Τιτλοποιήσεις ύψους 32 δισ. ευρώ θα εντάξουν έως και το 2021 οι τράπεζες στον μηχανισμό κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής», προοπτική που θα οδηγήσει στην εξάντληση του συνολικού ύψους του προγράμματος που έχει σχεδιαστεί για τη μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών. Το ξέσπασμα της νέας οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία ανέδειξε τον «Ηρακλή» σε ασφαλές καταφύγιο, καθώς η κρατική εγγύηση που παρέχεται μέσω του μηχανισμού ενθαρρύνει την προσέλκυση επενδυτών σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας. Σύμφωνα με τον αρμόδιο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα υφυπουργό Γιώργο Ζαββό, «ο “Ηρακλής” αποτελεί ένα ολοκληρωμένο και δοκιμασμένο εργαλείο, χωρίς δημοσιονομική επίπτωση». Το ενδεχόμενο μάλιστα επέκτασης του προγράμματος για την ένταξη νέων τιτλοποιήσεων είναι ανοικτό ανά πάσα στιγμή, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές. Να σημειωθεί ότι, εκτός από το προφανές όφελος της απαλλαγής των ισολογισμών των τραπεζών, ο μηχανισμός εξασφαλίζει στην παρούσα φάση χαμηλό κόστος προμήθειας, που λόγω της πορείας του ελληνικού CDs φαίνεται ότι «κλειδώνει» σε χαμηλά επίπεδα και συγκεκριμένα κάτω του 2%.
Την αρχή, στο Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme - HAPS), όπως ονομάζεται ο «Ηρακλής», έκανε η Eurobank, εντάσσοντας την τιτλοποίηση του χαρτοφυλακίου Cairo, συνολικού ύψους 7,5 δισ. ευρώ, και το ποσό κρατικής εγγύησης που δόθηκε ανέρχεται στα 2,4 δισ. ευρώ. Τη σκυτάλη πήρε η Alpha Bank υποβάλλοντας πριν από λίγες ημέρες αίτημα για το μεγαλύτερο τμήμα της τιτλοποίησης του project Galaxy, σε συνδυασμό με το χαρτοφυλάκιο Orion, συνολικού ύψους 7,6 δισ. ευρώ. Η διοίκηση της Alpha Bank σχεδιάζει την υποβολή ανάλογου αιτήματος και για τα υπόλοιπα χαρτοφυλάκια που απαρτίζουν το project Galaxy, η συνολική αξία του οποίου φθάνει τα 10,5 δισ. ευρώ και έτσι η τράπεζα θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο «εταίρο» του «Ηρακλή», με συνολικές εγγυήσεις που θα υπερβούν τα 3,5 δισ. ευρώ.
Ανάλογο αίτημα υπέβαλε την εβδομάδα που μας πέρασε η Τράπεζα Πειραιώς για την τιτλοποίηση χαρτοφυλακίου στεγαστικών δανείων με την επωνυμία Phoenix, η συνολική αξία του οποίου ανέρχεται στο 1,9 δισ. ευρώ, ενώ άμεσα σχεδιάζεται η ένταξη ακόμη ενός χαρτοφυλακίου με την επωνυμία Vega, η αξία του οποίου ανέρχεται στα 5 δισ. ευρώ. Θα ακολουθήσει εντός του έτους η τιτλοποίηση του χαρτοφυλακίου Frontier συνολικής αξίας άνω των 6 δισ. ευρώ, που σχεδιάζει η Εθνική Τράπεζα, για την οποία η διοίκησή της θα υποβάλει αίτημα ένταξης στον «Ηρακλή» εντός του έτους.
Με τις τέσσερις τιτλοποιήσεις κλείνει ο πρώτος κύκλος της προσπάθειας του τραπεζικού συστήματος για την απαλλαγή του από ένα σημαντικό τμήμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που άφησε ως κληροδότημα η προηγούμενη οικονομική κρίση, αλλά ο δρόμος για την εξυγίανση είναι ακόμη μακρύς.
Τι αναμένει από τον μηχανισμό η ΤτΕ
Οπως επισημαίνεται στην έκθεση της ΤτΕ και σύμφωνα με υπολογισμούς των υπηρεσιών της κεντρικής τράπεζας, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων, μετά την ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων με χρήση του προγράμματος «Ηρακλής», εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στο 25%, από 37,3% σήμερα (στοιχεία α΄ τριμήνου 2020).
Πρόκειται για ποσοστό πολλαπλάσιο του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού - SSM (2,7% και 3,2%, αντιστοίχως, με στοιχεία Δεκεμβρίου 2019), χωρίς μάλιστα να προσμετρώνται τα νέα κόκκινα δάνεια που θα προκύψουν λόγω COVID-19, εξαιτίας της οποίας έχουν τεθεί σε αναστολή καταβολής δόσεων 20 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η επίπτωση στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών από τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών τιτλοποίησης θα ανέλθει κατά μέσον όρο σε τρεις μονάδες. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες προς την κατεύθυνση μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος κόκκινων δανείων αποτελεί περιοριστικό παράγοντα της κερδοφορίας, καθώς, όπως σημειώνει η ΤτΕ, διατηρεί υψηλό το κόστος του πιστωτικού κινδύνου. Ως εκ τούτου, ανάλογα με το εύρος της επιβάρυνσης των ισολογισμών των τραπεζών από τη δημιουργία μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων που θα επιφέρει η νέα κρίση, το κόστος αυτό αναμένεται να επηρεάσει το καθαρό περιθώριο κέρδους τους στο μέλλον και ακολούθως να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική κερδοφορία τους. Τον Μάρτιο του 2020, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώθηκε σε 16,2%, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ένα αξιόλογο μαξιλάρι ασφαλείας για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις αφενός από την πανδημία και αφετέρου από την ανάγκη ταχείας μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος NPES. Η ΤτΕ σημειώνει ότι είναι αναγκαίο να επισημανθεί πως οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις τον Μάρτιο του 2020 ανέρχονταν σε 15,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων.