Γράφει η Λιλή Καρακώστα
Οι περιπτεράδες έκρυβαν «Τα Νέα» για τους πιστούς πελάτες πριν εξαντληθούν. Οι νεαροί δημοσιογράφοι, «βομβάρδιζαν» με βιογραφικά το «Συγκρότημα», ελπίζοντας σε μια θέση δόκιμου συντάκτη. Και ο πανίσχυρος ΔΟΛ, στιγμάτιζε τη ζωή της χώρας μέσα από εφημερίδες και περιοδικά που «ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις», όπως λεγόταν χαρακτηριστικά. Όμως, σύμφωνα με τον προαιώνιο νόμο, την άνοδο, ακολουθεί πάντα η πτώση…
Άνθρωπος παθιασμένος με την ελληνική γλώσσα-δάσκαλος γαρ- με καταγωγή από τα Χανιά, ο Δημήτρης Λαμπράκης, ενδιαφερόταν από νωρίς για την επικαιρότητα και την ειδησεογραφία, σε μια εποχή που η Ελλάδα, ζούσε κοσμογονικές αλλαγές. Το 1912, τον βρίσκει στο Γιοχάνεσμπουργκ της νότιας Αφρικής, όπου βρέθηκε ύστερα από την αποφυλάκισή του από τις τουρκικές Αρχές ως συλληφθείς μακεδονομάχος. Εκεί, σε μια ξένη χώρα και αρκετά μακριά από την πατρίδα, τυπώνει την πρώτη του εβδομαδιαία εφημερίδα, μια ελληνόγλωσση έκδοση που όμως δεν είχε ιδιαίτερη τύχη. Το «σαράκι» όμως της δημοσιογραφίας είχε για τα καλά φωλιάσει μέσα του.
Ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος βρίσκει τον εκδότη, εθελοντή στο μέτωπο. Το 1914 εγκαθίσταται στην Αθήνα και εργάζεται στην εφημερίδα «Πατρίς» ως δημοσιογράφος κι αργότερα ως διευθυντής. Ο Λαμπράκης στηρίζει με τη δουλειά του τη δημοκρατική κυβέρνηση του Βενιζέλου και όταν εκείνος ηττάται εκλογικά στις Νοεμβρίου του ΄20 και αποχωρεί, προτείνεται ο Λαμπράκης για την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων. Το όνομά του θα καταγραφεί στη λίστα των υποστηρικτών του κόμματος, αλλά όχι των αρχηγών. Το μυαλό του δουλεύει με χίλιες στροφές καθώς κάτι σχεδιάζει.
Το «Ελεύθερον Βήμα» είναι γεγονός
Ρωτάει, μαθαίνει και γνωρίζεται με ανθρώπους που ασχολούνται με τα εκδοτικά πράγματα, που τότε μετριούνταν στο δάχτυλο του ενός χεριού. Και έτσι, στις αρχές του 1922 και με τη χρηματοδότηση ομάδας ηγετικών προσωπικοτήτων του Κόμματος, εκδίδει την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» που σύντομα φτάνει να διεκδικεί την πρώτη κυκλοφορία. Το 1926 εκδίδει τον εβδομαδιαίο «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και τρία χρόνια μετά, τα «Αθηναϊκά Νέα». Το ΄32 για σύντομο διάστημα κυκλοφορεί τη «Φωνή του Λαού». Το «Συγκρότημα» είναι πια γεγονός.
Ακολουθεί η μικρασιατική καταστροφή και η ρημαγμένη Ελλάδα με τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες που παλεύουν να επιβιώσουν σε μια χώρα που πάντα ένιωθαν δική τους αλλά αποδείχθηκε «ξένη» όταν έπρεπε να τους υποδεχθεί, περνά μία από τις δυσκολότερες φάσεις της ιστορίας της. Παρά τις δυσκολίες, η ανάγκη για ενημέρωση, είναι πιο επιτακτική από ποτέ και ο Λαμπράκης ζητά από τους δημοσιογράφους του να καταγράφουν με τις γραφομηχανές τους, όλα όσα βλέπουν και ακούν σε μια εποχή που το μπλοκάκι ήταν ο καλύτερος φίλος του ρεπόρτερ…
Όταν οι εφημερίδες «ζουν» την ιστορία
Η Ελλάδα ζει μια περίοδο έντονων πολιτικών αναταραχών με το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη στην κυβέρνηση, τον Βενιζέλο αυτοεξόριστο μετά την απόπειρα δολοφονίας του και το παρασκήνιο να ετοιμάζεται να ανατρέψει τη δημοκρατία. Τα έντυπα του Λαμπράκη αποτελούν κόκκινο πανί για τους οπαδούς της μοναρχίας που ξεκινούν ανηλεή πόλεμο εναντίον του ΔΟΛ. Λιθοβολούν τα γραφεία, όπου στεγάζονται, στέλνουν απειλητικές επιστολές στον ιδρυτή τους, κατάσχουν αυθαιρέτως φύλλα τους, απαγορεύουν την κυκλοφορία τους στα Σώματα Ασφαλείας, στον Στρατό, ακόμη και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και ο Λαμπράκης αντιστέκεται.
