Της Δήμητρας Μανιφάβα
Στο χαμηλότερο επίπεδο της περιόδου 2003 – 2017 υποχώρησε το 2017 η επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων, ενώ την ίδια ώρα διευρύνθηκε το ποσοστό των επιχειρηματιών που ανέστειλαν ή διέκοψαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Το συμπέρασμα αυτό και όχι μόνο προκύπτει από την Ετήσια Έκθεση Επιχειρηματικότητας 2017 – 2018 που παρουσίασε χθες το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Συγκεκριμένα, το 2017 το 4,8% του πληθυσμού 18-64 ετών της χώρας (περίπου 320.000 άτομα) βρισκόταν στα αρχικά στάδια έναρξης μιας επιχείρησης από 5,7% το 2016. Την ίδια ώρα διευρύνθηκε στο 4,7% του πληθυσμού (περίπου 310.000 άτομα), το ποσοστό ατόμων που διέκοψε την επιχειρηματική του δραστηριότητα (έναντι 3,8% το 2016), κυρίως λόγω έλλειψης κερδοφορίας. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει πολύ μικρή εισροή νέας επιχειρηματικότητας στην χώρα.
Στη μείωση του δείκτη επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων αντανακλάται καταρχάς η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και το γενικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Σημαντικό ρόλο θεωρείται ότι έχει διαδραματίσει και η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων, κυρίως για τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς στα επιχειρηματικά εγχειρήματα προσμετράται και η αυτοαπασχόληση. Σημειώνεται εδώ ότι ως επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων θεωρούνται όσοι έχουν κάνει σημαντικές προκαταρκτικές ενέργειες για την ίδρυση μιας επιχείρησης καθώς και όσοι έχουν ξεκινήσει μια επιχείρηση με ζωή έως 3,5 έτη.
Το 37% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων ξεκίνησαν την επιχειρηματική δραστηριότητα διότι διέκριναν κάποια επιχειρηματική ευκαιρία, ενώ το 29% είχε ως βασικό κίνητρο δραστηριοποίησης την ανάγκη βιοπορισμού. Αν και για τρίτη συνεχή χρονιά η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας υπερβαίνει την επιχειρηματικά ανάγκης, εξέλιξη αν μη τι άλλο ενθαρρυντική, η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου των χωρών καινοτομίας (Αυστραλία, Ισραήλ, Κατάρ, Ν. Κορέα, Ταϊβάν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιαπωνία, Πουέρτο Ρίκο, Κύπρος, Εσθονία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Σλοβενία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς και ΗΠΑ). Έτσι, σύμφωνα με την έρευνα ο μέσος όρος της επιχειρηματικότητας ευκαιρίας στις χώρες καιντομίας είναι 53,5%, ενώ από την άλλη ο μέσος όρος επιχειρηματικότητας ανάγκης στις χώρες καινοτομίας είναι αρκετά χαμηλότερος από την Ελλάδα, στο 22,9%.
H πλειονότητα των νέων εγχειρημάτων, το 54,6% εξακολουθεί να αφορά στην παροχή προϊόντων και υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και αφορούν κυρίως σε εστιατόρια, καφέ, τουριστικά καταλύματα και λιανεμπόριο ειδών ένδυσης, ενώ όπως επεσήμανε ο επιστημονικός υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας του ΙΟΒΕ κ. Ά. Τσακανίκας οι νέες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι σποραδικές. Το ποσοστό είναι μεν μειωμένο σε σύγκριση με το 2016 (58,1%), όμως σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο στις χώρες καινοτομίας (47,5%). Στα καλά νέα περιλαμβάνεται η αύξηση των επιχειρήσεων στον κλάδο της μεταποίησης (24,1% έναντι 17,3% το 2016), ενώ οι νέες επιχειρήσεις στον πρωτογενή τομέα αποτελούν μόλις το 4%.
Ο ρηχός χαρακτήρας της επιχειρηματικότητας αποδεικνύεται και από τα ακόλουθα στοιχεία: α) το 64,5% των επιχειρηματιών δηλώνει ότι κανένας πελάτης δε θα θεωρήσει τα προϊόντα ή υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά (έναντι 50,1% στις χώρες καινοτομίας), β) το 54% αξιοποιούν ήδη γνωστές τεχνολογίες για την παραγωγή των προϊόντων τους και γ) οι μισοί επιχειρηματίες εισέρχονται σε αγορές με ήδη ισχυρό ανταγωνισμό.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως και ένα θετικό στοιχείο, ότι δηλαδή το 80% των νέων εγχειρημάτων απευθύνεται και σε ξένες αγορές, ενώ το 30% εξάγει πάνω από το 25% του κύκλου εργασιών του, κάτι ελαφρώς αναμενόμενο δεδομένου ότι τα περισσότερα σχετίζονται με τον χώρο του τουρισμού.