Η σύσταση ενός Συμβουλίου Βιομηχανίας παρά τω ανασυσταθέν Υφυπουργείο Βιομηχανίας, με την ενεργοποίηση των ανθρώπων της παραγωγής και τη στήριξη της πολιτικής ηγεσίας, μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στην προσέλκυση επενδύσεων και τη νέα εκβιομηχάνιση της χώρας, υπογραμμίζει ο ΣΕΒ στην τακτική του έκδοση για την οικονομία.
Οπως αναφέρει ο ΣΕΒ, το αναπτυξιακό πρότυπο στην Ελλάδα πριν τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση 2008-2009 στηρίχθηκε σε υπερβολικά υψηλές επενδύσεις σε κατοικίες και δημόσιες επενδύσεις, και, αντιστοίχως, σχετικά χαμηλές επιχειρηματικές επενδύσεις.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός στρεβλού αναπτυξιακού προτύπου. Τα μεγάλα ελλείμματα του δημοσίου τομέα, που χρηματοδοτούνταν με εξωτερικό δανεισμό, δημιουργούσαν μία τεχνητά υψηλή ζήτηση στην οικονομία (χωρίς δηλαδή να στηρίζεται από την παραγωγή εισοδημάτων στην πραγματική οικονομία). Αυτό αύξανε την σχετική κερδοφορία των κλάδων των διεθνώς μη εμπορεύσιμων αγαθών (κλάδοι μη εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό όπως κατασκευές, υπηρεσίες, ηλεκτρισμός, νερό, κ.λπ.) σε σχέση με τους κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά (όπως γεωργία, μεταποίηση και τουρισμός), μιας και οι τιμές στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά είναι καθορισμένες στην διεθνή αγορά και δεν επηρεάζονται από την αύξηση της ζήτησης στη χώρα μας.
Η στρέβλωση αυτή της σχετικής κερδοφορίας δημιούργησε συνθήκες υπερεπένδυσης στους κλάδους των διεθνώς μη εμπορεύσιμων αγαθών και, αντιστοίχως, υποεπένδυσης στους κλάδους που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες προς εξαγωγή ή προς υποκατάσταση εισαγωγών με τα γνωστά αποτελέσματα. Στη χώρα μας, η συμβολή της βιομηχανίας, παρ' ότι αυξάνεται τον τελευταίο χρόνο λόγω της εσωτερικής υποτίμησης, είναι μόλις το 12,8% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας όταν στην ΕΕ-28 το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 20%.
Αντιστοίχως, οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων (χωρίς καύσιμα), αν και δεν περιλαμβάνουν την μεταποίηση αγροτικών προϊόντων, αντιπροσωπεύουν το 5,9% του ΑΕΠ στην Ελλάδα όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ-28 είναι 26,2%!.
Με την έλευση της κρίσης και την καταστροφή του ¼ του ΑΕΠ της χώρας, οι επενδύσεις σε κατοικίες από 10,8% του ΑΕΠ το 2007 έχουν κατακρημνισθεί σε 1% του ΑΕΠ το 2014. Oι δημόσιες επενδύσεις έχουν επίσης αποκλιμακωθεί από 4,3% του ΑΕΠ το 2007 σε 3,8% του ΑΕΠ το 2014 ενώ οι επιχειρηματικές επενδύσεις μειώθηκαν στην Ελλάδα από 10,6% σε 6,7% του ΑΕΠ. Επίσης, την ίδια περίοδο, οι επιχειρηματικές επενδύσεις μειώθηκαν στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη από 13,5% και 13,2% σε 12,5% και 11,8% αντιστοίχως.
Αν και σημειώθηκε κάποια ανάκαμψη στις επενδύσεις μετά το χαμηλό του 2009-2010, οι επιχειρηματικές επενδύσεις δεν έχουν επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρωζώνη, καθώς η οικονομική δραστηριότητα φαίνεται να επηρεάζεται σε μόνιμη βάση από τις επιπτώσεις των επεισοδίων της βαθειάς κρίσης και ύφεσης που κατά καιρούς πλήττουν την παγκόσμια οικονομία (hysteresis hypothesis). Τις τελευταίες δεκαετίες οι διεθνείς επενδύσεις βρίσκουν όλο και πιο εύφορο έδαφος για να καρποφορήσουν στην Κίνα και σε άλλες αναδυόμενες οικονομίες, όπου οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις είναι κατά κανόνα μικρότερης κλίμακας και το κοινωνικό συμβόλαιο λιγότερο δεσμευτικό απ' ότι στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα, λόγω της διατήρησης της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα για πολλά χρόνια, η συνεπαγόμενη παρατεταμένη αποχή από τα εργασιακά καθήκοντα τείνει να διαβρώνει τις εξειδικεύσεις των εργαζομένων και να εξασθενεί την έφεση για εργασία και απόκτηση νέων γνώσεων. Η επενδυτική, επίσης, απραξία για μεγάλο χρονικό διάστημα, τείνει να απαξιώνει το εργοστασιακό δυναμικό της χώρας και την τεχνολογική του αποτελεσματικότητα.
