Η διεύρυνση του χρόνου ζωής του φρέσκου γάλακτος, η απελευθέρωση των σημείων πώλησης των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ), καθώς και η τιμή πώλησης του ψωμιού, βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ του υπουργείου Ανάπτυξης και των εκπροσώπων των ανωτέρω κλάδων τον τελευταίο καιρό.
Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει σε έκθεση του ο ΟΟΣΑ για τα παραπάνω θέματα, έχουν φέρει «συγκρούσεις» τόσο μεταξύ των υπουργών της κυβέρνησης όσο και μεταξύ της ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης και των φορέων του κάθε κλάδου, ενώ αποτελούν αγκάθι και στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, η οποία ζητά την επίσπευση των μεταρρυθμίσεων.
Όπως δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης το νομοσχέδιο με τις διαρθρωτικές αλλαγές εκτιμάται ότι θα πάει στη Βουλή εντός του μήνα, αφού πρώτα υπάρξει σύγκλιση τόσο μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, όσο και μεταξύ της κυβέρνησης και της Τρόικα. «Δεν υπάρχουν ακόμη οριστικές αποφάσεις», δήλωσε ο κ. Χατζηδάκης, προσθέτοντας ότι « Για εμάς υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις. Να προχωρήσουμε με βάση τις δικές μας προτάσεις που στόχο έχουν να υπάρξει μια απελευθέρωση στην αγορά για να πέσουν οι τιμές με την ταυτόχρονη προστασία των κτηνοτρόφων. Η άλλη προσέγγιση είναι να συμφωνήσουμε ότι είτε στο γάλα είτε σε άλλα προϊόντα δεν πρέπει να κάνουμε καμία παρέμβαση για λόγους δημόσιας υγείας, πολιτισμού κλπ. Σε αυτή την περίπτωση όμως θα πρέπει όλοι μαζί να εξηγήσουμε στους καταναλωτές ποιο είναι αυτό το υπέρτερο αγαθό από το να πληρώνουν οι καταναλωτές φθηνότερα το γάλα, τα φάρμακα, τα βιβλία. Η τρίτη προσέγγιση είναι όποιος έχει κάποια εναλλακτική να την καταθέσει και εμείς φυσικά θα την συζητήσουμε».
ΓΑΛΑ: Η επιμήκυνση δεν θα μειώσει τις τιμές
Για τον κλάδο του γάλακτος ο ΟΟΣΑ επισημαίνει σε έκθεση του ότι στη χώρα μας το γάλα είναι ακριβότερο κατά 34% σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και προτείνει την άρση του περιορισμού των πέντε ημερών που υπάρχει στη διατηρησιμότητα του φρέσκου γάλακτος και τη διεύρυνση του χρόνου ζωής του, με στόχο τη μείωση της τιμής του. Η πρόταση αυτή ωστόσο βρίσκει αντίθετους τόσο την ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης όσο και τους φορείς του κλάδου, οι οποίοι επισημαίνουν αφενός ότι δεν προκύπτει σημαντικό οικονομικό όφελος για τους καταναλωτές, αφετέρου ότι απειλείται ο κλάδος της ελληνικής αγελαδοτροφίας.
Μέσα από έναν καταιγισμό ανταλλαγής απόψεων και διαφωνιών, το υπουργείο Ανάπτυξης φέρεται να εξετάζει ως επικρατέστερο σενάριο τη διαμόρφωση μιας «ποικιλίας» επιλογών στις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις και συνάμα και στους καταναλωτές. Έτσι, θα δημιουργηθούν κατηγορίες για «γάλα μίας ημέρας» ή «γάλα δύο ημερών» ακόμη και «γάλα τριών ημερών» αλλά θα υπάρχει και το «γάλα δέκα ημερών». Με τον τρόπο αυτό το υπουργείο σκοπεύει να τονώσει τον ανταγωνισμό και σε τοπικό επίπεδο, ιδίως με το γάλα λίγων ημερών, που έχει το πλεονέκτημα της «φρεσκάδας», να επιφέρει μείωση του κόστους των επιστροφών αλλά και να ανοίξει περαιτέρω και τις εισαγωγές.
