Γράφει ο Ευάγγελος Καλούσης
Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων-Ποτών
Το εμπόριο ειδών διατροφής αλλά και η Βιομηχανία Τροφίμων & Ποτών, αποτελούν ιστορικά, τους βασικούς πυλώνες της Ελληνικής πραγματικής οικονομίας. Σήμερα δε, όπως αναγνωρίζουν και μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί, οι δύο αυτοί κλάδοι, συνιστούν κορυφαία στηρίγματα και στο νέο παραγωγικό μοντέλο που διαμορφώνεται στη χώρα. Γεγονός που σημαίνει ότι οι δύο αυτοί κλάδοι, παραγωγή ειδών διατροφής και εμπορία – διάθεσή τους, θα είναι για πολλά χρόνια ακόμα πρωταγωνιστές της εθνικής οικονομίας, μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκώς μεταλλασσόμενο.
Υπό αυτή την έννοια, το βιβλίο «Από τα εδώδιμα αποικιακά στα Σούπερ – Μάρκετ» που συνέγραψαν οι κυριες Λύδια Σαπουνάκη – Δρακάκη & Μαρία Λουΐζα Τζόγια – Μοάτσου, μέσα από την 140 ετών επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας Θανόπουλου, αποτυπώνει ιστορικές εξελίξεις, που διαχρονικά σχημάτισαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής οικονομίας και ώς εκ τούτου τις επιδόσεις της.
Μπορούμε να πούμε έτσι, ότι στα 190 χρόνια ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους, παραγωγή και διάθεση ειδών διατροφής, αντιπροσωπεύουν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, σημαντικό στοιχείο του παραγόμενου εθνικού πλούτου. Παραγωγή πλούτου όμως σημαίνει ότι κάποιοι με την εργασία τους, τις επενδύσεις τους και κυρίως το μεράκι τους, συμμετείχαν και συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή, η οποία κάθε άλλο εύκολη και άκοπη είναι. Ο πλούτος, έλεγε ο αείμνηστος νομπελίστας οικονομολόγος ΘήοντορΣουλτζ, είναι πάνω από όλα οι άνθρωποι. Αυτοί είναι που παράγουν έργο, αυτοί δημιουργούν, αυτοί ανοίγουν αγορές, αυτοί αναλαμβάνουν κινδύνους. Με λίγα λόγια αυτοί είναι οι επιχειρηματίες, που με τις πρωτοβουλίες και τα έργα τους, οδηγούν τις κοινωνίες προς τα εμπρός.
Αναρίθμητες είναι οι ιστορικές αποδείξεις, ότι ο πλούτος της Ευρώπης, απότοκος της Βιομηχανικής Επανάστασης που πήρε σάρκα και οστά στις περιοχές του δυτικού της χώρου, οφείλεται στην εφευρετικότητα και την τόλμη επιχειρηματιών και μεγάλων εφευρετών. Πάγια δε αντίληψη όλων αυτών των πρωτοπόρων είναι η διαπίστωση ότι στη ζωή και την οικονομία, τίποτα δεν παραμένει στάσιμο.
Από την άποψη αυτή, υπάρχουν και στην Ελλάδα άνθρωποι πρωτοπόροι, πάνω στους οποίους θεμελιώθηκαν η οικονομική υπόσταση και ανάπτυξη της χώρας, που από το 1827 έως σήμερα, γνώρισαν περιόδους ακμής και παρακμής. Σε κάθε περίπτωση όμως, η πτωχή Ελλάδα του 19ου αιώνα, σήμερα, έχει φτάσει και παραμένει μεταξύ των 35 πλουσιότερων χωρών του Πλανήτη μας επί συνόλου 202.
Εξετάζοντας έτσι την πορεία του ελληνικού λιανεμπορίου, ειδικότερα δε την εξέλιξη και ανάπτυξη του στην Αθήνα, που ιστορικά υπήρξε η μήτρα της οικονομίας, συναντάμε κάποιους πρωτοπόρους, ένας από τους οποίους είναι και ο Παναγιώτης Θανόπουλος. Πρόκειται για έναν αυτοδημιούργητο επιχειρηματία, ο οποίος από τα τέλη του 1870 έως και τις αρχές του 20ου αιώνα, έφερε στην ελληνική πραγματικότητα και στην τότε αθηναϊκή οικονομική ζωή, μια σειρά από πρωτόγνωρες πρακτικές στην αγορά τροφίμων, προσφέροντας στους Αθηναίους καταναλωτές της εποχής το πρώτο ευρωπαϊκού τύπου εδωδιμοπωλείο της πόλης τους.