Το αποτέλεσμα είναι η οικονομία, όταν επιτέλους έρχεται η ανάπτυξη, να ισορροπεί σε ένα χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας και ρυθμού ανάπτυξης. Συντελείται σήμερα στην χώρα μας ένα έγκλημα κατά των νέων, και όχι μόνο, εργαζομένων, καθώς οι μεγάλες απώλειες σε εισοδήματα και εργασιακή εμπειρία δεν μπορούν να αναπληρωθούν στο μέλλον. Εξού, και η ανάγκη να δούμε το θέμα της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων ως ζήτημα επιβίωσης της οικονομίας και ευημερίας των πολιτών. Δεν υπάρχουν εναλλακτικές, και αν δεν αναληφθούν σύντομα δράσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο.
Το φαινόμενο είναι οξύτερο στην Ελλάδα λόγω της μεγάλης κρίσης και ύφεσης των τελευταίων χρόνων, όπου το ΑΕΠ εξακολουθεί να συρρικνώνεται για 8η συνεχή (με την εξαίρεση του 2014) χρονιά. Και, βεβαίως, γεννάται το ερώτημα από πού θα προέλθουν οι επενδύσεις στην Ελλάδα, στις οποίες τόσες ελπίδες έχουμε εναποθέσει για την έξοδο της χώρας από την κρίση, όταν παγκοσμίως παρατηρείται μία σχετική αδυναμία ανάκαμψης των επιχειρηματικών επενδύσεων. Και πέραν τούτου, η Ελλάδα εντάσσεται στην παγκόσμια οικονομία ως μία ιδιαίτερη περίπτωση, μία οικονομία με τεράστιες αναπτυξιακές ευκαιρίες και επενδυτικές ανάγκες, με ένα θεσμικό πλαίσιο, όμως, που είναι εχθρικό προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Αν και η ανταγωνιστικότητα έχει βελτιωθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικά εμπόδια στην προσέλκυση και υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων στη χώρα. Ενδεικτικά, αναφέρονται: η υψηλή τιμή της ενέργειας και το υπέρογκο μη μισθολογικό κόστος (και τα δύο θύματα των υψηλών φόρων και εισφορών προς χρηματοδότηση των αναγκών του δημοσίου), το ασταθές και αντιαναπτυξιακό φορολογικό σύστημα (με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος και κερδών που αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματική δραστηριότητα), το δύσκαμπτο θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης εγκατάστασης και λειτουργίας και χωροταξικών ρυθμίσεων, το αναποτελεσματικό, αν και βελτιούμενο, νομικό/φορολογικό πλαίσιο εξαγορών/συγχωνεύσεων και εταιρικών αναδιαρθρώσεων, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανεκτικότητας σε φαινόμενα μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και αδιαφάνειας στις συναλλαγές του κράτους με τις επιχειρήσεις, το χρονοβόρο πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης, κ.ο.κ.
Είναι αναγκαία συνεπώς η σύσταση ενός Συμβουλίου Βιομηχανίας παρά τη υφυπουργό Βιομηχανίας που να λειτουργήσει πρώτον, ως ένας δίαυλος επικοινωνίας για την προώθηση λύσεων στα χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής βιομηχανίας και, δεύτερον, ως ένα πλαίσιο διαμόρφωσης κατευθυντήριων γραμμών πολιτικής:
• για την πληρέστερη ενσωμάτωση της ελληνικής βιομηχανίας στην Ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά και στις διεθνείς αλυσίδες αξίας (αποτελεσματική προώθηση αλυσίδων αξίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διεθνοποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων, εξασφάλιση ομαλής ροής πρώτων υλών και μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενες πρώτες ύλες)
• για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής βιομηχανίας (ψηφιοποίηση των βιομηχανικών διαδικασιών, εφαρμογές εξοικονόμησης ενέργειας και εγκατάστασης καθαρών τεχνολογιών, εφαρμογές ανακύκλωσης και διαχείρισης αποβλήτων, προώθηση της καινοτομίας μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου για Στρατηγικές Επενδύσεις, μετασχηματισμός περιφερειακών βιομηχανιών μέσω έξυπνης εξειδίκευσης, προώθηση συστάδων βιομηχανικών επιχειρήσεων, εκπαίδευση και κατάρτιση σε κατάλληλες εργατικές εξειδικεύσεις, πατέντες πανευρωπαϊκής ισχύος)
• για την δημιουργία ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλοντος (απλούστερο και αποτελεσματικότερο ρυθμιστικό περιβάλλον, πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων μέσω εγγυήσεων για δάνεια και ευκαιριών επενδύσεων υψηλού κινδύνου, παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε επιχειρηματίες, διασυνοριακή κινητικότητα επιχειρήσεων, νεοφυείς επιχειρήσεις)
Η χώρα χρειάζεται ένα σταθερό επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον. Αυτό, εν πολλοίς, προσδοκάται να είναι το αποτέλεσμα όλων των διαρθρωτικών αλλαγών που επιχειρούνται σήμερα με την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου.
Γι' αυτό, καταλήγει ο ΣΕΒ, η ταχεία υλοποίηση των συμφωνηθέντων, μαζί με πρόσθετες ενέργειες ενθάρρυνσης των επενδύσεων μέσω δραστικών φορολογικών ρυθμίσεων, προβάλλουν ως αναγκαίες και ικανές συνθήκες για την ανάκαμψη της οικονομίας και την αναχαίτιση του κλίματος απαξίωσης που βιώνει ο ένας στους τέσσερις Έλληνες που δεν έχει δουλειά.