης. Δείχνει από νωρίς τη δυναμική του όταν 3 χρόνια μετά παραδίδει το νέο μύλο στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου, δυναμικότητας 180 τόνων την ημέρα, ένα έργο που ολοκλήρωσε λαμβάνοντας δάνειο 100 εκατ. δραχμές, όταν ο ετήσιος τζίρος της εταιρείας ήταν 75 εκατ.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αρχίζει την εξαγωγική δραστηριότητά του στην Κίνα, στην Αίγυπτο, στη Συρία, στη Σοβιετική Ένωση, στο Ιράκ, στην Υεμένη, στην Αλγερία και στο Βιετνάμ. Ο ορμητικός Λούλης δεν ξεφεύγει από το «μικρόβιο» της πολιτικής που καταδιώκει την οικογένεια καθώς προσπαθεί-χωρίς επιτυχία-να καταλάβει μια έδρα στα βουλευτικά έδρανα, ενώ μια εποχή στρέφεται και στον εκδοτικό κλάδο αγοράζοντας την εφημερίδα της Μαγνησίας, «Θεσσαλία», την οποία όμως σύντομα πουλά.
Έτσι, ξαναγυρνά στη μεγάλη του αγάπη, το επιχειρείν, και δεν σταματά να αναπτύσσει την εταιρεία του. Το 1985, μετά από συνεχείς επενδύσεις, η δυναμικότητα του εργοστασίου φθάνει τους 700 τόνους την ημέρα. To 1987, ο Κωνσταντίνος Λούλης, αναδεικνύεται σε απόλυτο κυρίαρχο της εταιρείας, συγκεντρώνοντας το 99,9% των μετοχών κάτι που φαίνεται πως το φέρνει αντιμέτωπο με την υπόλοιπη οικογένειά του. Ωστόσο, μετά από έναν χρόνο, οι συνολικές αλέσεις σίτου την αναδεικνύουν σε δεύτερη εταιρεία του κλάδου της αλευροβιομηχανίας από δωδέκατη που ήταν πριν από 10 χρόνια.
Από εκεί και ύστερα η εταιρεία αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς. Αφού αυξάνει το μετοχικό κεφάλαιό της κατά 2,6 δισ. δρχ. το 1990, αγοράζει ακίνητο για την κατασκευή νέου μύλου στην περιοχή Σούρπης του Νομού Μαγνησίας. Επεκτείνεται στην περιοχή της Βορείου Ελλάδος και το 1995 εξαγοράζει τον μύλο Σιμιτζή στην Καβάλα. Έναν χρόνο αργότερα δημιουργεί στην Αλβανία την Albanian Flour Mills και εγκαινιάζει το νέο εργοστάσιο στην περιοχή των Τιράνων.
Άγιο Όρος: Το fax που δεν ήρθε ποτέ…
Το 1989, έχει προηγηθεί η πρόταση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στον Κ. Λούλη, να αναλάβει την Ιονική Τράπεζα, κάτι που όμως εκείνος αρνείται και ζητά να αναλάβει την πολιτική διοίκηση του Αγίου Όρους. Άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος, ο Κωνσταντίνος Λούλης, εγκαθίσταται στο Άγιο Όρος μόνο με ένα fax και ζητά από την εταιρεία του να μην τον ενοχλήσουν παρά μόνο για κάτι εξαιρετικά επείγον. Ως το 1991, που διατήρησε τη θέση του, ανέφερε με περηφάνεια, πως δεν τον ενόχλησαν ποτέ…
Το αφεντικό που βάφτισε 100 παιδιά υπαλλήλων του
Το ανθρώπινο στοιχείο κυριαρχεί στην εταιρεία «Μύλοι Λούλη» και αυτό το διαπιστώνει κανείς βλέποντας τους τοίχους γεμάτους με φωτογραφίες απλών εργατών ή παλιότερων διευθυντών. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι τρίτης ή και τέταρτης «γενιάς» αφού πολλοί υπάλληλοι έπιασαν δουλειά στην εταιρεία διαδεχόμενοι τον πατέρα και τον παππού τους…Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν τηρείται η αξιοκρατία αφού στους «Μύλους Λούλη», η αξία πάντα αναγνωρίζεται. Πλείστα είναι τα παραδείγματα φορτοεκφορτωτών που έγιναν…διευθυντές χάρη στην αξία τους.
