Γράφει η Λιλή Καρακώστα
Με τα πανεράκια στους μαχαλάδες της Κωνσταντινούπολης πουλούσαν τα πρώτα Πτι-Μπερ, οι Παπαδόπουλοι το 1920 χωρίς ποτέ να μπορούν να φανταστούν, πως χρόνια μετά, τα προϊόντα τους θα ξεκινούσαν από τα 4 εργοστάσιά τους για 40 χώρες του κόσμου…
Μοσχομύριζε το σπίτι κάθε φορά που η Μαρία Παπαδοπούλου έψηνε τα λαχταριστά μπισκότα της. Τα ανοιχτά παράθυρα του φτωχικού στην Κωνσταντινούπολη σκορπούσαν τις μυρωδιές στη γειτονιά και δεν ήταν λίγοι οι γείτονες που ζητούσαν ευγενικά μερικά μπισκότα γιατί τους «έσπαγαν» τη μύτη.
Και εκείνη τα προσέφερε με χαρά αλλά έφτιαχνε ακόμη περισσότερα για να τα πουλήσουν με τα πανέρια τους στους μαχαλάδες της Πόλης οι τρεις γιοι της, ο Νίκος, ο Ευάγγελος και ο Θεόφιλος και να βοηθήσουν το σπίτι καθώς τα λιγοστά χρήματα που κέρδιζε ο άντρας της ο Γιάννης, ο ξυλουργός, δεν έφταναν ούτε για τα απαραίτητα…
Η ξύλινη σφραγίδα και τα Πτι-Μπερ
Στα παζάρια της Πόλης τα μπισκότα έγιναν περιζήτητα. Πώς όμως θα μάθαιναν όλοι πως τα έφτιαχνε η Μαρία Παπαδοπούλου; Ο Γιάννης, έδωσε γρήγορα τη λύση με την ξυλουργική καθώς έφτιαξε μια ξύλινη σφραγίδα για να «σφραγίζει» τα μπισκότα της πριν από κάθε φούρνισμα…
Αλλά και από ονομασία; Πώς θα τα ζητούσαν οι πελάτες; Πτι-μπερ: μικρά μπισκότα βουτύρου, αποφάσισε η οικογένεια να τα ονομάσει καθώς η γαλλική ζαχαροπλαστική ήταν πολύ της μόδας στην τότε κοσμική Κωνσταντινούπολη…
Ο ξεριζωμός του ’22 και ο φούρνος στα προσφυγικά
Όμως, η ζωή των ανθρώπων της Πόλης όμως, ανατράπηκε βάναυσα και βίαια. Τα γεγονότα της Μικρασίας και οι αναταραχές, αναγκάζουν την οικογένεια Παπαδοπούλου να εγκαταλείψει βίαια την αγαπημένη Πόλη και να ξεριζωθεί, όπως εκατοντάδες άλλες οικογένειες προς άγνωστο προορισμό.
Η Σμύρνη φλέγεται, ο πόνος των Ελλήνων της Μικρασίας, του Πόντου και της Πόλης, είναι βουβός και η απελπισία είναι μεγάλη. Δεν το χωρεί το μυαλό κανενός πως από τις νοικοκυρεμένες ζωές τους βρέθηκαν ξαφνικά πρόσφυγες και κυνηγημένοι. Αυτά σκεφτόταν και ο μικρός Ευάγγελος Παπαδόπουλος, στο κατάστρωμα του πλοίου το 1922, ατενίζοντας για τελευταία φορά την αγαπημένη του πατρίδα. Διωγμένη από τη βουή της καταστροφής, η οικογένεια Παπαδοπούλου ανέβηκε στο πρώτο καράβι που βρέθηκε μπροστά τους με προορισμό τη Μασσαλία για να γλιτώσει από τις σφαγές και την ατίμωση, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες που είδαν σε μια στιγμή τη ζωή τους να αλλάζει δραματικά.