Επιπλέον, το υπουργείο προσανατολίζεται στην κατάργηση του παστεριωμένου γάλακτος με διάρκεια ζωής 5 ημερών και στην απαλοιφή του όρου «φρέσκου». Στο πλαίσιο αυτό οι γαλακτοβιομηχανίες θα αυτοδεσμεύονται για τη διάρκεια ζωής του παραγόμενου προϊόντος με βάση τη μέθοδο παστερίωσης. Μάλιστα όπως έχει επισημάνει ο υφυπουργός Ανάπτυξης Αθανάσιος Σκορδάς: «Δεν είπαμε να αυξηθεί η διάρκεια ζωής. Είπαμε αντί να λένε φρέσκο, φρεσκότερο ή φρεσκότατο γάλα είπαμε ο κάθε παραγωγός, η κάθε εταιρεία που παράγει γάλα να δεσμεύεται με βάση τη μέθοδο παστερίωσης που κάνει για τη διάρκεια ζωής του παστεριωμένου προϊόντος της. Στόχος είναι να φθηνύνει το γάλα με τις αλλαγές αυτές. Έχουμε καλές συνεταιριστικές μονάδες, να κάνουν τοπική διανομή».
Από την πλευρά του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, τόσο ο υπουργός Αθανάσιος Τσαυτάρης όσο και ο υφυπουργός Μάξιμος Χαρακόπουλος, εξακολουθούν να διατηρούν αποστάσεις από το υπουργείο Ανάπτυξης επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει οικονομικό όφελος για τους καταναλωτές.
Σε δηλώσεις του ο κ. Τσαυτάρης έχει επισημάνει ότι «Το γάλα μακράς διάρκειας πάνω από 5 ημερών έρχεται στον τόπο μας και παράγεται από ελληνική βιομηχανία και έρχεται και από το εξωτερικό. Δεν είναι φθηνότερο από το ελληνικό, γιατί έχει και ένα γιγάντιο κόστος μεταφοράς να έρθει από τη Γερμανία ή από την Ολλανδία». Σε ότι αφορά την τιμή του γάλακτος ο υπουργός επισημαίνει ότι «μπορεί να πέσει, αν καταφέρουμε να μειώσουμε το κόστος παραγωγής σε όλη τη διαδικασία».
Και ο κ. Χαρακόπουλος σχολιάζοντας το γεγονός ότι η έκθεση υποστηρίζει ότι με την επιμήκυνση θα διευκολυνθούν οι εισαγωγές φθηνότερου γάλακτος από το εξωτερικό και έτσι θα πέσει η τιμή, δήλωσε ότι «Η ίδια η έκθεση, όμως, συνομολογεί ότι το μακράς διάρκειας γάλα, όπου κάλλιστα οι γαλακτοβιομηχανίες, τα σούπερ μάρκετ, έχουν τη δυνατότητα εισαγωγών -δεν τους περιορίζει κανένας χρονικός περιορισμός- είναι πιο ακριβό. Παραδόξως, είναι πολύ πιο ακριβό από το φρέσκο! Γιατί, λοιπόν, είναι θέσφατο ότι, εάν επιτρέψουμε τις εισαγωγές, θα μειωθεί η τιμή του φρέσκου γάλακτος»;
Την αντίθεσή τους εξέφρασαν σε κοινή ανακοίνωσή τους και ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), ο Σύνδεσμος Αγελαδοτρόφων Γαλακτοπαραγωγής Ελλάδας και η Ένωση Φυλής Χολστάιν Ελλάδας. Όπως επισημαίνουν σε αυτήν «Το γάλα των δέκα ημερών, που θέλει να επιβάλει ο υπουργός στην ελληνική αγορά είναι ένα υποβαθμισμένο προϊόν – κονσέρβα, λόγω θερμικής επεξεργασίας αλλά και λόγω έλλειψης φρεσκάδας, καθώς, όπως είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο, η θρεπτική αξία του γάλακτος μειώνεται όσο αυξάνεται η θερμοκρασία παστερίωσης και είναι ευθέως ανάλογη με τον χρόνο που πέρασε από την ημερομηνία παραγωγής».
Μάλιστα σε συνάντηση που είχαν με τον κ. Χαρακόπουλο στις 5/2 οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, του Πανελλαδικού Συνδέσμου Αγελαδοτρόφων και της Ένωσης Φυλής Holstein Ελλάδας, έκαναν λόγο για απώλεια τουλάχιστον 50.000 θέσεων εργασίας αν εφαρμοστεί η ρύθμιση για την επιμήκυνση της διάρκειας ζωής του φρέσκου γάλακτος, επισημαίνοντας ότι είναι αμφίβολο το οικονομικό όφελος για τον καταναλωτή.
