Του Χ. Ι. Πολυχρονίου
* Ο Χ. Ι. Πολυχρονίου είναι Ερευνητής και Policy Fellow στο Levy Economics Institute of Bard College της Νέας Υόρκης και τακτικός αρθρογράφος στο αμερικανικό ηλεκτρονικό έντυπο «Truthout». Οι απόψεις είναι εντελώς προσωπικές και δεν αντιπροσωπεύουν υποχρεωτικά το Levy Institute και το διοικητικό του συμβούλιο.
Το ακόλουθο άρθρο αναδημοσιεύεται από το Capital.gr
Οι προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας ακολουθούν τρεις κατευθύνσεις με ενδιάμεσες παραλλαγές. Η μια κατεύθυνση βασίζεται στην οικονομική πολιτική που ασκείται σήμερα σε όλη την Ευρώπη (και ιδίως στον ευρωπαϊκό νότο) και την οποία θα ήθελαν να μανιωδώς να επιβάλλουν και οι ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ. Θα την ονομάσουμε «επεκτατική δημοσιονομική συστολή» και αποτελεί απόρροια της ηγεμονίας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο κύριος ισχυρισμός της παραπάνω οικονομικής πολιτικής στην ακραία της παραλλαγή είναι ότι οι αγορές μπορούν από μόνες τους να οδηγήσουν στην ανάπτυξη, ότι αυτορυθμίζονται σε περίπτωση οικονομικής κρίσης και ότι ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιορίζεται στη διεύρυνση της ελευθερίας της λειτουργίας των αγορών.
Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά τη χάραξη μιας οικονομικής πολιτικής που θεωρεί ότι η προσφορά δεν μπορεί να δημιουργήσει τη δική της ζήτηση, που συνεπάγεται ότι η ενεργή δημοσιονομική πολιτική αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε ανάκαμψη από μια οικονομική ύφεση. Ο ρόλος του κράτους είναι καταλυτικός όσον αφορά την προώθηση της οικονομίας (με τη στήριξη του θησαυροφυλακίου και της κεντρικής τράπεζας. Θα ονομάσουμε αυτή την αντίληψη οικονομική πολιτικής «κευνσιανισμός». Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30 αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό με αυτού του είδους τις παρεμβατικές πολιτικές, συμβάλλοντας στη διάσωση εκατομμυρίων ανθρώπων που κινδύνευαν άμεσα από την έλλειψη απασχόλησης και κοινωνικών παροχών και θέτοντας τα θεμέλια για ένα κοινωνικό κράτος που αρμόζει σε κάθε σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία, που δεν θεωρεί τους ανθρώπους αναλώσιμα προϊόντα και τις αγορές ή την συσσώρευση του πλούτου ως τις μόνες κυρίαρχες αξίες.
Μετά την κατάρρευση της Γουόλ Στριτ στα τέλη του Οκτώβρη του 1929, που οφείλεται σε παρόμοιες εξελίξεις με αυτές που οδήγησαν στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, η αμερικανική οικονομία και σχεδόν το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας (με εξαίρεση την πρώην Σοβιετική Ένωση η οποία ήταν ανεπηρέαστη από τις διεθνείς οικονομικές καπιταλιστικές εξελίξεις, σε βαθμό που κατέληξε να είναι ο κύριος εξαγωγέας σιταριού προς Ευρώπη και ΗΠΑ) οδηγήθηκε σε μια τεράστια οικονομική ύφεση άνευ ιστορικού προηγουμένου.
Όπως αναφέρουν οι Arthur S. Link, William A. Link και William B. Catton στο περίφημο βιβλίο τους «American Epoch: A History of the United States Since 1900», τόμος 1, 6η έκδοση, Νέα Υόρκη: Alfred A. Knopf, 1987, η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε άνω του 50% το 1932, οι μεταποιητικοί μισθοί έπεσαν κατά 60%, εκατοντάδες τράπεζες έκλεισαν και το ένα τέταρτο του πληθυσμού ήταν άνεργο (σελ., pp. 228-30).