Όμως, η μοίρα έχει άλλα σχέδια για εκείνους. Το καράβι δένει στον Πειραιά για ανεφοδιασμό πριν συνεχίσει το μακρύ ταξίδι του και η οικογένεια ξαποσταίνει σε ένα καφενεδάκι στο λιμάνι. Συνηθισμένοι από την κοσμική ζωή της Κωνσταντινούπολης ζητούν από τον καφετζή μπισκότα μαζί με τον καφέ τους. Και εκείνος τους κοιτά απορημένος. Τα μπισκότα, που τόσο αγαπούσαν οι Κωνσταντινουπολίτες ήταν παντελώς άγνωστα στην Ελλάδα τότε…
Τα μέλη της οικογένειας Παπαδοπούλου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και η απόφαση πάρθηκε αστραπιαία. Δεν θα συνέχιζαν το ταξίδι τους για τη Μασσαλία, θα έμεναν στην Ελλάδα! Στην αρχή ζουν στους πρόχειρους καταυλισμούς προσφύγων που είχαν στηθεί σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και το 1938, η οικογένεια εγκαθίσταται σε προσφυγική πολυκατοικία στο Λυκαβηττό και αγοράζει έναν μικρό φούρνο, ξεκινώντας τη γνωστή τους τέχνη: η μητέρα ζυμώνει και ψήνει τα Πτι-Μπερ και τα παιδιά τα πουλούν χύμα με τα ποδήλατά τους στα σοκάκια της Αθήνας. Η σφραγίδα είναι η ίδια παλιά ξύλινη: «Αδελφοί Παπαδοπούλου, Ελλάς».
Ο φούρνος αρχίζει και γίνεται γνωστός στη γειτονιά και οι μυρωδιές από τα μπισκότα τραβούν «από τη μύτη» τους περαστικούς. Η οικογένεια Παπαδοπούλου πειραματίζεται με νέες συνταγές και έτσι το 1930 και το 1935 κυκλοφορούν για πρώτη φορά οι 3 από τις σημαντικότερες μάρκες της εταιρίας, τα Μιράντα, τα Γεμιστά και τα Cream Crackers που θα αγαπηθούν από μικρούς και μεγάλους.
Η επιτυχία δεν αργεί και η οικογένεια από την Πόλη αντιλαμβάνεται πως έχει έρθει η ώρα για το επόμενο μεγάλο βήμα. Το 1938, ο φούρνος γίνεται ένα μικρό εργοστάσιο στην Αθήνα, στην οδό Θεσσαλονίκης, στη γέφυρα Πουλοπούλου και αγοράζονται μηχανήματα ελληνικής κατασκευής για τις ανάγκες της παραγωγής.
Τα…μπισκότα του στρατού το ‘40
Το 1940, η Ελλάδα μπαίνει στη δίνη του πολέμου. Τα Μιράντα, τα Γεμιστά και τα Cream Crackers που συσκευάζονται στα μεγάλα κουτιά από λευκοσίδηρο γίνονται τα αγαπημένα όλων των Ελλήνων. Τα Cream Crackers από προζύμι και τα 1.296 φύλλα ζύμης καταναλώνονται από τον ελληνικό στρατό ως ξηρά τροφή χάρη στη δυνατότητα μαζικής παραγωγής που προσφέρει ο καινούργιος εξοπλισμός του εργοστασίου της τότε μικρής βιομηχανίας. Μια εποχή δύσκολη για την χώρα, με την οικογένεια Παπαδοπούλου να δίνει το δυναμικό «παρών» βοηθώντας την πατρίδα όπου και όπως μπορούσε.
Τα νέα εργοστάσια και τα αγαπημένα Caprice
Ο πόλεμος τελειώνει, τα χρόνια περνούν και η Ελλάδα προσπαθεί και πάλι να σταθεί στα πόδια της. Το 1952 ανοίγει το πρώτο μεγάλο και σύγχρονο εργοστάσιο της εταιρίας στην οδό Πέτρου Ράλλη. Τα προϊόντα Παπαδοπούλου κατακτούν τους καταναλωτές και σε κάθε εκδρομή βγαίνει από την τσάντα ένα πακέτο Cream Crackers.
