«Η συνολική αξιολόγηση της αντίδρασης της ΕΕ θεωρείται “φτωχή”», δηλώνει ο κ. Βαρβιτσιώτης, επισημαίνοντας την έλλειψη «άμεσων υγειονομικών κατευθυντήριων γραμμών» και άλλων μορφών συντονισμού. Αναφερόμενος στην τηλεδιάσκεψη της περασμένης εβδομάδας, στην οποία οι ηγέτες της ΕΕ συγκρούστηκαν ως προς οικονομική αντίδραση στην κρίση, σχολιάζει: «Νομίζω ότι μας δίνει την αίσθηση ότι η Ευρώπη επιστρέφει στο έθνος-κράτος και απομακρύνεται από αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση σε μια κοινή - σε μια παγκόσμια - πρόκληση».
Η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες που υπέγραψαν την επιστολή που εστάλη στις 25 Μαρτίου στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Charles Michel, καλώντας να δουλέψουμε πάνω σε «σε ένα κοινό εργαλείο για το χρέος που να εκδίδεται από έναν ευρωπαϊκό θεσμό για την άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, στην ίδια βάση και προς όφελος όλων των κρατών μελών».
Το ζήτημα έχει διχάσει τις ευρωπαϊκές χώρες σε Βορρά και Νότο, με την Ολλανδία ιδίως να δέχεται κριτική που υπερέβαλε απορρίπτοντας την ιδέα αυτού του κοινού εργαλείου για το χρέος, και έχει ανοίξει ξανά τις πληγές της κρίσης που χτύπησε την ευρωζώνη πριν από μια δεκαετία.
Οι ανησυχίες της Αθήνας κινούνται στην ίδια γραμμή με εκείνες της Ιταλίας και της Ισπανίας, δηλώνει ο κ. Βαρβιτσιώτης. «Το γεγονός ότι σχεδόν το ήμισυ του ΑΕΠ της ΕΕ συμμερίζεται αυτή την ιδέα του ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση του κορωνοιού, είναι κάτι που δείχνει ότι υπάρχει μια διαδικασία αλληλεγγύης και αναζήτησης λύσεων σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης», επισημαίνει. Και προσθέτει ότι "οι ηγέτες που αρνούνται να δουν αυτήν την αναγκαιότητα, στην πραγματικότητα, υπονομεύουν την κραυγή για βοήθεια των χωρών που χτυπήθηκαν σκληρά από την κρίση αυτή ... για την οποία δεν ευθύνονταν".
«Δεν είναι όπως το 2010», τονίζει χαρακτηριστικά. Ο κ. Βαρβιτσιώτης σημειώνει ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να εξετάσει μια σειρά επιλογών εφόσον αναληφθούν δράσεις.«Είτε το ονομάζουμε ευρωομόλογο είτε το ονομάζουμε σύμφωνο αλληλεγγύης, είτε ένα σχέδιο Μάρσαλ, όπως αποκαλείται από άλλους ή ένα σχέδιο μετά-κορωνοϊού ... δεν έχει σημασία», σχολιάζει. «Το θέμα είναι, υπάρχει η πολιτική βούληση; Και, εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση, τότε μπορούμε να βρούμε τον καλύτερο τρόπο, για να το αντιμετωπίσουμε. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε χρήματα από τον προϋπολογισμό, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έκτακτα κεφάλαια, μπορούμε να παράσχουμε διευκολύνσεις, μπορούμε να προσφέρουμε ενέσεις ρευστότητας”. «Μέχρι στιγμής δεν έχουμε τη δέσμευση, την πολιτική δέσμευση ότι υπάρχει η βούληση να αντιμετωπίσουμε την κρίση με τον κατάλληλο τρόπο που πραγματικά θα φέρει την ηρεμία στις αγορές και θα διαβεβαιώσει τους πολίτες μας ότι η Ευρώπη είναι εκεί γι’ αυτούς», καταλήγει.