Το 1934 γεννιέται ο γιος του, Χρήστος που βιώνει μια περίοδο έντονων αναταραχών σχεδόν από την…κούνια. Ακολουθεί η Κατοχή, όπου οι Ναζί αναγκάζουν τον Δημήτρη Λαμπράκη να παραχωρήσει την ιδιοκτησία των «παιδιών» του σε τρία από τα στελέχη του Συγκροτήματος, τους δημοσιογράφους Α. Ζαφειρόπουλο και Γ. Συριώτη και τον οικονομικό διαχειριστή Ι. Τζαρτίλη, οι οποίοι, όμως, τον προδίδουν και συνεταιρίζονται με ημικρατική γερμανική εταιρεία. Ο ίδιος αναγκάζεται να καταφύγει στη Μέση Ανατολή, με τη γυναίκα του-που ήδη καταζητούν οι Γερμανοί- και τα παιδιά του Χρήστο και Λένα.
Μετά την Απελευθέρωση, τίποτα δεν είναι το ίδιο. Ο Δημήτρης Λαμπράκης, θέλοντας και πάλι να επανακυκλοφορήσει τα έντυπά του, ενημερώνεται πως τίθενται υπό μεσεγγύηση ως εχθρική περιουσία και η επανέκδοσή τους απαγορεύεται. Και έτσι, ο Λαμπράκης αναγκάζεται να αλλάξει τους τίτλους, από «Ελεύθερον Βήμα» σε «Βήμα» και από «Αθηναϊκά Νέα» σε «Τα Νέα», μια αλλαγή που έγινε υπό την πίεση της ανάγκης αλλά που σφράγισε τα εκδοτικά πράγματα της χώρας για τα επόμενα χρόνια.
Ο 23χρονος Χρήστος Λαμπράκης στο τιμόνι
Το 1957, ο εμπνευσμένος Δημήτρης Λαμπράκης, φεύγει από τη ζωή, έχοντας πριν μόλις τρία χρόνια δημιουργήσει ένα ιστορικό περιοδικό, τον «Ταχυδρόμο». Ο γιος του, Χρήστος, είναι μόλις 23 ετών και ότι έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στα οικονομικά και νομικά στην Αγγλία και έχει προσληφθεί ως δόκιμος συντάκτης στο «Βήμα».
Το βάρος που πέφτει στους ώμους του Χρήστου είναι τεράστιο, καθώς ο ΔΟΛ ήδη έχει μετατραπεί σε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς ομίλους της χώρας. Και η εντολή του πατέρα του προς τους διευθυντές της εφημερίδας, να μην τον αντιμετωπίζουν ως το γιο του εκδότη αλλά ως έναν οποιοδήποτε δόκιμο συντάκτη, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Ο εκδότης που δεν αγαπούσε τα χρέη και το «τεφτέρι»
Όμως, ο Χρήστος, έχει παιδεία, κοφτερό μυαλό και διορατικότητα. Αν και μόλις 23 ετών, σηκώνει τα μανίκια και πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Χωρίς ως τότε να έχει ποτέ του εμπλακεί με χρήματα, ανοίγει το συρτάρι του γραφείου του πατέρα του στη Χρήστου Λαδά 3 και αντιλαμβάνεται γεμάτος πανικό, πως ο ΔΟΛ χρωστάει 6.400 δραχμές!