«Η έκθεση του ΟΟΣΑ όσον αφορά στο ζήτημα του γάλακτος έχει αντιφάσεις. Θεωρεί ότι θα μειωθούν οι τιμές εάν επιτραπούν οι αθρόες εισαγωγές γάλακτος, αλλά από την άλλη δεν δίνει απάντηση γιατί το γάλα μακράς διάρκειας είναι ακριβότερο στην Ελλάδα. Η ίδια η έκθεση αναγνωρίζει ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις στην ελληνική αγελαδοτροφία, αλλά δεν υπολογίζει τη σχέση κόστους-οφέλους των προτάσεών της. Εάν δεν το κάνει η έκθεση, οφείλουμε εμείς να το κάνουμε», δήλωσε ο κ. Χαρακόπουλος μετά τη συνάντηση.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Φυλής Holstein Ελλάδας, Θανάσης Βασιλέκας δήλωσε μεταξύ άλλων: «Αν καταργηθεί ο όρος «φρέσκο» και καθιερωθεί γάλα μιας, δυο, τριών, δέκα ημερών, αυτό που θα μείνει στο τέλος, επειδή ακριβώς και η διακίνηση του γάλακτος της μιας ή των 2 ημερών έχει υψηλό κόστος, είναι μόνο το γάλα των 10 ημερών. Επιπλέον, το μακράς διάρκειας ζωής γάλα, το οποίο κυκλοφορεί σήμερα στην αγορά, και το υψηλής παστερίωσης που είναι ως επί το πλείστον από εισαγόμενο γάλα, είναι ακριβότερα στην αγορά απ’ ότι το φρέσκο ελληνικό. Άρα λοιπόν με ποια διαδικασία, οι περαιτέρω εισαγωγές θα ρίξουν την τιμή, ειλικρινά δεν το γνωρίζουμε».
Ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Συνδέσμου Αγελαδοτρόφων, Γιώργος Κεφαλάς υπογράμμισε ότι «Η επιχειρούμενη μεθόδευση ξεκάθαρα αφαιρεί το δικαίωμα από τον καταναλωτή πρώτον να επιλέξει και δεύτερον να έχει σαφή πληροφόρηση για το τι καταναλώνει. Αυτό αποτελεί διατροφικό μεσαίωνα. Είμαστε κάθετα αντίθετοι. Θα θέλαμε να δούμε μια σοβαρή μελέτη από το Υπουργείο Ανάπτυξης που να λέει αν πέσει έστω και 5 λεπτά υποθετικά –που δεν πρόκειται να γίνει– το λίτρο του γάλατος για τον Έλληνα καταναλωτή, τι επιπτώσεις θα έχει στην ελληνική οικονομία και στο Α.Ε.Π. η απώλεια τουλάχιστον 50.000 θέσεων εργασίας και παράλληλα το σταμάτημα της ελληνικής παραγωγής;».
Εκτός όμως από το γάλα, στο τραπέζι του διαλόγου «πέφτει» και το θέμα του τυριού και του γιαουρτιού, για τα οποία το υπουργείο Ανάπτυξης φέρεται να μελετά την προσαρμογή της νομοθεσίας ούτως ώστε να επιτρέπεται η παρασκευή τους από σκόνη γάλακτος.
Ο κ. Βασιλέκας αναφερόμενος για το γιαούρτι και το τυρί από σκόνη δήλωσε μετά τη συνάντηση με τον κ. Χαρακόπουλο ότι « ένα προϊόν το οποίο είναι brand name ελληνικής παραγωγής, όπως τα γιαούρτια μας σε όλη την Ευρώπη, όπου αυξάνεται συνεχώς η ζήτηση φαντάζεστε ότι θα βγάλουμε με σκόνη γάλα και θα το ονομάζουμε «ελληνικό γιαούρτι» και θα μας αφήσουν οι Ευρωπαίοι έτσι; Όχι! Και επίσης, τείνουμε να απεμπολήσουμε το δικαίωμα της ονομασίας ΠΟΠ στη φέτα με τη σκόνη, επειδή ξέρουμε πολύ καλά ότι η Ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι σαφής».