Αλλά και η ανθρώπινη επαφή παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιχείρηση. Κάθε πρόβλημα εργαζομένου, λύνεται χάρη στη μεσολάβηση της διεύθυνσης ενώ σημαντικό στοιχείο είναι και το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος Λούλης έχει βαφτίσει 100 παιδιά υπαλλήλων του! Την παράδοση συνεχίζουν ο γιος και η κόρη του, με 20 βαφτιστήρια ο καθένας, καθώς ο Κωνσταντίνος Λούλης, πιστεύει βαθιά στις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και στην ευεργεσία, ακολουθώντας την ηπειρώτικη παράδοση των προγόνων του. Αρκεί να σημειωθεί πως στα Γιάννενα, τον πανέμορφο αυτό τόπο από όπου ξεκίνησε η οικογένεια Λούλη την ιστορία της, το κληροδότημα Λούλη, εισπράττει τα έσοδα από τα ακίνητα της οικογένειας στο κέντρο της πόλης και τα διαθέτει αποκλειστικά σε κοινωφελή έργα στην περιοχή.
Η εξαγορά του βασικότερου ανταγωνιστή
1999: Η Ελλάδα ζει χρηματιστηριακή φρενίτιδα και όλοι οι Έλληνες αγοράζουν και πωλούν μετοχές, μιλούν για blue chips και χρηματιστηριακούς δείκτες. Η Ελλάδα ζει το όνειρο του εύκολου χρήματος, της ευμάρειας και του νεοπλουτισμού. Και όλα αυτά χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει το δυσοίωνο μέλλον…
Στο ρυθμό του χρηματιστηρίου, ζει και ο Κωνσταντίνος Λούλης αλλά έχοντας βάλει συγκεκριμένο στόχο…Με μια έξυπνη τακτική, ο Λούλης, αποφασίζει να εξαγοράσει τον βασικότερο ανταγωνιστή του, τους «Μύλους Αγίου Γεωργίου». Σε συνεργασία με τον χρηματιστή Βασίλη Χατζηλία, αγοράζει ανώνυμα μετοχές των «Μύλων», μέχρι που απέκτησε ποσοστό 52%. Τότε, εμφανίστηκε στον διοικητή των «Μύλων», Συμεώνογλου, δηλώνοντάς του πως κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό της εταιρείας του και πως θέλει να εξαγοράσει και το δικό του ποσοστό, που ήταν μόλις 4%.
Ο Συμεώνογλου, δεν είχε άλλη επιλογή από το να πουλήσει το πενιχρό 4%. Και έτσι ο Λούλης, στέφεται ηγέτης στην αγορά των αλεύρων χωρίς κανέναν ανταγωνιστή. Στη συνέχεια, πουλά το κέλυφος των «Μύλων» στον ανερχόμενο επιχειρηματία Μπαλάφα για αρκετά δις δραχμές και δημιουργεί μια εταιρεία-κολοσσό με εργοστάσια στα Βαλκάνια και εξαγωγές σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η εταιρεία παρά την καλή της πορεία είναι υπερχρεωμένη και έτσι ο Λούλης αναγκάζεται να πουλήσει ένα σημαντικό τμήμα της στον αυστριακό όμιλο LLI.
Η συμφωνία προβλέπει τη μεταβίβαση του 60% των θυγατρικών εταιρειών σε Ρουμανία και Βουλγαρία έναντι 50 εκατ. ευρώ. Η συμφωνία προέβλεπε και την απόκτηση από την πλευρά της αυστριακής εταιρείας ενός ποσοστού στη μητρική εταιρεία. Όσο για το παράδοξο του μεγάλου επιχειρηματικού deal; Το «προξενιό» ανάμεσα στις δύο εταιρείες δεν το έκανε κάποιος επιχειρηματίας αλλά ένας…αυστριακός ιερέας!
To 2013, η εταιρεία «Μύλοι Λούλη», υπογράφει συμφωνία για την πώληση 10% του μετοχικού της κεφαλαίου στην εταιρεία Al Dahra Agriculture Spain, θυγατρική της Al Dahra Holding, με τίμημα 6,22 εκατ. ευρώ, που έχει την έδρα της στο εμιράτο Άμπου Ντάμπι.
Χορεύοντας με τσαρούχια στο γαμήλιο γλέντι στο Κίεβο
To 2008, o Κωνσταντίνος Λούλης, σε ηλικία 53 ετών κάνει ένα δεύτερο γάμο με την 20χρονη Άννα από την Ουκρανία. Του γεμάτου χλιδή γάμου, έχει προηγηθεί ένα επώδυνο διαζύγιο με την επί 27 χρόνια σύζυγό του και ο Λούλης αυτή τη φορά δηλώνει πανευτυχής για τη σχέση του με την Ουκρανή Άννα, που γνώρισε όταν είχε έρθει ως φοιτήτρια στην Ελλάδα, με υποτροφία…250 ευρώ!
Στην απόφασή του αντιδρά ο γιος του Νίκος αλλά και ο κοινωνικός του περίγυρος. Ο Κωνσταντίνος Λούλης όμως, δεν έχει μάθει παρά να ακούει μόνο τον εαυτό του. Στο γλέντι του γάμου του στο Κίεβο, που έμοιαζε λες και είχε ξεπηδήσει από πανάκριβη χολιγουντιανή παραγωγή, ο βιομήχανος πλημμυρισμένος από χαρά φορά με υπερηφάνεια τα τσαρούχια του και χορεύει τσάμικο.