Πρώτη του δουλειά, είναι η καθιέρωση της βασικότερης αρχής των οικονομικών που σπούδασε: έσοδα-έξοδα. Έτσι, δημιουργεί το περίφημο «τεφτέρι» που στο τέλος κάθε εβδομάδας-την Παρασκευή-καταγράφει με συνέπεια τα έσοδα και έξοδα του Οργανισμού. Ο Χρήστος είναι πολύ διαφορετικός από τον εξωστρεφή πατέρα του. Δεν επιδιώκει τις συναναστροφές ούτε του αρέσει η επαφή με τον πολύ κόσμο. Ανεβοκατεβαίνει πάντα από τις σκάλες σχεδόν τρέχοντας χωρίς να θέλει να χάσει λεπτό από τον χρόνο του. Κάποιοι τον κατηγόρησαν από νωρίς ως σνομπ και…μονόχνοτο. Όμως, ο χρόνος τον δικαιώνει. Ακούει πάντα με σεβασμό τις συμβουλές έμπειρων δημοσιογράφων αποφεύγοντας να κάνει του «κεφαλιού» του. Είναι ευγενικός, λιγομίλητος και εξαιρετικός ακροατής. Περιμένει πάντα υπομονετικά τη σειρά του στο κυλικείο, χωρίς να εκμεταλλεύεται τα «προνόμια» του μεγάλου αφεντικού. Δεν χρειάζεται να επιβληθεί, απλά επιβάλλεται…
Η Χούντα και οι εφημερίδες που πουλιούνται σαν «ζεστό ψωμί»
Η ταλαίπωρη Ελλάδα, δεν σταματά να δοκιμάζεται και μαζί και τα έντυπα του ΔΟΛ, που πολλές φορές κατηγορούνται πως «ανεβοκατεβάζουν» κυβερνήσεις. Ακολουθεί η Χούντα, με την ιστορική απόφαση του Συγκροτήματος να συνεχίσει να εκδίδει τα έντυπά του προκειμένου να εξασφαλίσει στους Έλληνες έστω και ένα ψήγμα ενημέρωσης και τη φυλάκιση του Χρήστου Λαμπράκη.
Η πολιτική κατάσταση στη χώρα ομαλοποιείται-τουλάχιστον έτσι δείχνει και ο ΔΟΛ, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα πράγματα. Ο Χρήστος Λαμπράκης διατηρεί καλές σχέσεις τόσο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όσο και με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη. Οι εφημερίδες του πουλιούνται σαν «ζεστό ψωμί» και τα περίπτερα κρατούν «ρεζερβέ» φύλλα για τους πιστούς πελάτες που θα επέστρεφαν από τη δουλειά το μεσημέρι, αναζητώντας στο σπίτι τους ξεκούραση και ενημέρωση σε μια εποχή που το διαδίκτυο ήταν μια ακόμη άγνωστη λέξη.
Ο Χρήστος Λαμπράκης, αποφεύγει να αρθρογραφεί εκτός αν έχει κάτι σημαντικό να πει και τότε υπογράφει τα άρθρα του με τα αρχικά Χ.Δ.Λ. Πολλές είναι οι φορές που ο δημόσιος λόγος του προκαλεί πολιτικές παρεμβάσεις, όπως π.χ. στην εποχή Ανδρέα Παπανδρέου που έδωσε «λύσεις» μέσα από άρθρο του στο αδιέξοδο της Παιδείας, λύσεις που τελικά υιοθετήθηκαν και από την κυβέρνηση.
Το Mega και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Το 1989, η ιδιωτική τηλεόραση κάνει τα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα και ο ΔΟΛ δεν θα μπορούσε να απέχει από την προσπάθεια. Έτσι, δημιουργείται το Mega channel, ένα δημιούργημα του ΔΟΛ μαζί με τη Χ.Κ. Τεγόπουλος, την Πήγασος ΑΕ, τη Γενική Εκδοτική-Μεσημβρινή ΑΕ και την Καθημερινή ΑΕ, που ίδρυσαν την εταιρία «Τηλέτυπος».
Το πραγματικό πάθος του Χρήστου Λαμπράκη ωστόσο, αναφέρουν όσοι τον γνώριζαν καλά, δεν ήταν η δημοσιογραφία και τα ΜΜΕ, αλλά η μουσική. Το 1991, δημιούργησε το Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη με στόχο τη «διαμόρφωση ενός ανανεωτικού πυρήνα μελετών και σχεδιασμού ανάπτυξης σε τομείς υψηλής προτεραιότητας για την Ελλάδα», όπως σημείωνε η ιδρυτική πράξη -την οποία συνέταξε ο ίδιος.
Λίγους μήνες μετά, ακολουθεί η δημιουργία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ενός έργου, που έκανε τους Αθηναίους να «φουσκώσουν» από περηφάνεια αλλά που η πορεία του στο χρόνο σημαδεύτηκε από υπέρογκα χρέη που πέρασαν μαζί με το κτήριο στο Κράτος, προκειμένου να κρατηθεί στη ζωή.
Όταν ο ΔΟΛ άξιζε όσο μια τράπεζα!