Μάλιστα σε κοινή ανακοίνωσή τους οι τρείς φορείς επισημαίνουν χαρακτηριστικά ότι «Την ώρα που η μάχη της ελληνικής φέτας είναι σε εξέλιξη, την ίδια ώρα που κερδίζονται δικαστικές μάχες για την ελληνικότητα του γιαουρτιού σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το υπουργείο Ανάπτυξης νομοθετεί έτσι ώστε το «Ελληνικό Γιαούρτι», το «Ελληνικό τυρί» και η «Φέτα» να παράγονται με εισαγόμενη σκόνη γάλακτος. Αυτό σημαίνει, ή ότι χάνουμε το brand name σε δύο κτηνοτροφικά προϊόντα που αποτελούν την ατμομηχανή των ελληνικών εξαγωγών ή ότι θα διοχετεύεται στην ξένη αγορά τυρί και γιαούρτι από ελληνικό φρέσκο γάλα και στην εγχώρια αγορά τυρί και γιαούρτι από φθηνή – εισαγόμενη σκόνη γάλακτος ή και επικίνδυνη για την υγεία του καταναλωτή, όπως για παράδειγμα προέκυψε από το διατροφικό σκάνδαλο με την κινέζικη κονσέρβα γάλακτος με μελαμίνη», σημειώνουν
Καταλήγοντας καλούν τους βουλευτές του Ελληνικού κοινοβουλίου, «να ψηφίσουν κατά της υποκατάστασης της εγχώριας παραγωγής από εισαγόμενα προϊόντα αμφιβόλου αξίας και ποιότητας, πιθανολογούμενα κάπως φθηνότερα».
Ανοιχτό το μέτωπο για τα ΜΗΣΥΦΑ
Η απελευθέρωση της τιμής και η διάθεση των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων από τα ράφια των supermarkets έχει δημιουργήσει ένα ακόμη μέτωπο μεταξύ του υπουργείου Ανάπτυξης και των φαρμακοποιών, ενώ και ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης έχει εκφράσει την αντίθεσή του.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, στην οποία στηρίζεται ο κ. Χατζηδάκης «οι τιμές στα ΜΗΣΥΦΑ από την απελευθέρωση της τιμής και των σημείων διάθεσης αναμένεται να πέσουν, καθώς σε χώρες όπου η πώληση μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων γίνεται μόνο από τα φαρμακεία και οι τιμές ελέγχονται σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, η λιανική προ φόρων τιμή ανά μονάδα δραστικής ουσίας είναι υψηλότερη κατά μέσο όρο κατά 27,6 %».
Μάλιστα σε ενημερωτικό σημείωμα που εξέδωσε ο κ. Χατζηδάκης, στο οποίο περιγράφεται τι ισχύει στην Ελλάδα για τα ΜΗΣΥΦΑ, εξηγεί μεταξύ άλλων ότι «Οι περιοριστικές ρυθμίσεις που ισχύουν στην Ελλάδα αποτελούν εμπόδιο για την κυκλοφορία νέων προϊόντων στην ελληνική αγορά και για την είσοδο νέων επαγγελματιών στο χώρο. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε περιορισμένη δυνατότητα επιλογής προϊόντων και ενίοτε ανεπάρκεια ειδών ΜΗΣΥΦΑ (πχ πρόσφατη κρίση της ασπιρίνης), που εντέλει βλάπτουν τον καταναλωτή. Σημειωτέον ότι στην Ελλάδα το μερίδιο των ΜΗΣΥΦΑ είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, το 11,9% του συνόλου των φαρμακευτικών προϊόντων το 2012 (372 εκατ. ευρώ) έναντι 16% που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης».
Κάθετα αντίθετος με την απελευθέρωση της αγοράς των ΜΗΣΥΦΑ είναι ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος, ο οποίος σε ανακοίνωση – απάντηση που εξέδωσε προς τον υπουργό Ανάπτυξης χαρακτήρισε «ψευδείς και ανυπόστατους» τους ισχυρισμούς του, προσθέτοντας ότι ο υπουργός «ουδέποτε θυμήθηκε να απαντήσει στην σχετική διαπίστωση της έκθεσης του ΟΟΣΑ, όπου με απόλυτη σαφήνεια αναφέρει ότι σε χώρες όπου οι τιμές των φαρμάκων ρυθμίζονται κεντρικά από την κυβέρνηση οι τιμές λιανικής είναι χαμηλότερες σε σχέση «με χώρες όπου υπάρχει η απελευθέρωση της τιμής. Αν ο κ. Χατζηδάκης θεωρεί ότι οι τιμές είναι ακριβές αρκεί μια υπουργική απόφαση για να μειωθούν και άλλο οι τιμές των φαρμάκων. Ιδού η Ρόδος…»
Διαφωνίες ως προς το μέτρο αυτό εξέφρασε και ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος δήλωσε ότι «η αγορά του Φαρμάκου δεν είναι μια ελεύθερη αγορά. Τα προϊόντα είναι διατιμημένα. Είναι μια ειδική αγορά γιατί έχει να κάνει με την Δημόσια Υγεία», προσθέτοντας ότι «για να φθάσουμε σε μια μεταρρύθμιση σε αυτό τον τομέα πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία μεταξύ των δύο υπουργείων», κάτι που μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχει επιτευχθεί.