Στη συνέχεια, την περίοδο του μεσοπολέμου, ο υιός του, Παντελής Θανόπουλος, έδωσε νέα μορφή και δομή στα καταστήματα τροφίμων, ιδρύοντας το πρώτο πολυμορφικό εδωδιμοπωλείο στην Αθήνα. Ακολουθώντας τη δημιουργική πορεία του ιδρυτή, η τρίτη γενιά Θανόπουλων, ήταν εκείνη που οδήγησε στη δημιουργία και λειτουργία καταστημάτων αυτοεξυπηρέτησης, τα οποία με τη πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε σύγχρονα Σούπερ - Μάρκετ.
Με τον τρόπο αυτό, άνοιγε στην Ελληνική αγορά μια νέα εποχή, αυτή της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης.
Παρενθετικά, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι από διαρθρωτικής και λειτουργικής απόψεως, η αγορά τροφίμων, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ελλάδα γενικότερα, παρουσίαζε αρκετές ιδιομορφίες. Ήταν δηλαδή μια αγορά με έντονες ανατολίτικες επιρροές, η οποία όμως «δυτικόφερνε» στο μέτρο που άλλαζε και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Την εποχή εκείνη επίσης, η ελληνική οικονομία, σε παραγωγικό επίπεδο, κάλυπτε μια μάλλον χαμηλή εσωτερική ζήτηση, φαινόμενο που επηρέαζε και τις εσωτερικές εμπορικές δομές.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 60 όμως, σταδιακά, η οικονομία μπαίνει στη φάση της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης και από την άποψη αυτή, οι επίγονοι του Παναγιώτη Θανόπουλου, διαδραματίζουν πρωτοποριακό ρόλο, σε νέες μορφές λιανεμπορίου στην Ελλάδα.
Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς του βιβλίου, «συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, οι πέντε γιοι του Παντελή Θανόπουλου Παναγιώτης, Γιώργος, Δημήτρης (Μίμης), Λεύτερης και Παύλος, συμμετείχαν από τις αρχές της δεκαετίας του 50, σταδιακά στους διαφόρους τομείς λειτουργίας του καταστήματος. Όπως διηγείται ο ίδιος Μίμης Θανόπουλος, η επαναστατική εμφάνιση του συστήματος αυτοεξυπηρέτησης στο εξωτερικό, δεν τους άφησε αδιάφορους και φρόντισαν έγκαιρα να αποκτήσουν προσωπική εικόνα με επισκέψεις στα ελβετικά καταστήματα «Migros» και στον Καναδά. Έτσι τη στιγμή που ο τύπος προσπαθούσε ακόμα, να κατανοήσει τη συγκεχυμένη εικόνα του φαινομένου και να την εξηγήσει στους απροετοίμαστους αναγνώστες του, το παντοπωλείο Π. Θανόπουλου, μετατράπηκε στο πρώτο ελληνικό Σέλφ- Σέρβις, ξαφνιάζοντας για μια ακόμη φορά τους Αθηναίους.
Μπροστά στην προοπτική επέλασης των Σούπερ - Μάρκετ στην Ελλάδα, τα 5 αδέλφια ίδρυσαν σε συνεργασία με τον Κάρολο Φίξ, την εταιρεία «ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΕΛΦ-ΣΕΡΒΙΣ ΕΠΕ», (μετέπειτα ΑΕΒΕ), με σκοπό τη δημιουργία αλυσίδας Σούπερ Μάρκετ Σέλφ – Σέρβις.
Η συνεργασία με τον γνωστό ζυθοποιό επιχειρηματία, που κατείχε το 40% της νέας εταιρείας, κράτησε 2 με 3 χρόνια και συνέβαλλε στην ανάπτυξη μιας από τις σημαντικότερες αλυσίδες Σούπερ – Μάρκετ».
