Σε μία μόλις ώρα, από το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών, καλύφθηκε το σύνολο της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ, με προσφορές στο υψηλότερο σημείο του εύρους διακύμανσης της τιμής διάθεσης, δηλαδή στα 9 ευρώ ανά μετοχή.
Έτσι, σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν υποβληθεί προσφορές για αγορά μετοχών αξίας 1,35 δισ. ευρώ που είναι το ανώτατο ποσό, στο οποίο στόχευε η επιχείρηση και η έκδοση βαίνει προς σημαντική υπερκάλυψη. Το βιβλίο προσφορών άνοιξε σήμερα και θα παραμείνει ανοιχτό μέχρι την Πέμπτη.
Τα έσοδα από την αύξηση θα διατεθούν -κατά κύριο λόγο- για επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, εκσυγχρονισμό των δικτύων και τηλεπικοινωνίες.
Σύμφωνα με το Ενημερωτικό Δελτίο, οι επενδύσεις για την περίοδο 2022-2026 θα διαμορφωθούν στα 9,3 δισ. ευρώ, εκ των τα 6 δισ. την επόμενη τριετία. Αυτά τα 6 δισ. ευρώ, θα διατεθούν ως εξής:
(i) περίπου 3,2 δισ. ευρώ για έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2024, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας και εξαγορών σε γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, με στόχο την επίτευξη εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ 7,2 GW έως το 2024·
(ii) περίπου 1 δισεκ. ευρώ στα δίκτυα (ΔΕΔΔΗΕ) έως το 2024, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη δικτύου, την αυτοματοποίηση δικτύων, τη διευκόλυνση της αγοράς και την παροχή καλύτερης εξυπηρέτησης πελατών· και
(iii) περίπου 1,7 δισεκ. ευρώ έως το 2024 για τη συμβατική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, την επιχειρηματική μονάδα προμήθειας, την κατασκευή μονάδας παραγωγής ενέργειας από απόβλητα, την ψηφιοποίηση, τις τηλεπικοινωνίες και τα σημεία φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων.
«Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρόκειται να αποτελέσουν το πιο σημαντικό στοιχείο της επιταχυνόμενης αύξησης των κεφαλαιουχικών μας δαπανών και στοχεύουν να αντιπροσωπεύουν περίπου το 55,0% των συνολικών επενδύσεών μας για την περίοδο μεταξύ 2022 και 2026», τονίζεται στο ενημερωτικό δελτίο. «Αυτό υποστηρίζεται επίσης από την εκτεταμένη ιδιοκτησία γης, την ισχυρή μας τεχνογνωσία στον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη λειτουργία και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την πρόσβαση και την ικανότητά μας να συνάπτουμε εταιρικές συμβάσεις εντός ομίλου, τις υπάρχουσες μεγάλης κλίμακας κρίσιμες υποδομές και την ευνοϊκή γεωγραφία της Ελλάδας.
Επιπλέον, λόγω της αυξανόμενης διαθεσιμότητας χρηματοδότησης ESG και του θετικού προφίλ κερδοφορίας, που απολαμβάνουμε σε σχέση με τις δραστηριότητές μας που σχετίζονται με τις ΑΠΕ, δεν χρειάζεται να βασιζόμαστε σε επιδοτήσεις για την εκτέλεση αυτού του σχεδίου. Γενικά, το επενδυτικό μας σχέδιο για το υπόλοιπο του 2021 αναμένεται να χρηματοδοτηθεί κυρίως από λειτουργικές ταμειακές ροές και χρέος, ενώ το επενδυτικό μας σχέδιο μεταξύ 2022 και 2024 αναμένεται να χρηματοδοτηθεί κυρίως από τις λειτουργικές ταμειακές ροές μας, μέρος των εσόδων από την πώληση μεριδίου 49,0% στον ΔΕΔΔΗΕ, την έκδοση χρέους και τα έσοδα από την Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου».
Ιδιαίτερη αναφορά περιλαμβάνεται εξάλλου στις επενδύσεις στα Βαλκάνια και την διείσδυση στην αγορά τηλεπικοινωνιών. Συγκεκριμένα προβλέπεται επέκταση στην παραγωγή και την προμήθεια ενέργειας στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία καθώς: «Το δυναμικό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις αγορές της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αναμένεται να έχει ρυθμό ανάπτυξης περίπου 8,0% και 15,0% ετησίως, αντίστοιχα, έως το 2030. Επιπλέον, έως το 2030, στη Ρουμανία αναμένεται αύξηση της δυναμικότητας κατά περίπου 6,0 GW, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος αυτό για τη Βουλγαρία είναι 3,0 GW. Αυτή η διεθνής επέκταση καθίσταται σημαντικά πιο ελκυστική από τη διασύνδεση μεταξύ των δικτύων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας με τη μορφή καλά ανεπτυγμένης υποδομής διανομής».
Σε ό,τι αφορά τις τηλεπικοινωνίες προβλέπεται η επένδυση 680 εκατομμυρίων ευρώ μεταξύ 2022 και 2026, για την αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής χαμηλού κόστους, την ταχεία ανάπτυξη εθνικής πλατφόρμας υποδομής οπτικών ινών και την ανάδειξη της ΔΕΗ στον κορυφαίο εθνικό πάροχο χονδρικής πρόσβασης σε οπτικές ίνες και συνδέσεις δεδομένων υψηλής ταχύτητας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα. Μέχρι το 2030, η ΔΕΗ στοχεύει σε πελατειακή βάση περίπου 1 εκατομμυρίου ατόμων, έσοδα 120 εκατομμυρίων ευρώ και λειτουργικά κέρδη περίπου 100 εκατομμυρίων ευρώ.