Η μάρκα γίνεται η πλέον αναγνωρίσιμη της εποχής αλλά λείπει το βασικότερο, ένα σήμα. Έτσι, το 1972, πραγματοποιείται ο σχεδιασμός του γνωστού μέχρι σήμερα σήματος της εταιρίας: ένα κόκκινο «Π» που συμπληρώνεται από τις φιγούρες των τεσσάρων παιδιών του Παπαδόπουλου. Το 1974, ανοίγει το δεύτερο εργοστάσιο της εταιρίας στην Θεσσαλονίκη.
Και φθάνουμε στο 1978, όπου λανσάρεται ένα νέο προϊόν στην αγορά, τα Caprice, από γκοφρέτα Viennoise και κρέμα φουντουκιού με κακάο που πολλοί αντέγραψαν αλλά κανένας δεν «πλησίασε». Ένα προϊόν που ακόμη και σήμερα αποτελεί αγαπημένη συνήθεια πολλών καταναλωτών που…ξεχνούν να κλείσουν το κουτί.
Οι δουλειές πάνε καλά, η Ελλάδα προοδεύει και το 1980, η οικογένεια Παπαδοπούλου δημιουργεί το τρίτο εργοστάσιο, στον Βόλο. Το 1989 ακολουθεί η δυναμική είσοδος της εταιρίας στην κατηγορία των αρτοσκευασμάτων με τα παξιμαδάκια Krispies. Έτσι, ανοίγεται ο δρόμος προς την ανάπτυξη μιας καινούργιας προϊοντικής κατηγορίας για την εταιρία. Το 1990 είναι μια «σοκολατένια δεκαετία» για την εταιρία. Τα αγαπημένα σε όλους Πτι Μπερ, Γεμιστά και Μιράντα κυκλοφορούν με την επικάλυψη απολαυστικής σοκολάτας και αποτελούν έναν μοναδικό συνδυασμό. Το 1990 αρχίζει να λειτουργεί και το νέο εργοστάσιο στα Οινόφυτα. Η κατηγορία των αρτοσκευασμάτων διευρύνεται με το λανσάρισμα νέων προϊόντων, όπως οι φρυγανιές χωριάτικες και στρογγυλές φρυγανιές ενώ ακολουθεί το δυναμικό επαναλανσάρισμα των φρυγανιών Goldies κάτω από τη νέα επωνυμία Φρυγανιές Παπαδοπούλου. Το 2011, εισήλθε στην κατηγορία μπάρες δημητριακών με το digestive bar ενώ το 2013, επεκτάθηκε και στην αγορά του συσκευασμένου ψωμιού με το Χωριανό (χωριάτικο ψωμί σε φέτες) και το Γεύση στο τετράγωνο (ψωμί για τοστ).
Η εξαγορά από τη Danone, ο επαναπατρισμός και η «σιδηρά» Ιωάννα Παπαδοπούλου
Η εποχή των εξαγορών των ελληνικών επιχειρήσεων έχει ήδη ξεκινήσει και έτσι και η «Παπαδοπούλου» το 1991, πουλά ένα 10% στον γαλλικό κολοσσό γαλακτοκομικών Danone. Μια απόφαση που πάρθηκε ακριβώς έναν χρόνο πριν φύγει από τη ζωή ο ιδρυτής της εταιρίας, Ευάγγελος Παπαδόπουλος, που με δυσκολία αποχωρίστηκε ένα κομμάτι της επιχείρησής του.
