Ο ΟΠΕΚ, η Ρωσία και άλλοι παραγωγοί πετρελαίου στη συνεδρίαση που ξεκινά στις 15.00 ώρα Ελλάδας, θα πρέπει να καθορίσουν εάν η αύξηση της τιμής του πετρελαίου από τα 52 δολάρια περίπου στις αρχές του χρόνου σε πάνω από τα 67 δολάρια στα τέλη Φεβρουαρίου δικαιολογεί αύξηση της παραγωγής ή εάν η κρίση του κορωνοϊού μπορεί να καταφέρει ένα ακόμα πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία και τη ζήτηση για καύσιμα.
Με την τιμή του πετρελαίου να είναι πάνω από τα 60 δολάρια το βαρέλι, κάποιοι αναλυτές έχουν προβλέψει ότι η συμμαχία των παραγωγών ΟΠΕΚ+ θα αυξήσει την παραγωγή κατά περίπου 500.000 βαρέλια την ημέρα και αναμένουν επίσης ότι η Σαουδική Αραβία θα αναπροσαρμόσει μερικώς ή θα τερματίσει πλήρως την εκούσια μείωση της παραγωγής της του 1 εκατ. βαρελιών την ημέρα.
Ωστόσο τρεις πηγές του ΟΠΕΚ+ δήλωσαν χθες ότι κάποια μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ) πιστεύουν ότι ο Οργανισμός και οι σύμμαχοί του, μια ομάδα γνωστή ως ΟΠΕΚ+, θα πρέπει να διατηρήσουν αμετάβλητη την παραγωγή. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, δεν είναι άμεσα σαφές εάν η Σαουδική Αραβία θα τερματίσει τις εθελούσιες μειώσεις της ή θα τις παρατείνει.
Να σημειωθεί ότι βιομηχανία πετρελαίου έχει καταστεί θύμα της πανδημίας του κορωνοϊού παγκοσμίως καθώς τα lockdown και οι περιορισμοί στις μετακινήσεις έφεραν ιστορικό σοκ στη ζήτηση.
Ενδεικτικό είναι ότι η πτώση στη ζήτηση για το 2020 ήταν της τάξης του 10% σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπαρασύροντας και τις τιμές που κατέγραψαν εξαιρετικά μεγάλη μεταβλητότητα. Η μέση τιμή του «μαύρου χρυσού» το 2020 διαμορφώθηκε στα 42 δολάρια το βαρέλι έναντι 64 δολαρίων το βαρέλι το 2019, ενώ στο πρώτο εξάμηνο υποχώρησαν ακόμη και κάτω από τα 20 δολάρια το βαρέλι.
Ειδικά για τη χώρα μας τα στοιχεία είναι απογοητευτικά καθώς η Ελλάδα, δέχθηκε διπλό πλήγμα, τόσο λόγω του lockdown όσο και λόγω της κατακόρυφης μείωσης των πτήσεων και δη των τουριστικών.
Έτσι, στη χώρα μας η συνολική πτώση στην αγορά πετρελαιοειδών το 2020 ανήλθε σε 27% έναντι του 2019,και μάλιστα σε μια εποχή όπου τα περιθώρια διύλισης κυμαίνονταν σε ιστορικά χαμηλά.