Όπως αναφέρει ο Lester V. Chandler στο βιβλίο του «America’s Greatest Depression, 1929-1941», Νέα Υόρκη: Harper & Row, 1970, μεταξύ 1929 και 1933 το εθνικό εισόδημα μειώθηκε κατά 54% (σελ., 25), η ακαθάριστη εγχώρια επένδυση μειώθηκε κατά 89% (σελ., 20) και μεταξύ 1930-1941 «το πραγματικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν ήταν σχεδόν 25% κάτω από το δυνητικό μέγεθος της οικονομίας» (σελ., 4).
Οι πολιτικές του αμερικανού προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία μερικούς μήνες πριν από την κατάρρευση της Γουόλ Στριτ, όχι μόνο δεν συνέβαλαν στον περιορισμό της κρίσης, αλλά μάλλον έκαναν τα πράγματα πολύ χειρότερα. Πιστός οπαδός των «ελεύθερων αγορών», ο Χούβερ θεωρούσε ότι η κρίση είναι παροδική και ότι οι αγορές θα ανακάμψουν σύντομα, οδηγώντας με τις ιδιωτικές επενδύσεις στην επαναφορά της οικονομίας στο σωστό δρόμο. (Κάτι ανάλογο φυσικά συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και με την ηγεσία της ευρωζώνης όσον αφορά την κρίση όχι μόνο στον ευρωπαϊκό νότο αλλά σχεδόν σε όλη την Ευρώπη).
Ωστόσο, είναι μύθος η άποψη ότι η Χούβερ δεν έπραξε τίποτα και απλά παρακολουθούσε αδρανής την εξέλιξη της κατάρρευσης της αμερικανικής οικονομίας. Παρά την αντίθεσή του στα ελλείμματα, ο Χούβερ αύξησε τις κρατικές δαπάνες, αλλά σε βαθμό που αποτελούσαν μια σταγόνα στον ωκεανό. Η κρίση ήταν κολοσσιαίων διαστάσεων και απαιτούσε μια κολοσσιαία δημοσιονομική παρέμβαση. Αλλά ο Χούβερ ήταν αντίθετος στην ομοσπονδιακή παρέμβαση και θεωρούσε ότι οι πολιτείες από μόνες τους, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, ήταν ικανές να οδηγήσουν τη χώρα σε ανάκαμψη. (Η ίδια θέση που έχει ασπαστεί η σημερινή ηγεσία της ευρωζώνης).
Όπως είναι πλέον ευρέως γνωστό, η άφιξη της κυβέρνησης του Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ άλλαξε τα δεδομένα. Αν και ο ίδιος επίσης οπαδός των ισοσκελισμένων ισολογισμών και της δημοσιονομικής συστολής, αριστοκράτης και θερμός υποστηρικτής της επιχειρηματικής κοινότητας, κατανόησε από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ανέλαβε την εξουσία τον Μάρτιο του 1933 ότι η κρίση απαιτούσε καινοτόμες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές. Τα «μυαλά» της κυβέρνησης Ρούσβελτ (κυρίως πανεπιστημιακοί όπως ο Raymond Moley, ο Rexford Guy Tugwell και ο Adolph A. Berle, Jr., αλλά επίσης και οι Basil O΄Connor, Samuel I. Rosenman και Hugh Johnson) διαμόρφωσαν τον κύριο κορμό της πολιτικής που αποτέλεσε τα περιβόητα προγράμματα του «New Deal» («νέα συμφωνία»).
Τα κύρια προγράμματα της «νέας συμφωνίας», τα οποία διαμορφώθηκαν σε δύο διαφορετικές φάσεις της διακυβέρνησης Ρούσβελτ αφορούσαν την κεντρικοποίηση του σχεδιασμού («Πράξη για την Εθνική Βιομηχανική Ανάκαμψη» -- που περιλαμβάνει τη εξάλειψη της παιδικής εργασίας, την καθιέρωση κατώτερου μισθού και ανώτερης διάρκειας της εργάσιμης ημέρας και τη νομιμοποίηση των συλλογικών συμβάσεων -- και την χρηματοδότηση κάτω από αυτό το σχέδιο της δημιουργίας δημοσίων έργων (Public Works Administration), την παροχή ενσωματωμένων λύσεων για τις ανάγκες των υπανάπτυκτων οικονομιών των Νότιων Πολιτειών (Tennessee Valley Authority) και την θεσμοθέτηση ενός ομοσπονδιακά εγγυημένου συνταξιοδοτικού συστήματος.
