Σε πορεία ανάκαμψης εισήλθε ο κλάδος των συμβουλευτικών εταιριών από το 2013 και έπειτα, σημειώνοντας όμως μερική κάμψη το 2016, αναφέρει σε μελέτη της η ICAP.
Στον κλάδο των συμβουλευτικών υπηρεσιών διοίκησης δραστηριοποιείται πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, εκ των οποίων όμως οι περισσότερες είναι μικρού μεγέθους. Οι μεγαλύτερες από τις εταιρείες του κλάδου παρέχουν ευρύ φάσμα συμβουλευτικών υπηρεσιών και απασχολούν αξιόλογο αριθμό συμβούλων, ορισμένες δε εξ’ αυτών αποτελούν μέλη διεθνών οργανισμών. Bασικός στόχος των συμβουλευτικών εταιρειών είναι η επίλυση προβλημάτων επιχειρησιακής λειτουργίας και η βελτίωση των επιδόσεων των επιχειρήσεων-πελατών τους, παρέχοντας εξωτερικές και αντικειμενικές συμβουλές, προκειμένου οι τελευταίες να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους και να εφαρμόσουν επιτυχημένες επιχειρηματικές στρατηγικές. Οι πρόσφατες εξελίξεις του κλάδου επισημαίνονται στην τελευταία έκδοση της σχετικής κλαδικής μελέτης που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group Α.Ε.
Οι εξελίξεις σε οικονομικό, πολιτικό και θεσμικό επίπεδο, που επηρεάζουν τον εκάστοτε κλάδο-πελάτη των συμβουλευτικών εταιρειών, διαμορφώνουν ανάλογα και τη ζήτηση για συμβουλευτικές υπηρεσίες. Η συνεχής παρακολούθηση των εξελίξεων σε οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο και η ανάπτυξη καινοτόμων υπηρεσιών εκ μέρους των συμβουλευτικών εταιρειών, αποτελεί σημαντικό παράγοντα τόνωσης της ζήτησης και διατήρησης ή και ενίσχυσης της θέσης τους στην αγορά. Επίσης, ειδοποιός διαφορά για την επιλογή μιας συμβουλευτικής εταιρείας αποτελεί και η φήμη που την ακολουθεί στην αγορά. Οι κορυφαίες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά έχουν παγκόσμια παρουσία και ισχυρό brand name, το οποίο αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την διατήρηση και αύξηση της πελατειακής τους βάσης. Οι μικρότερες επιχειρήσεις αναπτύσσουν ένα δίκτυο συνεργασιών/συμμαχιών προκειμένου να καταστούν γνωστές στην αγορά, αλλά και να αυξήσουν το συνολικό εύρος των προσφερόμενων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η καθεμιά εξ αυτών δραστηριοποιείται συνήθως σε περιορισμένη κλίμακα υπηρεσιών. Περαιτέρω, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά την τιμολογιακή τους πολιτική, σε σύγκριση με τις μεγάλες εταιρείες, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο από το «ελαστικό» κομμάτι της ζήτησης, δηλαδή από τις εταιρείες-πελάτες που εμφανίζονται πιο «ευαίσθητοι» στις μεταβολές των τιμών.
