Δημόσιοι υπάλληλοι, κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, λαμόγια πρώην κρατικών τραπεζών και οργανισμών, αιώνιοι φοιτητές και κάποιες άλλες χιλιάδες αφελείς που περιμένουν ακόμα «χαμένους παραδείσους» είναι ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής πελατείας κομμάτων που μόνον πίσω γνωρίζουν να βλέπουν.
Στην ουσία, πρόκειται για ένα μέρος της εκλογικής δύναμης των πάλαι ποτε δύο μεγάλων κομμάτων και του πελατειακού πολιτικού συστήματος που δημιούργησαν. Σαφώς δυσαρεστημένο από την συγκυβερνητική πολιτική και κάποιες ηθελημένες αστοχίες της, το κομμάτι αυτό, από την μια πλευρά, «εκδικείται» τον δικομματισμό –που, λόγω ανέχειας, τού στερεί την «μάσα»– και, από την άλλη, ευελπιστεί ότι με την έλευση του κ. Αλέξη Τσίπρα στην εξουσία θα υπάρξουν «καλύτερες μέρες». Είναι εντελώς περιττόν δε να προσπαθήσει κανείς να συζητήσει λογικά με τους ψηφοφόρους αυτούς. Πέρα από την εκδίκηση και την προοπτική μιας νέας «μάσας», τίποτε άλλο δεν τους ενδιαφέρει. Η αγωνία τους είναι πώς θα γυρίσουν το ρολόϊ πίσω και τί θα κάνουν ώστε η ελληνική κοινωνία να παραμένει ακίνητη έως ότου πεθάνει. Σε συζήτηση που είχα με κάποιους από αυτούς, η πώρωση είναι τέτοια που δεν τους ενδιαφέρουν ούτε καν τα παιδιά ή τα εγγόνια τους.
Για τους ανθρώπους αυτούς, η αξιολόγηση, η διαφάνεια, η αξιοκρατία, η ευσυνειδησία, η εντιμότητα και η εξυπηρέτηση του πολίτη είναι έννοιες ενοχλητικές. Για αρκετούς από τους συνομιλητές μου, διαπίστωσα ότι το μηδέν είναι κομμάτι της εσωτερικής τους τάξεως – γεγονός που τους κάνει και εξαιρετικά επικίνδυνους. Πολλά από τα άτομα αυτά διακατέχονται από έναν πρωτοφανή αμοραλισμό, από το μέγεθος του οποίου διαπιστώνει κανείς πόσο άρρωστο είναι το ελληνικό κράτος.
Στις 25 Ιανουαρίου, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί –οι οποίοι και την δουλειά τους έχουν και τα εισοδήματά τους διατηρούν, έστω και μειωμένα– θα δώσουν την μάχη της διαιωνίσεως του άρρωστου κράτους. Γι αυτό και θέλουν την άρση των μνημονίων. Η μεταρρυθμιστική αντιμετώπιση της κρίσεως δεν συμφέρει το κρατικοδίαιτο κατεστημένο διότι, οι όποιες μεταρρυθμίσεις, συνεπάγονται αλλαγές σε προνόμια και ευκαιρίες παράνομου πλουτισμού. Έτσι, με τα μνημόνια, το κρατικοδίαιτο κατεστημένο έχασε κάποια πράγματα, αλλά φοβάται μην χάσει ακόμη περισσότερα –όχι βέβαια σε εισόδημα, αλλά σε δυνατότητες «αρπαχτής».
Ωστόσο, για να πετύχουν τον στόχο αυτόν, πρέπει να κατατροπώσουν την ελπίδα στην κοινωνία. Μία κοινωνία μπορεί να ελπίζει όταν έχει επίγνωση πως τα ελεύθερα στις επιλογές τους άτομα είναι και υπεύθυνα για τις πράξεις τους. Μόνον σε αυτού του είδους τις κοινωνίες μπορούν να υπάρξουν παραγωγικές επενδύσεις, καινοτομίες και αρκετή εξωστρέφεια. Αντίθετα, η πρόσφατη ιστορία μάς διδάσκει ότι οι κλειστές κοινωνίες είναι καταδικασμένες.
Σήμερα, λοιπόν, δεν είναι τόσο το χρέος της Ελλάδας όσο η δυνατότητά της να παράγει πλούτο υπό διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα δεν έχει ανάγκη να ενισχύσει τα εισοδήματα των δημοσίων υπαλλήλων και των κρατικοδίαιτων συντεχνιών. Πρέπει να δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες ώστε να βρουν δουλειά ένα εκατομμύριο άνεργοι. Το κρίσιμο θέμα δεν είναι ο κατώτατος μισθός αλλά η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας με ξεκάθαρο εξωστρεφή προσανατολισμό. Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από ρυθμίσεις των ωραρίων εργασίας, αλλά από αύξηση της παραγωγικότητας και άμεση βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της. Η χώρα δεν θέλει άλλες ζημιογόνες ΔΕΚΟ, αλλά νέες επενδύσεις σε κλάδους που προωθούν την γνώση και την καινοτομία, παράγοντας άϋλες υπεραξίες.
Όλα αυτά, όμως, προϋποθέτουν ένα προσαρμοσμένο στην σύγχρονη πραγματικότητα και απαλλαγμένο από ιδεοληψίες σύστημα παιδείας, που θα προωθεί την γνώση, την έρευνα και ανάπτυξη και θα καλλιεργεί το κριτικό πνεύμα –με το τελευταίο να είναι είδος εν ανεπαρκεία στην χώρα μας.
Πώς λοιπόν θα γίνουν όλα αυτά, όταν οι μισοί Έλληνες θέλουν την χώρα στο περιθώριο και χωρίς ανανεωτικές δυνάμεις; Με ποια μυαλά η Ελλάδα θα πορευθεί στον 21ο αιώνα, όταν τα πέντε τελευταία χρόνια έρριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους πάνω από 80.000 νέοι; Είμαστε έτοιμοι να ξεφύγουμε από τον παιδισμό ή πάμε όλοι για φούντο με σημαία τους κρατικοδίαιτους;