Η νέα χιλιετία βρίσκει την εταιρία πιο δυνατή από ποτέ. Και αυτό γιατί η πρωτότοκος κόρη του Ευάγγελου Παπαδόπουλου, η Ιωάννα, που από μικρό κοριτσάκι τριγυρνούσε στο εργοστάσιο παρακολουθώντας κάθε στάδιο της παραγωγής, αποφάσισε να εξαγοράσει από τη Danone, το «ξενιτεμένο» 10% της εταιρίας. Κανείς δεν πίστευε πως θα κατάφερνε η Ιωάννα να τα «βάλει» με τον επιχειρηματικό κολοσσό και να λύσει την περίπλοκη συμφωνία, όμως εκείνη, το 2008, χάρη στο πείσμα και στα πολύτιμα μαθήματα που είχε πάρει από τον πατέρα της, έκανε ξανά την εταιρία «Παπαδοπούλου» ελληνική 100%.
Η Ιωάννα Παπαδοπούλου είναι η «σιδηρά κυρία» του ελληνικού επιχειρείν και το απέδειξε περίτρανα, όχι μόνο με την εξαγορά του ποσοστού από τη Danone αλλά και αργότερα στα χρόνια της κρίσης, όταν με θέληση και επιμονή κατόρθωσε να κρατήσει όρθια 4 εργοστάσια στην Ελλάδα της κρίσης με 1.200 εργαζόμενους χωρίς να κάνει καμία απόλυση ή να μειώσει κανέναν μισθό.
Και όταν πολλοί τη ρώτησαν γιατί δεν αλλάζει την έδρα της εταιρίας της, όπως πολλοί και πολλοί άλλοι επιχειρηματίες στην Ελλάδα της κρίσης, η απάντησή της, ήταν απλά καθηλωτική: «Εμείς εδώ πετύχαμε, οι ρίζες μας είναι σε αυτή την χώρα, δεν υπάρχει ενδεχόμενο ποτέ να φύγουμε. Είμαστε στην ζωή του Έλληνα εδώ και έναν αιώνα, οπότε το θεωρώ καθήκον μου υποχρέωση μου να μείνουμε εδώ, δεν το συζητώ. Δυσκολίες είχαμε και από ότι φαίνεται θα συνεχίσει να έχουμε. Εμείς θα είμαστε εδώ. Θα επενδύσουμε εδώ, θα πληρώσουμε τους φόρους μας εδώ και όπως πολλές φορές λέω, και είναι λιγάκι μη τεχνοκρατικό, ίσως τώρα είναι περισσότερο ανάγκη να βοηθήσουμε εμείς που μπορούμε, την ελληνική οικονομία»….
Μια εταιρία-πρότυπο για το ελληνικό επιχειρείν
Σήμερα η εταιρία έχει ηγετική θέση στην αγορά του μπισκότου και σημαντική θέση στην αγορά των αρτοσκευασμάτων στην ελληνική αγορά. Ένας ολόκληρος στόλος φορτηγών μεταφέρει τα προϊόντα Παπαδοπούλου σε περισσότερες από 40 χώρες και στις 5 ηπείρους, προϊόντα που έχουν τιμηθεί με δεκάδες ελληνικές και διεθνείς διακρίσεις. Η εταιρεία που παράγει ετησίως από τα εργοστάσιά της 23.650 τόνους μπισκότων και 6.500 τόνους αρτοσκευασμάτων, όσα χρόνια και αν περάσουν παραμένει στην καρδιά των καταναλωτών και πιστή στο όραμα του ιδρυτή της, Ευάγγελου Παπαδόπουλου. Ένα όραμα που συνοψίζεται στο «πιστεύω» του μεγάλου αυτού επιχειρηματία που είχε δηλώσει: «Εμείς οι παλαιοί κάναμε προσεκτικά επιχειρηματικά βήματα και όχι ριψοκίνδυνα άλματα και εφαρμόζαμε μακροχρόνια τακτική. Έτσι, με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο». Ένα μάθημα ζωής για το επιχειρείν σε μια χώρα που έχει τόση ανάγκη από τέτοιους επιχειρηματίες…