Εκατομμύρια άνεργοι προσελήφθησαν για την κατασκευή αυτοκινητόδρομων, γεφυρών, σχολείων, ταχυδρομείων, κοκ., αλλά και για την προστασία των φυσικών πόρων με την ίδρυση του Πολιτικού Σώματος Διατήρησης (Civil Conservation Corps), που αποτέλεσε ένα από τα πρώτα προγράμματα του «Dew Deal».
Τα αποτελέσματα ήταν θεματικά. Αν και εκατομμύρια άτομα συνέχισαν να είναι άνεργα, η μηχανή της οικονομίας άρχισε να παίρνει πάλι μπρος. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά σχεδόν 11% το 1934, κατά περίπου 9% το 1935, κατά 13% το 1936 και κατά 5% το 1937. Η διάσωση του καπιταλισμού ήταν πλέον βέβαιη. Αλλά το 1937, υποκύπτοντας στην πίεση των γερακιών των ελλειμμάτων (οι οποίοι είναι μονίμως παρόντες αφού η καταπολέμηση της ανθρώπινης ηλιθιότητας είναι προφανώς αδύνατη!), ο Ρούσβελτ ξεκινάει περικοπές σε μια περίοδο που η οικονομία ανακάμπτει, με τα δημοσιονομικά έσοδα να έχουν μάλιστα αυξηθεί λόγω των αυξανόμενων ποσοστών της απασχόλησης και των καταναλωτικών δαπανών και ενώ η τάση στο χρηματιστήριο βιώνει ανοδική πορεία. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση του ΑΕΠ κατά 3.4% το 1938 και η συνέχιση της ύφεσης η οποία τελικά θα λήξει μόνο με το ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δηλαδή μόνο αφότου το 75% της αμερικανικής οικονομίας ενσωματωθεί στο έργο της προετοιμασίας και της συμμετοχής στον πόλεμο.
Οι σημερινοί πολιτικοί ηγέτες είτε αγνοούν είτε δεν είναι σε θέση να αντλήσουν τα σωστά διδάγματα από την εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης του ‘30 εξαιτίας των συμφερόντων που εξυπηρετούν, που είναι κυρίως αυτά του χρηματιστικού κεφαλαίου και των τραπεζών. Η ευρωζώνη μετατρέπεται σταδιακά σε μια οικονομική έρημο (ακόμη και η ίδια η Γερμανία πάσχει από σοβαρό πρόβλημα έλλειψης ιδιωτικών επενδύσεων, αλλά οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι ιεροκήρυκες υιοθετούν την άποψη ότι η ανάκαμψη σε μια κατεστραμμένη από τη λιτότητα οικονομία, όπως αυτή της Ελλάδας, θα προκύψει μέσα από την ιδιωτική επένδυση και τις «ελεύθερες αγορές») και εκατομμύρια πολίτες καταλήγουν άνεργοι, άστεγοι ενώ το βιοτικό επίπεδο διαρκώς συρρικνώνεται για την πλειοψηφία του εργάσιμου πληθυσμού την ίδια στιγμή που αυξάνεται όλο και περισσότερο ο πλούτος στα χέρια των ολίγων, με αποτέλεσμα η ίδια η δημοκρατία να έχει εξελιχθεί σε πλουτοκρατία.
Η τρίτη κατεύθυνση οικονομικής πολιτικής, η οποία εμπεριέχει αρκετές παραλλαγές, οραματίζεται έναν κόσμο όπου οι κοινωνίες λειτουργούν βαθιά δημοκρατικά, με την κατανομή του πλούτου να λαμβάνει εξισωτικές τάσεις και την βιωσιμότητα του περιβάλλοντος να αποτελεί προτεραιότητα ύψιστης σημασίας έναντι αυτή της συνεχούς ανάπτυξης. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η άμεση ανάγκη σήμερα είναι η μετατόπιση από την επεκτατική δημοσιονομική συστολή και η χάραξη μιας πραγματικά αναπτυξιακής πολιτικής στo πνεύμα των προγραμμάτων του New Deal—εγχείρημα πολύ δύσκολο με βάση τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, αλλά άλλη εφικτή λύση δεν υπάρχει αν μας απασχολεί και μας ενδιαφέρει η οπισθοδρόμηση της κοινωνικής προόδου.