Οι κυβερνήσεις ανεβοκατεβαίνουν-και πολλοί ισχυρίζονται πως ο ΔΟΛ παίζει σημαντικό ρόλο πίσω από αυτό και ακολουθεί ο «πυρετός» του Χρηματιστηρίου, όπου το 1998, ο ΔΟΛ γίνεται η πρώτη εταιρεία του εκδοτικού κλάδου που εισάγει τις μετοχές της στην Κύρια Αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
Ο ΔΟΛ που στο μεταξύ περιλαμβάνει ένα ευρώ φάσμα δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων (με την εταιρία ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ ΙΡΙΣ ΑΕΒΕ, το ραδιοφωνικό σταθμό ΒΗΜΑ FM, το πρωτοπόρο in.gr, το ΜΕGA channel, το δίκτυο διανομής ΑΡΓΟΣ Α.Ε., τα στούντιο ΑΤΑ, με ισχυρές εφημερίδες και μια πλειάδα διάσημων περιοδικών) αποτιμάται τις «χρυσές» εποχές του Χρηματιστηρίου, όσο μια τράπεζα! Είναι το συγκρότημα που όλοι οι νέοι δημοσιογράφοι θέλουν να δουλέψουν αλλά και όλοι οι καταξιωμένοι, επιθυμούν να δουν το όνομά τους γραμμένο στα έντυπά του.
Το τιμόνι στον Ψυχάρη και η απότομη πτώση…
Τα χρόνια περνούν και ο ισχυρός άνδρας του ΔΟΛ, Χρήστος Λαμπράκης, εκχωρεί σταδιακά όλο και περισσότερες αρμοδιότητες στον Σταύρο Ψυχάρη, στενό του συνεργάτη και διευθυντή και κατόπιν εκδότη του «Βήματος». Το Δεκέμβριο του 2009, ο Χρήστος Λαμπράκης φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 75 ετών αφού πρώτα έχει φροντίσει από το 2005, να μεταβιβάσει τις μετοχές του στον Σταύρο Ψυχάρη, που γίνεται το νέο, μεγάλο αφεντικό του ΔΟΛ. Ακολουθεί μια περίοδος νηνεμίας-όπως συμβαίνει πάντα πριν την καταιγίδα και η Ελλάδα μετά τη δόξα και το μεγαλείο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ξεκινά το ταξίδι της στο έρεβος της χρεοκοπίας, των μνημονίων, της πολιτικής αναταραχής και της αστάθειας.
Ταυτόχρονα, η δημοσιογραφία αλλάζει. Οι εφημερίδες χάνουν το πιστό κοινό τους καθώς το διαδίκτυο εγκαινιάζει μια νέα εποχή, όπου η ενημέρωση παρέχεται δωρεάν-γεγονός στο οποίο αρκείται το κοινό που πλέον δεν αναζητά τη δημοσιογραφική ανάλυση του ρεπορτάζ μιας εφημερίδας. Η οικονομική κρίση «χτυπά» ανελέητα όλα τα ΜΜΕ του ΔΟΛ. Εφημερίδες, περιοδικά ακόμη και το κανάλι Mega, αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και ξεκινούν οι πρώτες καθυστερήσεις στη μισθοδοσία και η γκρίνια των υπαλλήλων που παλιότερα θεωρούσαν δεδομένο πως θα συνταξιοδοτηθούν από τον υγιή οικονομικά οργανισμό.
Ο ΔΟΛ καταφεύγει σε υπέρογκους τραπεζικούς δανεισμούς για να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του και τα χρέη συσσωρεύονται. Ο Σταύρος Ψυχάρης έρχεται αντιμέτωπος με πολλαπλά χτυπήματα καθώς οι επί μήνες απλήρωτοι δημοσιογράφοι προχωρούν σε απεργία με την εφημερίδα «Τα Νέα» να μην κυκλοφορεί για πρώτη φορά στην ιστορία της το Δεκέμβριο του 2016. Οι τράπεζες καταγγέλλουν τη δανειακή σύμβαση του ΔΟΛ λόγω αθέτησης πληρωμών και ζητούν την καθαίρεση του Σταύρου Ψυχάρη, με το μέλλον του άλλοτε ισχυρού άνδρα, του πανίσχυρου εκδοτικού οργανισμού αλλά και των εκατοντάδων εργαζόμενων να παραμένει αβέβαιο.
Σε μια Ελλάδα που ήδη έχει βιώσει την οικονομική καταστροφή, τα Μνημόνια και τα ρημαγμένα εισοδήματα, η παταγώδης κατάρρευση των ισχυρών, μοιάζει αναπόφευκτη. Άλλοι πανηγυρίζουν ρίχνοντας ευθύνες για τα δεινά τους στους κάποτε λαμπερούς και παντοδύναμους εκπρόσωπους του Τύπου, αποφεύγοντας να αναζητήσουν στον καθρέφτη τον πραγματικό ένοχο. Και άλλοι, απλά αποχαιρετούν βουβά, μία ακόμη εφημερίδα, ένα ακόμη περιοδικό, που τους κρατούσε συντροφιά τα κυριακάτικα πρωινά σαν ιεροτελεστία μαζί με τον καφέ, νοσταλγώντας μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί…