Δημοσίευμα του Bloomberg, με τίτλο «Here's How Greece Can Fix Itself» γράφει πως ό,τι και αν συμβεί, η Ελλάδα θα πρέπει να ανοικοδομηθεί. «Μπορεί να χρειαστούν 10 με 15 χρόνια, αλλά η χώρα έχει τους πόρους να το κάνει» αναφέρεται. «Η Ελλάδα έχει επιδόσεις κατώτερες αυτού που θα έπρεπε από το 146 π.Χ (μάχη της Λευκόπετρας) όταν η Κόρινθος – και εν τέλει η υπόλοιπη Ελλάδα- έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων...η οικονομία της παιδεύεται από τον κρατισμό και τη διαφθορά. Αλλά παραμένει ευλογημένη με πανέμορφα τοπία, θησαυρούς της αρχαιότητας και έναν δημιουργικό, πολυμήχανο λαό που σημειώνει μεγάλες επιτυχίας- αν και πιο συχνά έξω από την Ελλάδα. Οι δυνατότητές της είναι τεράστιες. Αν η Ελλάδα μπορέσει να συνέλθει έστω και λίγο, τότε αυτό το δράμα δεν χρειάζεται να καταλήξει σε τραγωδία».
Η ελληνική οικονομία περνάει δύσκολες ώρες, κάτι που είναι δύσκολο να εμπνέει αισιοδοξία. Ωστόσο, σύμφωνα με το πρακτορείο, «μόλις τον προηγούμενο Σεπτέμβριο υπήρχε μια αίσθηση ότι η Ελλάδα περνά το κρίσιμο σημείο...τα πράγματα κινούνταν προς τη σωστή κατεύθυνση...ωστόσο η διαδικασία υπονομεύθηκε από τους διαπραγματευτές και των δύο πλευρών. Οι Ευρωπαίοι δανειστές που ήταν γνωστοί ως τρόικα- η ΕΚΤ, η Κομισιόν και το ΔΝΤ- αντέδρασαν στον προϋπολογισμό του Σαμαρά, επιδιώκοντας βαθύτερες περικοπές. Οι απαιτήσεις τους προκάλεσαν αντιδράσεις, , αυξάνοντας τη στήριξη προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που κέρδισε τις πρόωρες εκλογές τον Ιανουάριο».
Επιπλέον, εκτιμάται ότι η κρίση ίσως να βοηθήσει να επέλθει αλλαγή στο «τοξικό» σκηνικό της ελληνικής πολιτικής. Επίσης, ο τουρισμός εκτιμάται πως αποτελεί πανίσχυρο μέσον, καθώς μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και ήταν η υπόλοιπη οικονομία παραπαίει. Ωστόσο, υπάρχουν προβλήματα, όπως η έλλειψη δανεισμού από ελληνικές τράπεζες προς projects ξενοδοχείων- καθώς και ειδικών εγκαταστάσεων, όπως γήπεδα του γκολφ, καλύτερων εγκαταστάσεων για κρουαζιερόπλοια κ.α.- ενώ και η αεροπορική σύνδεση εμπεριέχει περιθώρια βελτίωσης.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στον τομέα της ναυτιλίας: «Οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν φορτηγά πλοία αξίας 106 δισ. δολαρίων, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Οπότε η βιομηχανία φαντάζει ως φυσική πηγή χρημάτων. Ωστόσο, πολλοί από τους εργαζόμενους στην ελληνική ναυτιλιακή βιομηχανία δεν είναι Έλληνες, και βάσει Συντάγματος η βιομηχανία δεν πληρώνει φόρο για διεθνή κέρδη που έρχονται στη χώρα...η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει προσπαθήσει να τραβήξει περισσότερους φόρους, αλλά οι πλοιοκτήτες απειλούν να πάνε σε προορισμούς με χαμηλότερη φορολογία». Τα λιμάνια και ο τομέας των logistics αποτελούν καλύτερη ευκαιρία, αναφέρεται, με παράδειγμα την Cosco και τον Πειραιά- και εκφράζεται ότι με περισσότερες επενδύσεις στη σιδηροδρομική και άλλες υποδομές, ο Πειραιάς θα μπορούσε να αποτελέσει βασική «πύλη» στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη, ανταγωνιζόμενος το Ρότερνταμ και το Αμβούργο.
Επόμενο «κεφάλαιο» είναι τα ελληνικά πανεπιστήμια. «Οι απόφοιτοί τους δεν έχουν τις δεξιότητες για καριέρες σε αναπτυσσόμενες βιομηχανίες όπως η τεχνολογία και η φαρμακευτική. Οι Έλληνες που βγαίνουν στο εξωτερικό για σπουδές πάνω σε αυτά τα αντικείμενα δεν επιστρέφουν πάντα. Οι σχολές επίσης θα μπορούσαν να συνδέονται συνεργάζονται με εταιρείες για να αναπτύξουν μια κοινότητα startup».
Επίσης, υπάρχουν πολλές ακόμα ευκαιρίες, αναφέρεται στο δημοσίευμα, το οποίο επικαλείται μελέτη του 2012 από το γραφείο της McKinsey στην Αθήνα- όπως ο τομέας των γενόσημων, των υδατοκαλλιεργειών, του ιατρικού τουρισμού, των εξειδικευμένων τροφίμων κ.α.«Αλλά τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς δομικές αλλαγές. Οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά είναι απαραίτητες. Οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς κατά μ.ο., αλλά συνταξιοδοτούνται νέοι. Ακόμα και πριν την κρίση, μόλις το 43% των ηλικιών 55-64 εργάζονταν, σε αντιδιαστολή με το 51% των Γερμανών και το 62% των Αμερικανών».
Επίσης, αναφέρεται πως αλλαγές χρειάζονται και στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνη, το οποίο «αποτελεί εμπόδιο σε ξένους και Έλληνες που ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά». Ακόμη, υπογραμμίζεται πως η δημόσια διακυβέρνηση χρειάζεται αναβάθμιση και ψηφιοποίηση.
«Στη χειρότερη περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορούσε να καταλήξει όπως η Βενεζουέλα, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 15% χαμηλότερο από ό,τι το 1980. Αλλά η Ελλάδα έχει ανακάμψει στο παρελθόν» καταλήγει.