Σύμφωνα με τον ΣΕΦ, το 2014 ήταν μια πολύ κακή χρονιά για την αγορά φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν ελάχιστα συστήματα (το μέγεθος της αγοράς ήταν μόλις 1,5% της αντίστοιχης του 2013), ενώ χάθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας στον κλάδο. Αιτία υπήρξε η καταστροφική πολιτική που ακολουθήθηκε, σε μια προσπάθεια να διορθωθούν παλαιότερες θεσμικές αστοχίες. Παρόλα αυτά και, λόγω της πρότερης εντυπωσιακής ανάπτυξης, το 2014, τα φωτοβολταϊκά κάλυψαν το 7% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια, περισσότερο από κάθε άλλη τεχνολογία ΑΠΕ. Παράλληλα, τα φωτοβολταϊκά συνέβαλαν ώστε, η χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας να είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερη κατά 3,38 €/MWh την περίοδο 2013-2014, σύμφωνα με σχετικές μελέτες που πραγματοποίησε το ΑΠΘ.
Σε ότι αφορά στο μέλλον της αγοράς φωτοβολταϊκών, ο ΣΕΦ αναφέρει πως δύο ήταν τα μέτρα επηρέασαν αρνητικά τις εξελίξεις: το πάγωμα αδειοδότησης νέων έργων που ίσχυσε για 20 μήνες (από τον Αύγουστο 2012 έως και τον Μάρτιο 2014) και ο καθορισμός εξαιρετικά χαμηλών αποζημιώσεων για την παραγόμενη από νέα φωτοβολταϊκά ενέργεια από το 2015 και μετά, τόσο χαμηλών, που δεν οδηγούν σε βιώσιμες επενδύσεις.
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, και δεδομένου ότι η μέση Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) το 2014 ήταν 57,5 €/MWh, το 2015 οι αποζημιώσεις για τα φωτοβολταϊκά (που εξαρτώνται πλέον από την ΟΤΣ) διαμορφώνονται σε 63-69 €/MWh, ενώ και τα επόμενα χρόνια θα έχουμε εξωπραγματικά χαμηλές αποζημιώσεις για τα φωτοβολταϊκά και, συνεπώς, μηδενική ανάπτυξη. Ήδη με τις ισχύουσες το 2014 αποζημιώσεις (50% υψηλότερες), είχαμε ελάχιστες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών την περσινή χρονιά (μόλις 1,5% της αντίστοιχης αγοράς του 2013).
Ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ), θέλοντας να συμβάλλει στο δημόσιο διάλογο για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών, καταθέτει συγκεκριμένες, αναλυτικές, τεκμηριωμένες και κοστολογημένες προτάσεις που εγγυώνται τη βιωσιμότητα της αγοράς σε βάθος χρόνου. Οι προτάσεις αυτές είναι συμβατές με τις νέες “Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020)” (2014/C 200/01) της ΕΕ.
Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές προβλέπουν ενίσχυση με feed-in-tariffs (ταρίφες) για συστήματα έως 500 kWp (για όσους ενδιαφερόμενους δεν συμμετέχουν ως αυτοπαραγωγοί κάνοντας χρήση του net-metering), με feed-in-premium για μεγαλύτερα συστήματα και με μειοδοτικούς διαγωνισμούς για συστήματα άνω του 1 MW (πιλοτικά την περίοδο 2015-2016 και σε πλήρη εφαρμογή από το 2017).
Για τα συστήματα ισχύος άνω του 1 MW, το 2015 και μέχρις ότου αρχίσει η εφαρμογή διαγωνιστικών διαδικασιών, προτείνεται να ισχύσει η ταρίφα που ίσχυε και το 2014, δηλαδή τα 90 €/MWh. Στη συνέχεια (κάποια στιγμή μέσα στο 2016) να εφαρμοστούν διαγωνιστικές διαδικασίες, όπως άλλωστε προβλέπουν και οι νέες κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ. Είναι σαφές ότι η επαναφορά των αποζημιώσεων (με σχετική ΥΑ) στα επίπεδα του 2014 δεν πρόκειται να οδηγήσει σε υπερθέρμανση της αγοράς (όπως αναφέραμε, με αυτή την αποζημίωση έχουμε σήμερα ελάχιστες εγκαταστάσεις, ενώ υπάρχει και σχετική πρόνοια της νομοθεσίας για ετήσιο πλαφόν στα νέα εγκατεστημένα μεγαβάτ). Με την πρόταση αυτή, τα φωτοβολταϊκά θα αποζημιώνονται λιγότερο από όλες σχεδόν τις τεχνολογίες, ΑΠΕ και συμβατικές (με εξαίρεση μόνο τους λιγνιτικούς σταθμούς).
Για να μην υπάρξει περαιτέρω επιβάρυνση των καταναλωτών, θα πρέπει να διασφαλιστούν παράλληλα και οι λοιποί πόροι του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (πλην δηλαδή του ΕΤΜΕΑΡ). Σήμερα, δεν προβλέπεται τροφοδότηση του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ με έσοδα από πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπών μετά το 2015, γεγονός που δεν συνάδει με την ανάγκη ισοσκελισμού του ως άνω λογαριασμού και την αποφυγή μιας νέας κρίσης στην αγορά ΑΠΕ. Για την περίοδο 2016−2020, προτείνεται το 50% των εσόδων από πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου να αποτελούν πόρο του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ.
Σε ότι αφορά στην αυτοπαραγωγή, πέραν της ανάγκης για άμεση εφαρμογή του θετικού αυτού μέτρου που καθυστερεί αδικαιολόγητα, η πρόσφατη υπουργική απόφαση δεν δίνει τη δυνατότητα εγκατάστασης του φωτοβολταϊκού συστήματος σε άλλη θέση από αυτή της κατανάλωσης (κάτι που προβλέπει παρόλα αυτά ο Ν.3851/2010). Έτσι όμως υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις επαγγελματιών και δημοσίων φορέων που δεν μπορούν να κάνουν ουσιαστικά χρήση του net-metering (π.χ. ξενοδοχεία, αντλιοστάσια ύδρευσης-αποχέτευσης, ΓΟΕΒ, κ.λπ.). Θα πρέπει συνεπώς να δοθεί η δυνατότητα του εικονικού (virtual) net-metering, δηλαδή ο συσχετισμός και συμψηφισμός μίας κατανάλωσης με φωτοβολταϊκό που δεν βρίσκεται στο χώρο όπου πραγματοποιείται αυτή η κατανάλωση.