Πέντε χρόνια μετά, δηλώνει στον Τύπο πως ντρέπεται που είναι Έλληνας. Ο λόγος; Το κράτος αρνείται να δώσει ελληνική υπηκοότητα στη σύζυγό του, γεμίζοντας θυμό τον εκατομμυριούχο Λούλη, που δηλώνει πως το κράτος φέρεται στους αλλοδαπούς ως πολίτες β’ κατηγορίας.
Η απόφασή του να παντρευτεί την 20χρονη Άννα, τον οδηγεί και σε έναν νέο τρόπο ζωής. Αποτραβιέται από τα κοινά και τις δημόσιες εμφανίσεις και περνά όλο και περισσότερο χρόνο στο κτήμα του στο Βόλο.
Μια δωρεά που συζητήθηκε πολύ
Την επικαιρότητα απασχόλησε για μια ακόμη φορά ο επιχειρηματίας Κώστας Λούλης, αυτή τη φορά όχι για την προσωπική του ζωή αλλά για την απόφασή του να δωρίσει το έκτασης 25 στρεμμάτων αγρόκτημά και την έπαυλη που διέμενε μόνιμα τα τελευταία χρόνια στο Βόλο, στην «Κιβωτό του Κόσμου».
«Ο πατήρ Αντώνιος που είναι ο επικεφαλής αυτής της οργάνωσης "Κιβωτός του Κόσμου", αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τον αλτρουϊσμό του, την εθελοντική προσφορά και την αλληλεγγύη. Επιτελεί ένα έργο θεάρεστο και είμαι πολύ ευτυχισμένος που μπόρεσα και εγώ με τις δικές μου δυνάμεις να συνδράμω σε αυτό. Πάντα ήθελα να προσφέρω σε αυτόν τον τομέα. Η συγκυρία με βοήθησε και αυτό έγινε πράξη», ανέφερε ο ευεργέτης Κώστας Λούλης, αιτιολογώντας την πράξη του, την ίδια στιγμή που ήδη 80 παιδιά ως το τέλος του χρόνου θα βρουν στέγη και αγάπη σε έναν χώρο που μοιάζει με επίγειο παράδεισο. Το αγρόκτημα εκτός από την πολυτελή κατοικία του βιομηχάνου, περιλαμβάνει και εγκαταστάσεις που λειτουργούν ελαιοτριβείο και τυροκομείο, πετρόμυλο, αλλά και θερμοκήπια οπωρολαχανικών, όπως και εκατοντάδες μικρά και μεγαλύτερα οικόσιτα ζώα. Μια κίνηση προσφοράς που σχολιάστηκε πολύ από όσους δεν γνώριζαν τον Κώστα Λούλη αλλά σχεδόν καθόλου από όσους τον έχουν συναναστραφεί…
Νίκος Λούλης: Ένας μυλωνάς 7ης γενιάς με πίστη στην παράδοση
Τα ηνία πλέον της εταιρείας κρατά γερά, ο γιος του Κωνσταντίνου, Νίκος Λούλης, που όλοι αναφέρουν πως είναι πλασμένος γι αυτή τη δουλειά. Χάρη στη διαθήκη ενός από την οικογένεια, η μεταβίβαση του 52% των μετοχών της εταιρείας δεν πρέπει να σπάσει ποτέ και να μεταβιβάζεται αποκλειστικά και μόνο σε αρσενικό μέλος της οικογένειας που έχει αποδείξει την αξία του. Έτσι, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, ο Νίκος Λούλης, έχει ήδη ξεκινήσει με ορμή το επιχειρείν αποδεικνύοντας τις δυνατότητές του αφού λέγεται πως εκείνος ολοκλήρωσε το deal με την εταιρεία Al Dahra.
Αλλά ο Νίκος Λούλης, μυλωνάς 7ης γενιάς, δεν περιορίζεται μόνο στις επιχειρήσεις. Πιστός στην ηπειρώτικη παράδοση της ευεργεσίας, δήλωσε πρόθυμος να αναλάβει εξ ολοκλήρου το κόστος της αναστήλωσης του γεφυριού της Πλάκας που κατέρρευσε από την κακοκαιρία. Όπως χαρακτηριστικά του ανέφερε, οι πρόγονοί του χρηματοδότησαν κατά το παρελθόν δύο φορές την κατασκευή του γεφυριού και γι' αυτό και για τον ίδιο, πέφτει βαρύ το φορτίο της προσφοράς για την αναστήλωσή του. Ένας νέος επιχειρηματίας, «παλαιάς κοπής», από αυτούς που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει ξανά η χώρα…