«Το ψωμί θα γίνει εισαγόμενο προϊόν»
Η άρση των περιορισμών για την πώληση ψωμιού και από άλλα σημεία πώλησης και η κατάργηση του περιορισμού για την πώλησή του με προκαθορισμένο βάρος, που δρομολογεί το υπουργείο Ανάπτυξης, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος.
Ειδικότερα, το υπουργείο Ανάπτυξης θέλει να καθορίσει την πώλησή του με τη ζυγαριά, δηλαδή με το κιλό. Ο ΟΟΣΑ έχει εντοπίσει ότι τα προκαθορισμένα βάρη που υπάρχουν για τον άρτο (500, 1.000, 1.500, 2.000 γραμμ.) και για τα αρτοσκευάσματα (250, 350, 500, 750 και 1.000 γραμμ.) δεν δίνουν επιλογές τιμών και προϊόντων στους καταναλωτές, ενώ ταυτόχρονα προκαλείται και παραπλάνηση, καθώς στους φούρνους το «μισό κιλό χωριάτικο» είναι η φραντζόλα των 350 γραμμαρίων.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η άποψη των αρτοποιών, οι οποίοι αντιδρούν και θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό η τιμή του ψωμιού θα ανέβει, προτείνοντας ως λύση την αναγωγή της τιμής στο κιλό.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Αρτοποιών Ελλάδος «η κατάργηση των αναφερόμενων βαρών δίνει τη δυνατότητα σε κάθε επιχείρηση να παράγει και να διαθέτει προϊόντα σε ότι βάρος θέλει. Είναι προφανές ότι αυτό γίνεται για να ευνοηθούν οι εισαγωγές κατεψυγμένων ψωμιών. Η εισαγόμενη κατεψυγμένη, μορφοποιημένη ζύμη δε διατίθεται στα συγκεκριμένα βάρη, αλλά σε βάρη μικρότερα των καθορισμένων». Έτσι η Ομοσπονδία προτείνει σε όλα τα προϊόντα άρτου στις επιγραφές τους να γίνεται η αναγωγή στο κιλό και να αναγράφεται και η τιμή επί του κιλού με μεγάλη και ευκρινή γραμματοσειρά στο σύνολο της επιγραφής.
Σε ότι αφορά την απελευθέρωση της πώλησης του ψωμιού και από άλλα σημεία πώλησης, η Ομοσπονδία αναφέρει ότι το υπουργείο «επιδιώκει να εξισώσει την εγκατάσταση περάτωσης, έψησης (bake off) με το φούρνο, δίνοντας με νόμο του κράτους την ευχέρεια να λέγονται και αυτά τα σημεία έψησης κατεψυγμένου ψωμιού «Φούρνοι».
Μάλιστα επικαλείται το Ν. 3526/2007 (α. 2 παρ. 8) η οποία αναφέρει ρητά ότι «η χρήση του όρου «Φούρνος» μπορεί να γίνεται μόνο από τα καταστήματα που έχουν την ευθύνη της επιλογής των Α’ υλών και της συνεχούς παραγωγικής διαδικασίας άρτου. Οποιοσδήποτε ορισμός που θα δημιουργεί σύγχυση στον καταναλωτή ως προς τον τόπο παραγωγής του άρτου δεν επιτρέπεται».
Παράλληλα επισημαίνει ότι με τον τρόπο αυτό δίνονται αποκλειστικά προνόμια στα supermarket και μόνο, προσθέτοντας ότι «όλοι οι 15.000 Έλληνες αρτοποιοί και οι 140.000 έμμεσα και άμεσα εργαζόμενοι στην παραδοσιακή βιοτεχνική αρτοποιία εκφράζουμε εντονότατα την αντίθεσή μας στις πρακτικές του υπουργείου και είμαστε πεπεισμένοι ότι εν τέλει το ψωμί θα πάει στα χέρια των λίγων και θα γίνει εισαγόμενο προϊόν, ενώ ηθελημένα και εν γνώσει του θα ενισχυθεί η ασυδοσία και η παραπλάνηση του καταναλωτή».