Θα πρέπει ναυπογραμμιστεί όμως στο σημείο αυτό, ότι η λιανεμπορική επανάσταση που η οικογένεια Θανόπουλου ξεκίνησε στην Ελλάδα, κάθε άλλο παρά ανέφελη ήταν. Η αυτοεξυπηρέτηση δεν ήταν γνωστή όπως ήδη επισημάναμε στην ελληνική αγορά, στην οποίαν παραδοσιακά στο εμπόριο, οι προσωπικές σχέσεις έπαιζαν σπουδαίο ρόλο. Την περίοδο εκείνη εξάλλου, ούτε η ελληνική βιομηχανία καταναλωτικών ειδών και τροφίμων είχε μπει σε φάση μαζικής παραγωγής, ώστε να είναι ικανή να στηρίξει τάσεις μαζικής κατανάλωσης. Τα μεγέθη της ελληνικής βιομηχανίας ειδών διατροφής, ήσαν μικρά όχι επαρκώς εξωστρεφή και εκκινούντο σε ένα περιβάλλον με πολλές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που δυσκόλευαν τις οποιεσδήποτε αναπτυξιακές προσπάθειες.
Υπό αυτή την έννοια, η ιστορία του εξ Αρκαδίας ορμώμενουΠ. Θανόπουλου, που ξεκινά το 1877 στην οδό Αιόλου, όπως και αυτή των επιγόνων του, στην ουσία είναι η αποτύπωση μιας συνεχούς δημιουργικής προσπάθειας, ανθρώπων οι οποίοι ήθελαν να φέρουν το καινούργιο στις οικονομικές συνθήκες. Ασφαλώς δε υπήρξαν και σημαντικοί μιμητές τους στον τομέα της μεταποίησης. Στο μέτρο συνεπώς που τα δεδομένα άλλαζαν στον αναπτυγμένο κόσμο από τα μέσα της 1ης εικοσαετίας του 20ου αιώνα, η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων, αναπτύσσεται σε νέες βάσεις, χάρη σε πρωτοπόρους βιομηχάνους, οι οποίοι από ιστορικής πλευράς, πολλά προσέφεραν στην παραγωγική αναδιάρθρωση της εγχώριας μεταποίησης. Η αναδιάρθρωση αυτή, οδήγησε σε εντυπωσιακή άνοδο και την παραγωγή της βιομηχανίας τροφίμων, η οποία τα τελευταία 40 χρόνια, όχι μόνο κατέχει κορυφαία θέση στον παραγωγικό ιστό της χώρας, αλλά χάρη στην εξωστρέφειά της, ανοίγει και νέες αγορές.
Μπορούμε να πούμε έτσι, ότι οι πρωτοποριακές πρωτοβουλίες ανθρώπων όπως οι Θανόπουλοι στο λιανεμπόριο, απετέλεσαν εφαλτήριο και για την ανάπτυξη της Ελληνικής Βιομηχανίας ειδών διατροφής, η οποία για μια μακρά περίοδο από τις αρχές του 1960 και στη συνέχεια, με την παραγωγική της ευρωστία κατάφερνε να υποκαθιστά εισαγωγές με την παραγωγή υψηλής ποιότητας εγχώριων προϊόντων. Χάρη λοιπόν στην ανάπτυξη της λιανεμπορικής διανομής, η Ελληνική Βιομηχανία ειδών διατροφής, κατάφερε να φτάσει σε επίπεδα τέτοια, ώστε σήμερα να είναι κατεξοχήν κλάδος ελπίδας για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Επιπροσθέτως χάρη στις καινοτομικές της προσπάθειες, ο κλάδος παίζει πρωτεύοντα ρόλο και στον χώρο της καινοτομίας που είναι το κατεξοχήν εργαλείο της αποκαλούμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Αυτό είναι και το στοιχείο που εντυπωσίασε τις συγγραφείς του βιβλίου. Αναφέρουν έτσι πως μια οικογένεια μπόρεσε να φέρει στην Ελλάδα νέα καταναλωτικά πρότυπα, συμβάλλοντας όμως με τον τρόπο της και στη γενικότερη αναδιάρθρωση της ελληνικής παραγωγής, η οποία σήμερα όπως και το λιανεμπόριο αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις στην οποίαν πρέπει να δώσει γρήγορες και αποτελεσματικές απαντήσεις.
Υπο αυτη την εννοια το βιβλιο στο οποιο αναφερθηκαμε, από ιστορικής σκοπιάς, αποτελεί μια πολύ καλή αφετηρία για την απαιτούμενη νέα προσπάθεια.