Σύμφωνα με το Νικόλαο Ταβουλάρη, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, ο οποίος επιμελήθηκε της συγκεκριμένης έκδοσης, οι υπηρεσίες Στρατηγικής κάλυψαν το μεγαλύτερο ποσοστό στο σύνολο των πωλήσεων των συμβουλευτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα με ποσοστό 20% το 2016. Ακολούθησε η Διαχείριση Έργων με 19% και οι Συμβουλές Πληροφορικής που απέσπασαν μερίδιο 18% το ίδιο έτος. Έπονται η Διοίκηση Επιχειρησιακών Λειτουργιών με 16% και η Χρηματοοικονομική Διαχείριση/ Διαχείριση Επιχειρηματικών Κινδύνων με 11%. Το ίδιο ακριβώς ποσοστό (8%) καταλαμβάνουν η Διαχείριση Αλλαγής/Ανθρώπινων Πόρων και οι Λοιπές Συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Οι συνολικές πωλήσεις των συμβουλευτικών υπηρεσιών από τις εγχώριες επιχειρήσεις παρουσίασαν ανοδική πορεία την τριετία 2013-2015, κυρίως λόγω της ολοκλήρωσης πολλών έργων ενταγμένων στην προηγούμενη προγραμματική περίοδο (ΕΣΠΑ 2007-2013). Το 2016 οι πωλήσεις μειώθηκαν οριακά, κατά 0,8%. Η ελαφρά μείωση των συνολικών εσόδων του κλάδου το 2016 σε σχέση με το προηγούμενο έτος οφείλεται κυρίως στους εξής παράγοντες:
- στη διστακτικότητα πολλών επιχειρήσεων-πελατών του κλάδου να προχωρήσουν σε επενδύσεις,
- στη συνεχιζόμενη έλλειψη ρευστότητας που απασχολεί πολλές ελληνικές εταιρείες,
- στο ότι οι διαγωνισμοί και οι αναθέσεις έργων του Δημοσίου μέσω του ΕΣΠΑ 2014-2020 καθυστέρησαν σημαντικά,
- και στην στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας έπειτα από μια μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης.
Ο κος Ταβουλάρης επισημαίνει επίσης ότι για το 2017 η ελαφρά ανοδική πορεία της εγχώριας οικονομίας επηρέασε θετικά τον εξεταζόμενο κλάδο που εκτιμάται ότι κινήθηκε ανοδικά (+1,5%-2,5%).
Όσον αφορά τον βαθμό συγκέντρωσης στον κλάδο, αυτός κυμαίνεται σε μέτρια σχετικά επίπεδα, δεδομένου ότι οι πέντε (5) και δέκα (10) μεγαλύτερες εταιρείες κάλυψαν αντίστοιχα το 46% και το 68% περίπου των συνολικών πωλήσεων συμβουλευτικών υπηρεσιών το 2016.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε εκτεταμένη χρηματοοικονομική ανάλυση των εταιρειών του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός πενταετίας βάσει δείγματος 11 συμβουλευτικών εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία για ολόκληρη την πενταετία 2012-2016.
Πιο συγκεκριμένα, καθοδικά κινήθηκε το μέσο ετήσιο περιθώριο μικτού κέρδους του συνόλου των επιχειρήσεων του επιλεγμένου δείγματος (72 εταιρείες) την πενταετία 2012-2016. Οι υπόλοιποι 3 δείκτες κερδοφορίας (περιθώριο λειτουργικού κέρδους, περιθώριο καθαρού κέρδους και περιθώριο EBITDA) παρουσίασαν αυξομειώσεις την εξεταζόμενη περίοδο, αλλά και οι τρεις μειώθηκαν σημαντικά το 2016.
Όσον αφορά τον ομαδοποιημένο ισολογισμό, το σύνολο του ενεργητικού των εταιρειών του δείγματος παρουσίασε ανοδικές τάσεις την εξεταζόμενη πενταετία και αυξήθηκε σωρευτικά κατά 22,2% το 2016/2012. Ο κύκλος εργασιών κινήθηκε έντονα ανοδικά καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης πενταετίας και η συνολική μεταβολή του ανήλθε στο +29,4%. Το μικτό κέρδος, όπως και ο κύκλος εργασιών, αυξήθηκε αλλά με μεγαλύτερους ρυθμούς (2016/12: +45,4%). Αντίστοιχη πορεία ακολούθησαν και τα καθαρά (προ φόρου) κέρδη του δείγματος των εταιρειών, τα οποία παρουσίασαν σωρευτική αύξηση της τάξεως του +49% την ίδια περίοδο.